Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Θεοῦ




Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Θεοῦ


† Παναγιώτου Κ. Χρήστου*

 Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου


   Οἱ σχέσεις μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μποροῦν νὰ παρασταθοῦν σχηματικῶς διὰ δύο συνεχῶν ρευμάτων, παραλλήλων καὶ ἐφαπτομένων, ἀλλὰ φερομένων ἀντιστρόφως. Τὸ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ κατάβαση τοῦ Θεοῦ πραγματοποιουμένη σὲ ποικίλες φάσεις καὶ τὸ ἄλλο ἡ ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου πραγματοποιουμένη ὁμοίως σὲ ποικίλες φάσεις. Κατάβαση εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, μία θεία κίνηση πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάβαση εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, μία ἀνθρώπινη κίνηση πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ συναντᾶ τὴν ἀποκάλυψη.

   Ἡ ἐπιδίωξη τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν ἀναζήτηση ἀποδείξεων περὶ τοῦ Θεοῦ. Δὲν χρειάζεται ὁ Θεὸς ἀπόδειξη, ἐνῶ ὅσα προῆλθαν στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ μηδέν, ὅσα ὑπάρχουν σήμερα καὶ αὔριο ἀφανίζονται, χρειάζονται ἀπόδειξη περὶ τῆς ὑπάρξεώς των. Ποιοῦ εἴδους ἀπόδειξη θὰ χρειαζόταν τὸ ἀεὶ Ὂν; Σ’ αὐτὸν δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσωμε ἀποδεικτικῶς τὶς κατηγορίες, τὶς πρῶτες ἀρχές, τὰ ἀξιώματα, διότι ὁ ἴδιος εἶναι πρώτη ἀρχή, εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια ποὺ περικλείει τὴν ἀπόδειξη μέσα της1 καὶ καλεῖ σὲ ἀναγνώριση· ἔτσι βασικῶς ὁ Θεὸς δὲν γινώσκεται ἀλλὰ ἐπιγινώσκεται.

   Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ συμβολὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν μεταξύ τους συνάντηση, γιὰ τὴν ἀκρίβεια μία προκαταρκτικὴ συμβολή, ποὺ πάλι δὲν εἶναι ἐντελῶς δική του. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ κινεῖται πρὸς τὴν γνώση2. Μόνοι μας, ὅσο κι ἂν καλλιεργήσωμε τὴν σκέψη μας, ὅσο κι’ ἂν ἐπεξεργασθοῦμε τὴν ἰδέα περὶ Θεοῦ, δὲν θὰ τὸν κατανοήσωμε σαφῶς καὶ πλήρως· τὸν κατανοοῦμε διότι αὐτὸς καλλιεργεῖ τὴν σκέψη μας καὶ ἐμεῖς τὴν ἀφήνομε νὰ καλλιεργηθῆ, συνεργαζόμενοι ἐνεργῶς στὸ ἔργο τῆς γνώσεως. Ἡ ἄνοδος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατη, ἂν δὲν προηγηθῆ ἡ κάθοδος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατη χωρὶς τὴν ἐνέργεια καὶ ἕλξη ἀπὸ αὐτόν. «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν»3. Χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν γινώσκεται ὁ Θεὸς καὶ τὸ νὰ γινώσκεται εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θελήσεως αὐτοῦ. Αὐτὴν τὴν προσφορὰ τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος τὴν δέχεται ἐλευθέρως, καὶ τότε τὸν γνωρίζει. Δὲν γνωρίζει δὲ παρὰ μόνο ὅ,τι ἐκεῖνος φανερώνει· ὅ,τι δὲν φανερώνει, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ.

   Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι παντοτεινὴ καὶ παντοῦ, ἀλλὰ συλλαμβάνεται μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀσκημένες τὶς πνευματικές των κεραῖες. Ἑπομένως ἀποκαλύπτεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ὁ κατάλληλος δέκτης. Ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ρεῦμα ποὺ προκαλεῖ τὴν ἱστορία καὶ ἐκτείνεται διὰ τῆς ἱστορίας, προκαλεῖ δὲ ἐπίσης καὶ τὴν ἀνθρωπότητα· ἄλλος τὸ ἀντιλαμβάνεται καὶ τὸ ἁρπάζει, ἄλλος τὸ ἀγνοεῖ καὶ τὸ χάνει. 



1. Βλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐπιστολὴ 233, 2. «Ἔστι δὲ αὐτοαλήθεια ὁ Θεός».

2. Α΄ Κορ. ιγ΄ 12: «Τότε δὲ ἐπιγνώσομαι, καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην». Α΄ Κορ. η΄ 3: «Εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, οὖτος ἔγνωσται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ».

3. Ἰωάν. στ΄ 44.

4. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, Ἔλεγχος 4, 6, 4, PG 7, 988C-989A: «Ἄνευ Θεοῦ μὴ γινώσκεσθαι Θεόν· αὐτὸ δὲ τὸ γινώσκεσθαι Θεόν, θέλημα εἶναι τοῦ Πατρός».


* Παναγιώτου Κ. Χρήστου (†), Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, «Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ», ἐκδόσεις ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 125,126. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)