Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Ἡ ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ




Ἡ ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ

Ἑορτάζει τὴν ια΄ (11η) Σεπτεμβρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Καὶ σχῆμα καὶ νοῦν ἀῤῥενοῖ Θεοδώρα,

Καὶ τὸν μέγαν νοῦν αἰσχύνει πρὸ τοῦ τέλους.

Ἑνδεκάτῃ πύματον Θεοδώρα ὕπνον ἰαύει.


   Καθὼς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὁμοιώθηκε μὲ δέκα παρθένους, ὅπως λέγει τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ στὴν νέα διαθήκη τοῦ Εὐαγγελίου, τοιουτοτρόπως καὶ δέκα γυναῖκες ὁμοιωθεῖσες μὲ σχῆμα ἀνδρικό, σύντριψαν τὰ κέντρα τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου. Μία ἀπ’ αὐτὲς τὶς δέκα ἦταν καὶ ἡ σήμερα ἑορταζομένη Θεοδώρα, ποὺ ἔχει τὸ ὄνομα ὡς δῶρο Θεοῦ. Αὐτὴ λοιπὸν καταγόταν ἀπ’ τὴν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας στοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ζήνωνος ἐν ἔτει υοβ΄ (472)· ἦταν συζευγμένη μὲ νόμιμο ἄνδρα, καὶ ζοῦσε εὔτακτη ζωὴ καὶ ἀκατηγόρητη. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ φθόνο τοῦ μισόκαλου διαβόλου ἔπεσε κρυφὰ σὲ μοιχεία, ἀποφάσισε νὰ ζητήσει καὶ νὰ βρεῖ τὴν σωτηρία της. Κι ὅταν ἄκουσε τὰ Εὐαγγελικὰ λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα διδάσκει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν εἶναι κανένα κρυπτό, τὸ ὁποῖο νὰ μὴ γίνει φανερὸ στὰ ὕστερα, «οὐκ ἔστι κρυπτόν, ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται»1· τούτου χάριν, καθὼς στοχάσθηκε τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἔκαμε, βδελύχθηκε τὴν ἁμαρτία αὐτὴ σὰν ἕνα σίχαμα καὶ μιὰ ἀκαθαρσία· καὶ λοιπὸν ἀπορρίπτοντας τὴν γυναικεία ἐνδυμασία, λαμβάνει τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν, καὶ ἀντὶ Θεοδώρας, μετονομάζεται Θεόδωρος. Καὶ μεταβαίνοντας σὲ μοναστῆρι ἀνδρῶν, μετανοοῦσε κι’ ἔκλαιγε τὴν ἁμαρτία της.

   Κι ἀφοῦ πέρασε ἡ μακαρία δύο ὁλόκληρους χρόνους κοπιάζοντας μὲ βαρειὲς δουλειὲς καὶ ἀγωνιζόμενη στὸ νὰ σηκώνει τὰ χρειαζόμενα πράγματα τοῦ μοναστηριοῦ· ἀπὸ φθόνο τοῦ ψυχοφθόρου διαβόλου συκοφαντήθηκε ἀπὸ κάποιους κακότροπους ὅτι πόρνευσε μὲ μία γυναῖκα· ἔφεραν λοιπὸν αὐτοὶ ἕνα βρέφος καὶ τὸ ἔρριξαν ἔξω στὴν θύρα τοῦ μοναστηριοῦ, διαβάλλοντας ψευδῶς, ὅτι ἦταν δικό της. Τούτου χάριν ἡ ἀοίδιμος Θεοδώρα δεχόμενη τὴν συκοφαντία αὐτὴ ὡς ἀληθῆ, πῆρε τὸ βρέφος καὶ τὸ ἀνέτρεφε γνησίως, σὰν νὰ ἦταν δικό της· διότι σπούδαζε (φρόντιζε) ἡ τρισολβία νὰ κρύψει τὸν ἑαυτό της, ὅτι ἦταν γυναῖκα· κι ἀφοῦ καρτέρησε (ὑπέμεινε) ἔξω τοῦ μοναστηριοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ κανόνα τῆς ἁμαρτίας της ἑπτὰ ὁλόκληρους χρόνους, παλεύοντας μὲ τὴν ψύχρα τοῦ χειμῶνα, μὲ τὸ καῦμα τοῦ θέρους, καὶ μὲ χαμευνίες2, μόλις καὶ μετὰ βίας ὕστερα μπῆκε μέσα στὸ μοναστῆρι.

   Ἀπὸ τότε λοιπὸν καταξηραίνοντας τὸ σῶμά της μὲ συχνὲς προσευχές, μὲ κόπους, μὲ ὁλονύκτιες στάσεις καὶ ἀγρυπνίες, καὶ κατανοῶντας τὴν κληρονομία τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἔφθασε σ’ ἐκεῖνο τὸν σκοπὸ καὶ τὸ τέλος, τὸ ὁποῖο ἀγαποῦσε· διότι ἀληθῶς φοβερὸ θαῦμα, ἀκολούθησε σὲ τούτη τὴν ἁγία, τὸ ὁποῖο ποιὸς νὰ μὴ θαυμάσει; Ἐπειδὴ αὐτὴ γυναῖκα οὖσα κατὰ φύσιν, ἔζησε μαζὶ μὲ ἄνδρες χωρὶς νὰ γνωρισθεῖ. Καὶ στὸ μέσο τοῦ σταδίου τῆς ἀσκήσεως εὑρισκομένη, ἀγωνιζόταν ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες, κι’ ἔλαμπε ἀσκητικῶς ὡς μέγας φωστήρ. Διὰ τοῦτο φορτωμένη ἀπὸ τοὺς ἄξιους μισθοὺς τῶν κόπων της, ἀνέβηκε μὲ χαρὰ στὸν ποθεινό της νυμφίο Χριστό· οἱ δὲ μοναχοὶ βλέποντας τοῦτο τὸ παράδοξο θαῦμα, ἐξέστησαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό3.


Ταῖς Αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 1ος, σελ. 119-121. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Λουκ. η΄ 17.

2. χαμευνία: τὸ νὰ κοιμᾶται κανεὶς καταγῆς.

3. Σημείωσαι, ὅτι τὸ Συναξάρι τοῦτο τῆς ἁγίας εἶναι γραμμένο διὰ στίχων Ἰαμβικῶν, τόσο στὸ χειρόγραφο, ὅσο καὶ στὸν τυπωμένο Συναξαριστή, ἀπ’ ὅπου καὶ μεταφράσθηκε.