Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (σχόλια) ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ




ΕΡΜΗΝΕΙΑ (σχόλια)

ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΣΥΝΑΓΩΓΟΥ

καὶ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΗΣ

 

Ἁγίου Θεοφυλάκτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας*


Κείμενο: Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνήρ1, ᾧ ὄνομα ᾽Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾽ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.

Ἐξήγηση: Προσῆλθε λοιπὸν καὶ ἕνας ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, ὄχι κάποιος παραμικρός, ἢ φτωχός, ἀλλ’ ἀπ' τοὺς πρώτους. Προσθέτει δὲ καὶ τὸ ὄνομά του ὁ Εὐαγγελιστής, γιὰ νὰ γίνει γνωριμώτερο τὸ θαῦμα, ὅτι ἀληθινὸ εἶναι. Καὶ προσπέφτει τοῦτος στὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ εἶχε ἀνάγκη, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νἄχει ἀνάγκη ἔπρεπε νὰ προσπέσει καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσει πὼς εἶναι Θεός. Ὅμως καὶ ἡ θλίψη πολλὲς φορὲς ἀναγκάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δράμουν (τρέξουν) πρὸς τὸ καλό. Γι’ αὐτὸ λέγει καὶ ὁ Δαβίδ, «ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαις τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σέ»2, δηλαδή, ἂς σφίξεις μὲ τὸ χαλινάρι τῶν θλίψεων καὶ μὲ τὶς πολλὲς τιμωρίες ἂς περιορίσεις τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μένουν ἀμετανόητοι καὶ δὲν θέλουν νὰ πλησιάσουν πρὸς σέ. Καὶ καθὼς πήγαινε ὁ Ἰησοῦς στὸ σπίτι τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ἦλθε κάποια γυναῖκα, ἡ ὁποία ἔδειξε μεγάλη πίστη· διότι μόλις ἦλθε, ἔπιασε τὴν ἄκρη τῆς ποδιᾶς του, ἀφοῦ πίστευε βεβαίως, ὅτι ἐὰν καὶ μόνο πιάσει τὸ φόρεμά του, θὰ γιατρευτεῖ. Καὶ παρευθὺς σταμάτησε τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεχε ἀπ’ αὐτὴν δώδεκα χρόνια. Καὶ ὅπως ὅταν προσεγγίσει (πλησιάσει) κάποιος τὸ μάτι στὸ φῶς, ἢ φρύγανα σὲ φωτιά, ἀμέσως ἐνεργοῦν, ἔτσι κι αὐτή, ἔχοντας νὰ προσφέρει πίστη σ’ Ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τὴν δύναμη νὰ τὴν γιατρέψει, παρευθὺς γιατρεύτηκε· διότι δὲν συλλογίσθηκε τίποτε, οὔτε τὴν πολυκαιρία τῆς ἀρρώστιας, οὔτε τὸ ὅτι δὲν μπόρεσαν οἱ ἰατροὶ νὰ τὴν γιατρέψουν, οὔτε ἄλλο τίποτε· ἀλλὰ μόνο πίστεψε, καὶ γιατρεύτηκε, καὶ ὅπως φαίνεται, πρῶτα ἔπιασε τὸν Ἰησοῦ νοητῶς (μὲ τὴν καρδιά της), καὶ μετὰ σωματικῶς.

Κείμενο: Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μου τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾽ ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾽ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

Ἐξήγηση: Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ δείξει σ’ ὅλους καὶ τὴν πίστη τῆς γυναῖκας, γιὰ νὰ γίνουν μιμητές της, καὶ γιὰ νὰ δώσει καὶ πρὸς τὸν Ἰάειρο, ἀγαθὲς ἐλπίδες, πὼς θὰ γιατρευθεῖ καὶ ἡ θυγατέρα του, γιὰ τοῦτο φανερώνει ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε κρυφὰ κ’ ἐξετάζει ποιὸς εἶναι ποὺ τὸν ἔπιασε. Κι ὁ Πέτρος ὡς τολμηρὸς (ποὺ εἶναι), τὸν μέμφεται γιὰ τὴν ἐρώτηση λέγοντας: Τόσο πλῆθος σὲ στρυμώχνουν, καὶ λὲς ποιὸς μ’ ἔπιασε; Καὶ δὲν γνώριζε τί (ἀκριβῶς) ρωτάει ὁ Κύριος· διότι ὁ Ἰησοῦς ρωτοῦσε «τίς ὁ ἁψάμενός μου», δηλαδὴ ποιὸς μ’ ἔπιασε μὲ πίστη, καὶ ὄχι ἔτσι ἁπλῶς· διότι, ὅπως ἔχει κάποιος αὐτιὰ καὶ ἀκούει, κι ἄλλος ἔχει αὐτιὰ καὶ δὲν ἀκούει, ἔτσι ἄλλος μὲν πιάνει μὲ πίστη, ἄλλος δὲ σιμώνει μὲν καὶ ἀγγίζει σωματικῶς, ἡ δὲ καρδιά του, μακρὰν ἀπέχει. Ρωτάει λοιπὸν ὁ Κύριος, ἂν καὶ ἤξερε τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ καθὼς τὸ προεῖπα, γιὰ νὰ δείξει σ’ ὅλους τὴν πίστη της, καὶ γιὰ νὰ δώσει στὸν Ἀρχισυνάγωγο ἀγαθὲς ἐλπίδες, (γι’ αὐτὸ) ρωτάει καὶ φανερώνει τὴν γυναῖκα. Καὶ λέγει πρεπόντως: Γνώρισα δύναμη ποὺ βγῆκε ἀπὸ μένα· διότι οἱ μὲν Προφῆτες δὲν εἶχαν δύναμη ποὺ νὰ βγαίνει ἀπ’ αὐτούς, ἀλλὰ θαυματουργοῦσαν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ· ὁ δὲ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ εἶναι πηγὴ καὶ βρύση παντὸς ἀγαθοῦ, καὶ πάσης δυνάμεως, ἔχει καὶ δυνάμεις ποὺ βγαίνουν ἀπ’ αὐτοῦ. Καὶ γιατρεύει διπλῶς τὴν γυναῖκα ὁ Κύριος· πρῶτα μὲν ἴασε τὴν ἀσθένειά της, ἔπειτα δὲ καταπράϋνε καὶ τὸν τρόμο τῆς ψυχῆς της, μὲ τὸ νὰ πεῖ πρὸς αὐτήν· «θάρσει θύγατερ», δηλ. ἔχε θάρρος, θυγατέρα μου.




Κείμενο: Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

Ἐξήγηση: Ὁ Ἰησοῦς ἐπειδὴ ἄκουσε ποὺ ἔλεγε κάποιος πρὸς τὸν Ἀρχισυνάγωγο, ὅτι «μὴ βάνεις τὸν διδάσκαλο σὲ κόπο, διότι ἡ θυγατέρα σου πέθανε»· δὲν περίμενε τὸν Ἀρχισυνάγωγο νὰ λαλήσει κάτι πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ τὸν πρόφτασε, γιὰ νὰ μὴ πεῖ ὁ Ἀρχισυνάγωγος: «δὲν σὲ χρειάζομαι (πλέον), διότι ἰδοὺ ποὺ ἔγινε τὸ κακό, ἰδοὺ πέθανε κείνη ποὺ θαρρούσαμε ὅτι θὰ γιατρευθεῖ». Γιὰ νὰ μὴ πεῖ λοιπὸν τίποτε τέτοιο, (διότι ἦταν ἄπιστος, καὶ Ἰουδαῖος), τὸν προφθάνει ὁ Χριστὸς καὶ λέει: «μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε»· στοχάσου, λέει, τὴν γυναῖκα ποὺ τῆς ἔτρεχε τὸ αἷμα, ἐκείνη μιμήσου στὴν πίστη, καὶ δὲν θ’ ἀστοχήσεις (θὰ πετύχεις τὸν στόχο σου). Καὶ μόνο τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο ἀφήνει νὰ ἔλθουν μέσα στὸ σπίτι μαζί του, ὡς προκρίτους τῶν μαθητῶν, κ’ ἐπειδὴ μποροῦσαν ν’ ἀποσιωπήσουν τὸ θαῦμα. Διότι δὲν ἤθελε νὰ φανερωθεῖ στοὺς πολλούς, προτοῦ ἔρθει ὁ καιρός, καὶ λόγῳ τοῦ φθόνου τῶν Ἰουδαίων, τὰ περισσότερα ἔργα του τὰ ἔκρυβε, γιὰ νὰ μὴ καίγονται ἀπ’ τὸν φθόνο τους κι ἔχουν περισσότερη ἁμαρτία. Ὁμοίως, λοιπόν, πρέπει νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς, ὅταν μᾶς φθονοῦν κάποιοι, δὲν πρέπει νὰ ξεφανερώνουμε σ’ αὐτοὺς τὰ κατορθώματά μας· γιὰ νὰ μὴ τοὺς κάνουμε καὶ μᾶς φθονοῦν περισσότερο, καὶ τοὺς βάλουμε σὲ περισσότερη ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ σπουδάζουμε (φροντίζουμε) ὅσο μποροῦμε νὰ τοὺς λανθάσωμε (νὰ διαφύγουμε τῆς προσοχῆς τους ὥστε νὰ μὴ γίνουμε ἀντιληπτοί). Καὶ λέγοντας ὁ Κύριος, ὅτι «δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται», καὶ ὀνομάζοντας τὸν θάνατο ὕπνο, διότι ἔμελλε ν’ ἀναστήσει τὴν πεθαμένη σὰν ἀπ’ τὸν ὕπνο, τὸν ἀναγελοῦσαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουγαν, γιὰ νἆναι τὸ θαῦμα θαυμαστότερο. Διότι, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν νὰ λέγουν ὕστερα, ὅτι δὲν πέθανε ἀλλὰ κοιμόταν, διὰ τοῦτο οἰκονόμησε (ἐπέτρεψε) νὰ καταγελαστεῖ πρότερον, μὲ τὸ νὰ λέει, ὅτι δὲν πέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται· γιὰ νὰ φραχθοῦν τὰ στόματα ἐκείνων ποὺ θέλουν νὰ συκοφαντοῦν. Διότι ἦσαν τόσο βέβαιοι ὅτι πέθανε, ὥστε καὶ τὸν περιγελοῦσαν ὅταν ἔλεγε ὅτι δὲν πέθανε. Καὶ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, γιὰ νὰ μᾶς παιδεύσει (διδάξει), νὰ μὴν ἀγαποῦμε τὴν δόξα, μηδὲ νὰ κάνουμε τίποτε πρὸς ἐπίδειξη. Καὶ διδάσκοντας μας, ὅτι ὅταν μέλλει κανεὶς νὰ θαυματουργεῖ, δὲν πρέπει νὰ εἶναι μέσα στοὺς πολλούς, ἀλλὰ κατὰ μόνας, καὶ ἥσυχος. Ἐπέστρεψε λοιπὸν τὸ πνεῦμα τῆς κόρης, διότι δὲν ἔβαλε ἄλλη ψυχή, ἀλλ’ ἐκείνη ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὸ κορμί της, ἐκείνη ἔκαμε νὰ στραφεῖ σὲ αὐτό. Πρόσταξε δὲ νὰ τῆς δώσουν νὰ φάει, πρὸς πίστωση περισσότερη κι ἐπιβεβαίωση ὅτι ἀληθῶς ἀναστήθηκε.

   Μπορεῖς δὲ νὰ τὰ νοήσεις κι ἔτσι αὐτά: Αἱμόρρους εἶναι κάθε ψυχὴ ποὺ ἀναβρύει καὶ πηγάζει τὴν αἱματώδη καὶ φονευτικὴ ἁμαρτία. Διότι κάθε ἁμαρτία εἶναι φονιὰς καὶ σφαγέας τῆς ψυχῆς. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ψυχή, ἐὰν πιάσει τὰ ἐνδύματα τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδὴ τὴν σάρκωση αὐτοῦ, καὶ πιστέψει ὅτι σαρκώθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιατρεύεται. Ἐὰν καὶ ἀρχισυνάγωγος εἶναι κάποιος, δηλαδή, νοῦς ποὺ κυριεύει πολλά, μὲ τὸ νὰ συνάγει ἀπὸ πλεονεξία καὶ νὰ τὰ κρατεῖ· κι ἀρρωσταίνει ἡ θυγατέρα του, δηλαδὴ ἡ διάνοιά του· ἂς προσκαλέσει (κι ἐπικαλεσθεῖ) μόνο τὸν Ἰησοῦ, καὶ ἂς πιστέψει, καὶ θὰ γιατρευθεῖ ἡ διάνοιά του.



* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΑ ΤΕΣΣΑΡΑ ΙΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ», Λειψία τῆς Σαξονίας (αψξα΄) 1761, σελ. 239-241. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευὴ καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)

 

 

1. Mατθ. θ΄ 18-26, καὶ Μᾶρκ. ε΄ 22-43.

2. Ψαλμ. λα΄ 9.