Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Ὁ ἅγιος μάρτυς Σώζων




Ὁ ἅγιος μάρτυς Σώζων

Ἑορτάζει τὴν ζ΄ () Σεπτεμβρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ἀντεῖχε Σῴζων σώματος πρὸς αἰκίας,

πρὸς τὸν μόνον σῴζοντα τὴν ψυχὴν βλέπων.

Ἑβδομάτῃ Σῴζων θάνε, τυπτόμενος χρόα λαμπρόν.


   ἅγιος Σώζων καταγόταν ἀπὸ τὴν Λυκαονία (ἡ ὁποία εἶναι μέρος τῆς Καππαδοκίας δηλαδὴ Καραμανίας καὶ νεύει πρὸς νότο κατὰ τὴν Κιλικία) ἀκμάσας ἐν ἔτει σπη΄ (288)· νέος κατὰ τὴν ἡλικία, ἔγινε βοσκὸς ἀλόγων προβάτων, ἀλλὰ στὸν ἴδιο καιρὸ ἦταν καὶ βοσκὸς λογικῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ μὲ τὸν λόγο καὶ διδασκαλία του πολλοὺς ἀπίστους ἔφερε στὴν λογικὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ λαμβάνοντας θάρρος στὴν ψυχή του ἀπὸ μία θεία ὀπτασία τὴν ὁποία εἶδε καὶ τὸν παρακινοῦσε νὰ παρρησιασθεῖ ὅτι εἶναι Χριστιανός, καὶ διδαχθεὶς ἄλλα πολλὰ ἀπὸ τὴν ὀπτασία ἐκείνη, κατεβαίνει στὴν Πομπηούπολη τῆς Κιλικίας· καὶ μὴ ὑποφέροντας νὰ βλέπει τὴν πλάνη, τὴν ὁποία εἶχαν στὰ εἴδωλα οἱ πολῖτες ἐκείνης, πηγαίνει κρυφὰ στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ κόβει τὸ δεξὶ χέρι ἑνὸς χρυσοῦ εἰδώλου, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, κι ἀφοῦ τὸ πούλησε, βοήθησε πολλοὺς φτωχούς. Ἐπειδὴ ὅμως ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας πολλοὶ ἄνθρωποι ἀδίκως συκοφαντοῦνταν καὶ βασανίζονταν σκληρά, ὡς κλέφτες τοῦ χεριοῦ τοῦ εἰδώλου, τούτου χάριν ὁ ἀνδρειότατος Σώζων, σπλαγχνιζόμενος τοὺς ἀδίκως πάσχοντας, ἀλλὰ καὶ θέλοντας νὰ παρρησιάσει τὴν εὐσέβεια, φανερώνει αὐτὸς ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του στοὺς ὑπηρέτες τοῦ ναοῦ, ὁμολογήσας ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πράξας τὸ τόλμημα τοῦτο.

   Εὐθὺς λοιπὸν φέρεται στὸ κριτήριο καὶ παρουσιάζεται μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα τῆς Κιλικίας, ποὺ ὀνομαζόταν Μαξιμιανός· διαλεγόμενος μὲ αὐτόν, καὶ ἀποκρινόμενος μὲ πολλὲς σοφὲς ἀποκρίσεις σὲ ὅσα ρωτήθηκε, ἄναψε τὸν θυμὸ τοῦ ἡγεμόνα μὲ τοὺς ἐλέγχους· τούτου ἕνεκα, πρῶτον μὲν ξύνεται μὲ σιδηρᾶ νύχια, ὥστε ἔφθασε ἡ βάσανος ἕως καὶ σ’ αὐτὰ τὰ κόκκαλα, κ’ ἔπειτα ὑποδεθεὶς μὲ ὑποδήματα σιδηρᾶ, τὰ ὁποῖα εἶχαν περασμένα καρφιά, ἀναγκάζεται νὰ περπατᾶ μὲ αὐτά· καὶ τοῦτο μὲ χαρὰ τὸ ἔκαμε ὁ γενναιότατος ἀθλητής, εἰς τρόπον ὥστε ὅλη ἡ ἐκεῖ πλησίον γῆ κοκκίνησε ἀπ’ τὸ αἷμά του. Καὶ τέλος πάντων, τόσο πολὺ δαρμὸ ἔλαβε ὁ ἀοίδιμος, ὥστε κατατσακίσθηκαν μὲν ὅλες οἱ ἁρμονίες τοῦ σώματός του· φάνηκαν δὲ καὶ αὐτὰ τὰ ἐσωτερικὰ σπλάγχνα του, κι ἔτσι παρέδωκε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

   Μετὰ δὲ τὸν θάνατό του ἄναψαν οἱ δήμιοι φωτιὰ μεγάλη, γιὰ νὰ κατακάψουν ὅσα μέλη τοῦ μάρτυρα ἔμειναν, ἀλλὰ τότε γίνεται παραδόξως μία φοβερὴ βροντὴ ἀπ’ τοὺς οὐρανούς, καὶ μετὰ τὴν βροντὴ γίνεται καὶ ραγδαία βροχὴ μαζὶ καὶ χαλάζι· καὶ τοῦτα γενόμενα, τοὺς μὲν δημίους διασκόρπισαν στὸ ἕνα καὶ στ’ ἄλλο μέρος, σὲ κάποιους ὅμως φιλομάρτυρες Χριστιανοὺς ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία νὰ συμμαζώξουν τὰ μαρτυρικὰ λείψανα, τὰ ὁποῖα ἔλαμπαν τὴν νύκτα μὲ λαμπρότατο καὶ παράδοξο φῶς· κ’ ἔτσι ἐνταφίασαν αὐτὸ φιλοτίμως κ’ εὐλαβῶς εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ εἰς τιμὴν τοῦ μάρτυρος.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 1ος, σελ. 97-99. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).