Κυριακή 25 Ιουνίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ




ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου ΣΤ΄ 22–33)


ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*



   Ἀκοῦστε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πόσο φανερὰ ὁ δεσπότης Χριστὸς ἀπέδειξε μάταιη τὴν πολυμεριμνία μας, καὶ πόσο καθαρὰ ὑποσχέθηκε ὅτι αὐτὸς θὰ μᾶς δώσει ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη. Ἀκοῦστε, ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ δουλεύει καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὸν μαμμωνᾶ. Θεὸς καὶ φιλαργυρία εἶναι δύο πράγματα ἐνάντια· ὥστε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δοῦλος τῆς φιλαργυρίας· κι ὅποιος γίνεται δοῦλος τῆς φιλαργυρίας, ἐκεῖνος δὲν εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς λοιπόν, ἢ οὐδόλως πιστεύουμε στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἢ εἴμαστε ἀνόητοι καὶ παντελῶς ἀναίσθητοι. Ὁ Θεὸς προστάζει λέγοντας: Νὰ ζητᾶς τὴν βασιλεία μου. Καὶ σὺ ζητεῖς τὰ μέταλλα τῆς γῆς. Ὁ Θεὸς λέγει: Φρόντιζε γιὰ τὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς. Καὶ σὺ νύκτα καὶ ἡμέρα φροντίζεις γιὰ νὰ συνάξεις ἀργύρια. Ὁ Θεός, ἐὰν δουλεύεις σ’ αὐτόν, σοῦ ὑπόσχεται ὄχι μόνο τὰ οὐράνια ἀγαθά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπίγεια. Ἐσὺ ὅμως γίνεσαι δοῦλος τῆς φιλαργυρίας, κ’ ἐλπίζεις ἀπ’ αὐτὴ κάθε ἀγαθὸ καὶ κάθε εὐτυχία.

   Περὶ τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς ἀκοῦστε πῶς λαλεῖ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἁρπάχτηκε κ’ ὑψώθηκε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ… καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα», δηλαδή: μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό… καὶ ἄκουσε ἄρρητα λόγια, (ποὺ ἀνθρώπινη γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ διατυπώσει)»1. «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς», δηλαδή: ἡ ρίζα, λέγει, ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία· καὶ μερικοὶ ποὺ κυριεύθηκαν ἀπ’ τὴν σφοδρὴ ἐπιθυμία της, περιπλανήθηκαν κι ἀπομακρύνθηκαν ἀπ’ τὴν πίστη, καὶ κάρφωσαν (πλήγωσαν) τὸν ἑαυτό τους μὲ πολλὲς ὀδῦνες καὶ βάσανα (σὰν μὲ φοβερὰ καρφιά)»2. Κατὰ τούτη λοιπὸν τὴν θεία διδασκαλία ἡ φιλαργυρία πρῶτον μὲν προξενεῖ ὅλα τὰ κακά· δεύτερον ἀποπλανᾶ κι ἀποχωρίζει ἀπὸ τὴν πίστη· καὶ τρίτον διὰ πολλῶν ὀδυνῶν «περιπείρει», δηλαδὴ διαπερνᾶ κι ἀνασκάπτει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἡ ἀκονημένη μάχαιρα. Καὶ τοῦτα τὰ τρία κακὰ εἶναι τόσο μεγάλα, ὥστε φαίνονται ἀπίθανα· ἐὰν ὅμως ἐξετάσουμε ἀκριβῶς τὰ πράγματα, βλέπουμε ὅτι, καὶ τὰ τρία εἶναι βέβαια κι ἀναμφίβολα.

   Ἐρευνῶ πρῶτα ποιὲς εἶναι οἱ ὀδῦνες ποὺ τραυματίζουν τὴν καρδιὰ τοῦ φιλάργυρου· αὐτὸς θέλει πάντοτε νὰ συνάγει ἀργύρια, καὶ μηδέποτε οὔτε ὀβολὸ νὰ σκορπίζει· θέλει, λέγω, νὰ βλέπει τὸν μαμμωνᾶ πάντοτε πολλαπλασιαζόμενο, καὶ μηδέποτε ἐλαττούμενο· τοῦτο θέλει, τοῦτο ἐπιθυμεῖ, γιὰ τοῦτο φλογίζεται ἡ καρδιά του· τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς καὶ τῆς φύσεως· αὐτὸς λοιπὸν πιέζει τὸν ἑαυτό του ἀκατάπαυστα καὶ κακουχεῖται· κατοικεῖ σὲ στενόχωρο οἰκίσκο, περιτυλίσσεται εὐτελέστατα ἐνδύματα, ἑτοιμάζει φτωχικὴ τράπεζα, μόλις κ’ ἔχει ἕναν ἀνεπιτήδειο δοῦλο, οὐδέποτε ἀπολαμβάνει ἐκεῖνο ποὺ θέλει κ’ ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά του· ἐπειδὴ δέ, ὅσο κι ἂν στενοχωρεῖται, εἶναι ὅμως ἀνάγκη καὶ γι’ αὐτὰ τὰ εὐτελῆ πράγματα νὰ δαπανᾶ ἀργύρια, γιὰ τοῦτο καὶ ἡ οἰκία εἶναι σ’ αὐτὸν ἐνοχλητικὴ καὶ τὸ ἔνδυμα μισητό, κι ὁ δοῦλος ἀφόρητος, καὶ αὐτὸς ὁ ἄρτος πικρὸς στὸ στόμα του καὶ κάθε ἄλλο ἀγοραστὸ πρᾶγμα, ὅσο κι ἂν εἶναι φτηνὸ κι ἀγοράζεται εὔκολα, προξενεῖ στενοχώρια στὴν καρδιά του κι ἀηδία καὶ θλίψη. Ἰδοὺ πῶς οἱ φιλάργυροι «περιπείρουσιν» (πληγώνουν) τοὺς ἑαυτούς τους μὲ πολλὲς ὀδῦνες.

   Αὐτοί, γιὰ νὰ συνάξουν τὸν πλοῦτο, οὔτε τὴν ἡμέρα ἡσυχάζουν οὔτε τὴν νύκτα ἀναπαύονται· ἀναβαίνουν στὰ ὄρη, κατεβαίνουν στοὺς κόλπους τῆς γῆς, διαβαίνουν ποταμοὺς καὶ θάλασσες, τρέχουν σὲ κάθε τόπο, κακουχοῦνται πᾶσαν ὥρα, γιὰ νὰ πολλαπλασιάσουν τ’ ἀργύρια· κ’ ἐπειδὴ σὲ κάθε τοῦ κόσμου ὑπόθεση, δὲν ὑπάρχει μόνο εὐτυχία καὶ κέρδος ἀλλὰ καὶ δυστυχία κι ἀπώλεια, διὰ τοῦτο ὁ φιλάργυρος, ὅταν μὲν δὲν κερδίσει καὶ δὲν πολλαπλασιάσει τὸν πλοῦτο του ὅπως ἐπιθυμεῖ, τότε λύπη καὶ θλίψη κατακεντᾶ τὴν καρδιά του· ὅταν ὅμως ἀπολέσει τὸ δικό του ἀργύριο, τότε μάχαιρα δίστομος διέρχεται τὰ σπλάγχνα του, τότε στεναγμοὶ κι ὀλολυγμοὶ καὶ πόνοι καρδιᾶς ὀξύτατοι. Ἰδοὺ οἱ ὀδῦνες «αἱ περιπείρουσαι» (ποὺ καταπληγώνουν καὶ καρφώνουν) τοὺς φιλάργυρους.

   Ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία εἶναι πῦρ ποὺ καίει καὶ καταφλογίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· ἡ ἀπόλαυση τοῦ ἐπιθυμητοῦ πράγματος, ἢ ἐξαλείφει ἐντελῶς, ἢ κατὰ κάποιο τρόπο ἡσυχάζει καὶ μαραίνει τὴν φλόγα τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ζέση τῆς μνησικακίας καταπραΰνεται, ὅταν ὁ μνησίκακος ἐκδικηθεῖ τὸν ἐχθρό του· ἡ πικρία τοῦ φθόνου γλυκαίνεται, ὅταν ὁ φθονερὸς βλέπει τὸν φθονούμενο νὰ δυστυχεῖ· ἡ πύρωση τῆς ἀσέλγειας μαραίνεται, ὅταν ὁ ἀσελγὴς ἐκτελέσει τὴν ρυπαρή του ἐπιθυμία. Μόνη τῆς φιλαργυρίας ἡ λύσσα εἶναι ἀκαταδάμαστη, ἀκόρεστη, ἀμάραντη. Ὁ ὑδρωπικὸς καὶ ὁ φιλάργυρος πάσχουν ἀπ’ ὁμοιότατο πάθος· ὁ ὑδρωπικός, ὅσο περισσότερο πίνει, τόσο περισσότερο διψᾶ· ὁ φιλάργυρος, ὅσο περισσότερο θησαυρίζει, τόσο περισσότερο ἐπιθυμεῖ. Κι αὐτὸς ὁ ἀμάραντος τῆς φιλοχρηματίας πόθος, αὐτὴ ἡ φλογερὴ κι ἄσβεστη ἐπιθυμία τοῦ χρυσοῦ, αὐτὴ ἡ ἀκόρεστη δίψα εἶναι οἱ ὀδῦνες, «αἱ περιπείρουσαι» τοὺς φιλάργυρους, κατὰ τὸν λόγο τοῦ θεοφόρου Ἀποστόλου.

   Ἐρεύνησε δέ, γιὰ νὰ καταλάβεις καὶ τὸ πῶς οἱ ἐραστὲς τῆς φιλαργυρίας «ἀποπλανῶνται» ἀπὸ τὴν πίστη. Κάθε πιστὸς ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι μόνον ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος· ὁ φιλάργυρος πιστεύει ὅτι καὶ τ’ ἀργύρια εἶναι παντοδύναμα. Κάθε πιστὸς ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι μόνος ὁ Θεὸς δύναται νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ περιστάσεως· ὁ φιλάργυρος πιστεύει ὅτι διὰ τῶν χρημάτων προφθάνει ὅλες τὶς ἀνάγκες κι ἀντιμετωπίζει κάθε περίσταση. Ἰδοὺ λοιπὸν πῶς οἱ «ὀρεγόμενοι» (ὅσοι κυριεύθηκαν) ἀπ’ τὴν φιλαργυρία «ἀποπλανῶνται» (ἀπομακρύνονται) ἀπὸ τὴν πίστη. Καὶ πόσους βλέπουμε στὶς παλαιὲς ἱστορίες νὰ ἀθετοῦν τὴν πίστη γιὰ τ’ ἀργύρια;! Φοβερὸ εἶναι τὸ μόνο παράδειγμα τοῦ Ἰούδα· αὐτός, γιὰ νὰ κερδίσει τριάκοντα ἀργύρια, ἀθέτησε τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν θάνατο. Πόσοι μέχρι σήμερα πωλοῦν τὴν εὐσέβεια γιὰ τ’ ἀργύρια;! Πόσοι ἀρνοῦνται τὴν ὀρθοδοξία καὶ στέργουν3 τὴν αἵρεση, γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦν λίγο κ’ εὐτελὲς κέρδος;! Πόσοι γιὰ τὸν πλοῦτο ἀρνοῦνται καὶ αὐτὴ τὴν πίστη στὸν Χριστό, καὶ κατακρημνίζονται σὲ ἀλλόκοτα κι ἀσεβῆ δόγματα;! Ἀληθὴς λοιπὸν κι ἀναμφίβολος ὁ λόγος τοῦ θεηγόρου Παύλου: «Ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως», δηλαδή: καὶ μερικοὶ ποὺ κυριεύθηκαν ἀπ’ τὴν σφοδρὴ ἐπιθυμία της, περιπλανήθηκαν κι ἀπομακρύνθηκαν ἀπ’ τὴν πίστη4.

   Ἀλλὰ καὶ «ρίζα», λέγει ὁ ἴδιος Ἀπόστολος, «πάντων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία». Ρίζα ὅλων τῶν κακῶν; Τοῦτο φαίνεται πολύ. Ὅτι μὲν ὁ φιλάργυρος, γιὰ νὰ κερδήσει χρήματα, καὶ κατακρίνει, καὶ δολιεύεται, κι ἀπατᾶ, καὶ ψεύδεται, καὶ συκοφαντεῖ, κι ἁρπάζει, κι ἀδικεῖ, κ’ ἐπιβουλεύει, κ’ ἐπιορκεῖ, καὶ προδίδει σὲ θάνατο, κι ἄλλα πολλὰ ἁμαρτήματα πράττει, ἀληθὲς εἶναι καὶ βέβαιο· αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι ὅλα τὰ κακά, διότι πλὴν τούτων εἶναι κι ἄλλα πολλὰ ἁμαρτήματα. Πῶς λοιπὸν ἡ φιλαργυρία εἶναι ἡ ρίζα πάντων τῶν κακῶν; Ἡ μὲν ἁμαρτία δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ μόνο παράβαση τοῦ νόμου· ὁ δὲ νόμος ὅλος καὶ οἱ προφῆτες κρέμονται (πιάνονται, στηρίζονται) στὴν ἀγάπη· «ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ό νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται», δηλαδή: πάνω στὶς δυὸ αὐτὲς ἐντολὲς στηρίζονται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες5. Ὅλου δὲ τοῦ νόμου τὸ πλήρωμα εἶναι ἡ ἀγάπη· «πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη», δηλαδή: ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἐκπλήρωση καὶ τήρηση ὅλου τοῦ νόμου6. Πάντων λοιπὸν τῶν καλῶν ρίζα εἶναι ἡ ἀγάπη· διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς τὴν ἔσπειρε στὶς καρδιές μας. «Ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν», δηλαδή: ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχει πλούσια χυθεῖ καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μᾶς δόθηκε7. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα· τὰ κλαδιὰ ὅμως καὶ τὸ ἄνθος καὶ ὁ καρπός της εἶναι οἱ ἀρετές. Ἐὰν ἐκριζώσεις ἀπ’ τὴν γῆ τὸ ἥμερο δέντρο, ἡ γῆ σου τίποτ’ ἄλλο δὲν βλαστάνει εἰμὴ μόνον ἀγκάθια καὶ τριβόλους· ἐὰν ἐκριζώσεις ἀπ’ τὴν καρδιά σου τὴν ρίζα τῆς ἀγάπης, ὅλα τὰ ἔργα σου τίποτ’ ἄλλο δὲν εἶναι εἰμὴ μόνον ἀνομίες καὶ ἁμαρτίες.

   Καὶ ποιός εἶναι ’κεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ξερίζωσε ἀπ’ τὴν καρδιά του τὴν θεοφύτευτη ρίζα τῆς ἀγάπης; «Ὃς δ’ ἂν ἔχῃ», λέγει ὁ ἐπιστήθιος Ἰωάννης, «τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ’ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;», δηλαδή: ὅποιος ὅμως ἔχει τὸ βιὸς (τ’ ἀγαθά, τὸν πλοῦτο ὅλου) τοῦ κόσμου καὶ βλέπει τὸν ἀδελφό του νἄχει ἀνάγκη καὶ δὲν τὸν σπλαγχνισθεῖ, πῶς θἄχει μέσα του ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό;8. Τοῦτος λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος οὐδεὶς ἄλλος εἶναι εἰμὴ μόνον ὁ φιλάργυρος. Αὐτὸς ἔχει «τὸν βίον τοῦ κόσμου», δηλαδὴ τὰ χρήματα, τὸ χρυσάφι, τὸ ἀργύριο, τὸν πλοῦτο· αὐτὸς βλέπει τὸν ἀδελφό του τὸν φτωχό, τὸν πεινῶντα, τὸν διψῶντα, τὸν γυμνό, τὸν ξένο, τὸν ἀσθενῆ, καὶ κλείνει τὰ σπλάγχνα του, καὶ καθόλου δὲν τοὺς ἐλεεῖ· βλέπει αὐτὸς ἐνίοτε γυναῖκα χήρα πάμπτωχη, περικυκλωμένη ἀπὸ πολλὰ ἀνήλικα ὀρφανά, νὰ κλαῖνε ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ κραυγάζουν γιὰ τὴν γύμνωση· βλέπει ὀρφανὴ κ’ ἐγκαταλελειμμένη κόρη, νὰ κινδυνεύει γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς φτώχειας τὸν κίνδυνο τῆς σωφροσύνης (νὰ χάσει τὴν σωφροσύνη)· βλέπει χριστιανὸ ἄνθρωπο, βασανιζόμενο στὴν φυλακὴ καὶ στὰ δεσμὰ γιὰ τὶς δυστυχίες ποὺ ἐπακολουθοῦν στὴν ζωή, καὶ νὰ κινδυνεύει σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις τῆς πίστεως τὸν κίνδυνο (νὰ χάσει τὴν πίστη)· κ’ ἔχει τὸν πλοῦτο τοῦ κόσμου, καὶ δύναται νὰ θεραπεύσει τὰ ἐλεεινὰ τοῦτα πάθη καὶ νὰ σώσει ψυχὲς ἐκ θανάτου, ἀλλὰ κλείνει τ’ ἀνελεήμονα σπλάγχνα του, καὶ γίνεται τυφλός, καὶ κουφός, καὶ παράλυτος. Ποιός λοιπὸν ἀμφιβάλλει ὅτι ὁ φιλάργυρος ξερίζωσε ἀπ’ τὴν καρδιὰ τὴν ἀγάπη, ἤτοι τὴν ρίζα πάσης ἀγαθοεργίας;

   Καὶ μὴ στοχασθεῖτε ὅτι αὐτὸς δὲν ἀγαπᾶ μὲν τὸν ἀδελφό του, ἀγαπᾶ ὅμως τὸν Θεό, διότι τοῦτο εἶναι ἀδύνατον· «ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;», δηλαδή: ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του ποὺ εἶδε (καὶ βλέπει κάθε μέρα), πῶς εἶναι δυνατὸν ν’ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, τὸν ὁποῖο ποτὲ δὲν ἔχει δεῖ;9. Γυμνὴ εἶναι ἡ καρδιά του ἀπ’ τὴν ἀγάπη στὸν Θεό, καθὼς γυμνὴ εἶναι κι ἀπ’ τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον. Ὁ Θεὸς νομοθέτησε πόσο πρέπει νὰ τὸν ἀγαποῦμε· «ἀγαπήσεις, λέγει, Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου», δηλαδή: πρέπει ν’ ἀγαπᾶς Κύριο τὸν Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν διάνοια (τὸν νοῦ) καὶ μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη10. Τοῦ δὲ φιλάργυρου ὅλη ἡ καρδιά, ὅλη ἡ ψυχή, ὅλη ἡ διάνοια εἶναι ἀφιερωμένη στὸ χρυσάφι, κι ὅλη τὴν δύναμή του καταδαπανᾶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση τούτου. Γι’ αὐτό, ὄχι μόνον ὅλη, ἀλλ’ οὔτε κἂν μέρος τῆς ἀγάπης του δύναται ν’ ἀφιερώσει στὸν Θεό. Ἐπειδὴ λοιπὸν λείπει ἀπ’ τὴν καρδιά του ἡ ρίζα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων, διὰ τοῦτο ὅλα τὰ ἔργα του εἶναι πονηρὰ καὶ διεστραμμένα. Ἀκόμη κι ἂν τὸν βλέπεις ν’ ἀπέχει ἀπὸ κάποια ἁμαρτήματα, μὴ νομίσεις ὅτι ἀπέχει ἀπ’ αὐτά, ἢ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἢ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον· τέτοια ἀγάπη αὐτὸς δὲν ἔχει· ἀπέχει δὲ ἀπὸ τοῦτα γιὰ τὴν ἀγάπη στὸν χρυσό· φοβᾶται αὐτός, μήπως πράττοντας τὸ κακό, ἐμπέσει σὲ κρισολογίες11 (δηλ. δίκες), καὶ δαπανήσει ἢ τὸ ὅλον, ἢ μέρος τοῦ πλούτου του. Κ’ ἔτσι, οὔτε τούτη ἡ ἀποχὴ τοῦ κακοῦ, διὰ τὸν κακὸ σκοπό του, λογίζεται ἀρετή· ἐπειδὴ τὸ καλὸ δὲν εἶναι καλό, ὅταν ὄχι καλῶς, δηλαδὴ ὅταν δὲν γίνεται μὲ καλὸ σκοπό.

   Καὶ γιὰ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο, γυμνὸ τῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς τοῦ πλησίον ἀγάπης, γυμνὸ πάσης ἀρετῆς κ’ ἐργάτη πάντων τῶν κακῶν, ποιά ἐλπίδα (ὑπάρχει) σωτηρίας; Ἡ διόρθωση καὶ ἡ μετάνοια, αὐτὴ μόνη εἶναι ἡ ἐλπίδα ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἀλλ’ ἔχουμε ἆραγε παράδειγμα μετανοίας καὶ διορθώσεως ἀνθρώπου φιλάργυρου; Σωφρονίστηκαν πόρνες, δικαιώθηκαν τελῶνες, διορθώθηκαν ληστές, ἐπέστρεψαν ἀσεβεῖς, μετανόησαν διῶκτες· φιλάργυρος ὅμως οὐδέποτε φάνηκε οὔτε διορθωμένος οὔτε μετανοημένος. Ἕνα παράδειγμα ἔχουμε, τὸ ὁποῖο ὅποιος συλλογισθεῖ, φρίττει κι ἀπελπίζεται· ὁ Ἰούδας ὁ φιλάργυρος μετανόησε· «μεταμεληθείς», λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, «ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις», δηλαδή: μετανόησε κ’ ἐπέστρεψε τὰ τριάντα ἀργύρια στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς πρεσβύτερους· μετανόησε, ἐξομολογήθηκε, ἔριξε τ’ ἀργύρια, φώναξε τὸ ἥμαρτον· «ἥμαρτον», εἶπε, «παραδοὺς αἷμα ἀθῷον… καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε», δηλαδή: ἁμάρτησα, διότι παρέδωσα αἷμα ἀθῶο… κι ἀφοῦ ἔριξε τ’ ἀργύρια μέσα στὸν ναὸ ἔφυγε. Ἀλλὰ ποιός ὁ καρπὸς τῆς ψευτομετανοίας του; «Καὶ ἀπελθών», λέγει ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής, «ἀπήγξατο», δηλαδή: καὶ πῆγε κι ἀπαγχονίσθηκε12. Ὢ συμφορὰ ἀνείκαστη! ὢ δυστυχία ἀπαρηγόρητη! ὢ κακὸ ὑπέρτερο ὅλων τοῦ κόσμου τῶν κακῶν! Οὔτε ἡ μετάνοια ποὺ θεραπεύει πᾶσαν ἁμαρτία ὠφελεῖ τὸν φιλάργυρο. Ἡ μετάνοια κάθε ἁμαρτωλοῦ, ἐπειδὴ εἶναι μετάνοια ἀληθινή, φέρνει σ’ αὐτὸν τὴν γιατρειὰ καὶ τὴν ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν του· ἡ μετάνοια τοῦ φιλάργυρου, ἐπειδὴ δὲν εἶναι μετάνοια τῆς ψυχῆς ἀλλὰ θυμὸς σωματικός, φέρνει σ’ αὐτὸν ἀγχόνη κι ἀπελπισμό.

   Βλέπε δὲ φιλανθρωπία Θεοῦ· γνωρίζει αὐτὸς πόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας, καὶ πόση βλάβη προξενεῖ αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο· γνωρίζει ὅτι ἡ φιλαργυρία εἶναι ἀσθένεια ἀθεράπευτη· γι’ αὐτὸ μᾶς παρέδωσε τὸ κατ’ αὐτῆς προφυλακτικὸ βότανο· βότανο ἰσχυρό, ἐνεργητικό, ἅγιο· βότανο, τὸ ὁποῖο ὅποιος μετέρχεται, μένει ἀβλαβὴς κι ἀνεπηρέαστος ἀπ’ τὴν καταδυναστεία καὶ τὸν ὄλεθρο τῆς φιλαργυρίας. «Μὴ μεριμνᾶτε», εἶπε, «τῇ ψυχῇ ἡμῶν», δηλαδή: μὴ φροντίζετε γιὰ τὴν ζωή σας13. Καὶ γιὰ νὰ μὴ ἔχει κανεὶς οὔτε μικρὴ πρόφαση νὰ περιπλέκει τὸν ἑαυτό του στὶς σωματικὲς μέριμνες καὶ ν’ ἀφιερώνει ὅλες τὶς φροντίδες του γιὰ τὸν θησαυρισμὸ τοῦ πλούτου, ἔτι περισσότερο φιλανθρωπευσάμενος (μὲ περισσότερη ἀκόμη φιλανθρωπία), ὑποσχέθηκε κ’ εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», ἀφιερῶστε ὅλη τὴν μέριμνά σας γιὰ τὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς, κι ὁ Θεὸς θὰ δώσει ὡς προσθήκη ὅλα ὅσα ἔχετε ἀνάγκη. «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν», δηλαδή: ζητεῖτε πρῶτα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θέλημά του, κι ὅλα αὐτὰ (τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ) θ’ ἀκολουθήσουν καὶ θὰ σᾶς δοθοῦν14.

   Ἄθλιοι λοιπὸν φιλάργυροι κι ἀνόητοι, ἐσεῖς σπουδάζετε γιὰ τὸ χρυσάφι, γιὰ νὰ δουλεύει, ὅπως λέτε, στὶς ἀνάγκες σας· καὶ ἡ μὲν ἀνάγκη καθ’ ἑκάστην ὥρα ἔρχεται, ἐσεῖς ὅμως, δουλεύοντας σ’ αὐτό, οὔτε νὰ τὸ ἀγγίξετε τολμᾶτε. Ἐσεῖς μὲ τόση σπουδὴ συνάζετε τ’ ἀργύρια, γιὰ νά ’χετε ἀνάπαυση, κι αὐτὰ «περιπείρουσιν ὑμᾶς» σᾶς καρφώνουν καὶ πληγώνουν μὲ πολλὰ βάσανα. Αὐτὸ τὸ ἀργύριο, τὸ ὁποῖο ἐσεῖς προσκυνεῖτε καὶ νομίζετε φύλακά σας καὶ προστάτη καὶ πάσης ἀνάγκης λυτρωτή, αὐτὸ σᾶς προξενεῖ πειρασμοὺς καὶ παγίδες, καὶ γεννᾶ πολλὲς ἄλογες καὶ βλαβερὲς ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες σᾶς καταποντίζουν στὸν βυθὸ τοῦ ἀφανισμοῦ καὶ τῆς ἀπώλειας. «Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν», λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο διὰ στόματος τοῦ Παύλου, «ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν», δηλαδή: ὅσοι ὅμως θέλουν νὰ πλουτίσουν, πέφτουν στὸν πειρασμὸ καὶ στὴν παγίδα καὶ σὲ πολλὲς ἐπιθυμίες ἀνόητες καὶ βλαβερές, οἱ ὁποῖες βυθίζουν τοὺς ἀνθρώπους στὴν καταστροφὴ καὶ στὴν ἀπώλεια15. Καὶ ποιός εἶναι τοῦτος ὁ ὄλεθρος; Καὶ ποιός ἄλλος εἰμὴ ἡ ἀποπλάνηση (ἀπομάκρυνση) ἀπὸ τὴν πίστη; Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὀλιγόπιστος, γιὰ νὰ μὴ πῶ ἄπιστος, καθότι δὲν πιστεύει στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ὑπόσχεται σ’ αὐτὸν πάντα τὰ πρὸς τὴν ἀνάγκη. «Καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»16. Καὶ ποιά εἶναι ἡ ἀπώλεια; Καὶ ποιά ἄλλη εἰμὴ ἡ ἀμετανοησία κι ὁ ἀπελπισμός;

   Ἀλλ’ ἐγὼ μετανοῶ, λές, στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μου· ἀλλὰ γνωρίζεις ἆραγε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου; Ἔστω· προγνωρίζεις, ὅτι αὔριο πεθαίνεις· ἀλλὰ μπορεῖς τότε νὰ λύσεις τὴν ἀγάπη σου ἀπ’ τὸν πολυχρόνιο δεσμὸ τῆς δέσποινάς σου τῆς φιλαργυρίας, καὶ νὰ τὴν μεταφέρεις ὅλη στὸν Θεό; Δύνασαι ἆραγε τότε ν’ ἀγαπήσεις τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης καρδίας, καὶ ψυχῆς, καὶ διανοίας, καὶ ἰσχύος; Καὶ ποιός πείθεται ὅτι σὲ μία ὥρα ἢ σὲ λίγες στιγμὲς καιροῦ μπορεῖς νὰ μεταβάλεις τὴν τόσο πολυχρόνια ἕξη, ἡ ὁποία ἔγινε σχεδὸν φύση; Ἐγὼ φοβοῦμαι ὅτι γιὰ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας δὲν ὑπάρχει μάλαγμα (κατάπλασμα, ἀλοιφή), οὔτε ἔλαιο, οὔτε κατάδεσμος (ἐπίδεσμος)· μόνο προφυλακτικὰ (φάρμακα) εἶναι κατ’ αὐτῆς κραταιὰ καὶ ἰσχυρὰ σφόδρα. Ποιά εἶναι τοῦτα; Καὶ ποιά ἄλλα, εἰμὴ μόνον ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα παρέδωσε σ’ ἐμᾶς ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν; Ἰδοὺ τὰ κατὰ τῆς φιλαργυρίας προφυλακτικὰ βότανα: «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν», καὶ τὰ λοιπὰ λόγια, ὅσα στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε. «Ὁ ποιῶν ταῦτα, οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα», δηλαδή: ὁ ἄνθρωπος ποὺ πράττει αὐτά, δὲν θὰ σαλευθεῖ ποτὲ οὔτε κ’ ἐνώπιον τῶν μεγαλύτερων κινδύνων17.


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 155–160. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Β΄ Κορ. ιβ΄ 2, 4.

2. Α΄ Τιμόθ. στ΄ 10.

3. Στέργουν: συγκατανεύουν, συναινοῦν, ἀποδέχονται, τρέχουν πρός.

4. Α΄ Τιμόθ. στ΄ 10.

5. Ματθ. κβ΄ 40.

6. Ρωμ. ιγ΄ 10.

7. Ρωμ. ε΄ 5.

8. Α΄ Ἰωάν. γ΄ 17.

9. Α΄ Ἰωάν. δ΄ 20.

10. Μάρκ. ιβ΄ 30.

11. Κρισολογία: δικαστικὴ διαδικασία ἢ περιπέτεια, δίκη.

12. Ματθ. κζ΄ 3-5.

13. Ματθ. στ΄ 25.

14. Ματθ. στ΄ 33.

15. Α΄ Τιμοθ. στ΄ 9.

16. Ματθ. στ΄ 33.

17. Ψαλμ. ιδ΄ 5.