Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Ἀνδρέας καὶ Ἀπόστολος Ἀνδρέας

 




Ἀνδρέας καὶ Ἀπόστολος Ἀνδρέας

 

Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου*

 

«Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ ᾽Ιωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, καὶ ἐμβλέψας τῷ ᾽Ιησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ. καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος καὶ ἠκολούθησαν τῷ ᾽Ιησοῦ. στραφεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· (ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον Διδάσκαλε)· ποῦ μένεις; λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ᾽ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. ἦν ᾽Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾽Ιωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ· εὑρίσκει οὗτος πρῶτον τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· (ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός)· καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς ᾽Ιωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, (ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος).»

 (Ἰωάν. α΄ 35-43)

 

   ξ ἀφορμῆς τῆς κλήσεως τῶν μαθητῶν τούτων καλὸ εἶναι νὰ δοῦμε τὸν Ἀνδρέα ὡς Ἀνδρέα καὶ ὡς ἀπόστολο Ἀνδρέα, γιὰ νὰ δοῦμε τὴν διαφορὰ τῶν ἀνθρώπων πρὸ τῆς χάριτος καὶ μετὰ τὴν χάρη.

   Καὶ πρῶτον: ὁ Ἀπόστολος ὡς Ἀνδρέας. Τοῦτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαίας. Ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κύρυττε στὸν Ἰορδάνη ἔγινε μαθητής του. Μετ’ ἀπὸ λίγο προσέρχεται ὁ Κύριος νὰ βαπτισθεῖ ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου. Ὁ Ἰωάννης δείχνει τὸν Ἰησοῦ λέγοντας, ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Ἀπὸ τοῦτο ὁ Ἀνδρέας γίνεται μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ πρῶτος, γι’ αὐτὸ καὶ πρωτόκλητος ὀνομάζεται. Ὁ Ἀνδρέας βρίσκει τὸν ἀδελφό του Πέτρο καὶ τοῦ λέει: Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν. Ἀκολουθεῖ καὶ ὁ Πέτρος τὸν Χριστό.

   Μετ’ ἀπὸ λίγο ἀφήνουν τὸν Χριστὸ καὶ μεταβαίνουν πάλι ὡς μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου. Κατόπιν φεύγουν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη καὶ ψαρεύουν. Ἀπὸ τὸ ψάρεμα τοὺς καλεῖ ὁ Κύριος καὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Ὁ Ἀνδρέας ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι εἶναι πλήρης ἐλλείψεων. Περιμένει Χριστὸ ὄχι βασιλιᾶ τῶν καρδιῶν ἀλλὰ κοσμικό. Κατὰ τὶς τελευταῖες στιγμὲς τοῦ βίου τοῦ διδασκάλου του κοιμᾶται, ὅταν ξύπνησε τὸν ἐγκαταλείπει. Κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος πρόκειται νὰ ἀναληφθεῖ στὸν οὐρανό, ὁ Ἀνδρέας ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ρωτοῦν τὸν Ἰησοῦ περὶ ἐθνικῆς ἀποκαταστάσεως «εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;»1. Ἐπὶ 10 ἡμέρες μετὰ τὴν ἀνάληψη ὁ Ἀνδρέας ἦταν κλεισμένος στὸ ὑπερῶο διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων.

   Ἑπομένως ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας ὡς Ἀνδρέας ἦταν εὐσεβὴς ἀλλὰ παλίμβουλος2, χοντροκέφαλος, ὥστε μέχρι τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου δὲν εἶχε ἐννοήσει τὸν Χριστό. Ἦταν ἀχάριστος πρὸς τὸν Διδάσκαλό του, διότι τὶς τελευταῖες ὥρες τῆς ζωῆς τοῦ Διδασκάλου του τὸν ἐγκαταλείπει σωματικὰ διὰ τοῦ ὕπνου, καὶ κατόπιν ψυχικὰ διὰ τῆς φυγῆς. Ἰδοὺ ὁ Ἀνδρέας!

   Καὶ ὁ Ἀπόστολος; Ὅ,τι μεγαλειῶδες! Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν τὶς διάφορες ἐπαρχίες, ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἔλαβε τὴν Ἀμισσό, Τραπεζοῦντα πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ κήρυξε. Ἐπιστρέφει στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα 34 μ.Χ. Ἀπὸ κεῖ μεταβαίνει στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής. Ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Νίκαια, Νικομήδεια, Καρχηδόνα, Ἠράκλεια Πόντου, Ἀμάστριδα, Σινώπη. Στὴν Σινώπη «συλλαβόμενοι οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ γῆς ἔρριπτον. Καὶ οἱ μὲν ποδῶν, οἱ δὲ καὶ χειρῶν λαβόμενοι, εἷλκόν τε καὶ διέσπων… καὶ αὐτοῖς ὁδοῦσιν ἐφιέμενοι, τῶν ἁγίων ἐκείνων σαρκῶν ἅψασθαι. Οἱ μὲν οὖν ξύλοις ἔπαιον, οἱ δὲ λίθοις ἔβαλλον… ἕως ἡμιθανῆ θέμενοι, ὥσπερ τι τῶν θνησιμάτων μακρὰν τῆς πόλεως ἀπέῤῥιπτον. Ἐπιφανεὶς γὰρ ὁ Διδάσκαλος, ἐθάῤῥυνέ τε καὶ ἀνεκτᾶτο…»3. Κατόπιν μεταβαίνει πάλι στὴν Τραπεζοῦντα, στὴν Χερσῶνα, καὶ πατὴρ τῶν ὀρθοδόξων Ρώσσων ἀναγνωρίζεται. Ἔξω τοῦ Βυζαντίου στὴν Ἀργυρούπολη κήρυξε ἐπὶ διετία, ἀπὸ λόγους πρόνοιας δὲν εἰσέρχεται στὸ Βυζάντιο, διότι ὁ ἐκεῖ Ζεύξιπος ἦταν ὠμὸς τύραννος. Κατόπιν μετέβη στὴν Θράκη κι ἀπὸ κεῖ ἦλθε στὴν Ἑλλάδα καὶ τέλος φθάνει στὴν Πάτρα, ὅπου ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπο: Στὴν Πάτρα ὑπῆρχε κάποιος ἀνθύπατος ποὺ ὀνομαζόταν Αἰγέας καὶ ἡ γυναῖκα του Μαξιμίλλα. Ἡ γυναῖκα ἀσθενοῦσε βαρειά, κι ὁ Ἀνθύπατος ἦταν ἕτοιμος ν’ αὐτοκτονήσει, ἐὰν πέθαινε ἡ σύζυγός του. Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας θεραπεύει θαυματουργικῶς τὴν Μαξιμίλλα. Εὐγνωμονοῦν καὶ οἱ δύο τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Καὶ ὁ μὲν Ἀνθύπατος ἀποπειρᾶται νὰ πληρώσει τὴν θεραπεία διὰ χρημάτων τὰ ὁποῖα δὲν δέχεται ὁ Ἀπόστολος, ἡ δὲ σύζυγός του διὰ τῆς πίστεώς της πρὸς τὸν Χριστό.

   Ἑπέρχεται ψυχικὸς διχασμὸς Ἀνθύπατου καὶ Μαξιμίλλας. Ἕνεκα τούτου, ὁ Ἀνθύπατος ἐξοργισμένος κατὰ τοῦ Ἀποστόλου διατάζει νὰ τὸν θανατώσουν διὰ σταυρικοῦ θανάτου. Ὁ Ἀνδρέας βρισκόμενος ἐνώπιον τοῦ σταυροῦ ἀγάλλεται καὶ «φωναῖς εὐχαριστηρίοις αὐτὸν (τὸν Κύριον) ἠμείβετο, χάριν ὁμολογῶν ὅσην τῆς ὁμοιώσεως, καὶ ὅτι τὸν δρόμον εἰς πέρας ἤγαγε». Σταυρώνεται! Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀνθύπατου Στρατοκλῆς ἀφοῦ εἶχε θεραπευθεῖ ἀπὸ νόσο «ἐπειρᾶτο ἐκ τοῦ σταυροῦ τὸν Ἀνδρέαν καταγαγεῖν». Ἀδυνατεῖ, διότι ὁ Ἀνθύπατος ἀρνεῖται. Ὁ κόσμος τρέχει νὰ δεῖ τὴν ἁγία ὄψη τοῦ μάρτυρα καὶ ν’ ἀκούσει ὁ καθένας κάποιον λόγο ἀπὸ τὸ στόμα του, «ὥστε ἀπομνημόνευμα τοῦτο ἔχειν καὶ παραμύθιον τῆς ὅλης ζωῆς». Τότε ὁ Ἀνθύπατος φοβισμένος μήπως γίνει ἐπανάσταση μὲ τὴν συρροὴ τοῦ κόσμου «προσῄει ἀπολύσων αὐτὸν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ». Καὶ ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὸν σταυρὸ «ὄχι» λέγει στὸν Ἀνθύπατο. Μὴ μὲ λύνεις ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σταυροῦ ἀλλὰ λῦσαι τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἄγνοιάς σου, ἀπιστίας, «Εἰδ’ οὖν, ὅσον οὔπω τὸν οἴκτιστον ὑποστήσεσθαι θάνατον». Καὶ ὁ μὲν Ἀπόστολος πέθανε. Ὁ Ἀνθύπατος δὲ «μανίᾳ κάτοχος γεγονὼς» ἀπὸ κάποιου ὑψηλοῦ γκρεμοῦ ρίχνει τὸν ἑαυτό του κάτω.

   Τὸ σῶμα τοῦ Ἀποστόλου ἔλαβαν Μαξιμίλλα καὶ Στρατοκλῆς. Καὶ ἡ μὲν Μαξιμίλλα κατασκεύασε Μοναστῆρι πλησίον τοῦ τάφου τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, στὸ ὁποῖο μόνασε ὁ Στρατοκλῆς. Τοῦτος ἀπὸ τὴν περιουσία τοῦ ἀδελφοῦ του δὲν ἔλαβε τίποτε ἀλλὰ τὴν διένειμε στοὺς φτωχούς. Ὁ Στρατοκλῆς ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος Πατρῶν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου πρὶν σταυρωθεῖ. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκαν, πλὴν τῆς κεφαλῆς του, τὸ 357 στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τέθηκαν στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ κεφαλή του τὸ 1462 μεταφέρθηκε ὑπὸ τοῦ Δεσπότου τῆς Ἀχαΐας Θωμᾶ Πορφυρογένους στὴν Ρώμη. Κάποια λείψανα βρίσκονται στὴν Πάτρα καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος. Ἡ Πάτρα, τῆς ὁποίας ὁ Ἅγιος εἶναι πολιοῦχος, ἔχουν τὸ αἷμα του καὶ τὸ χέρι του.

   Ἰδοὺ καὶ ὁ Ἀπόστολος! Ἔδωκε σῶμα καὶ ψυχὴ στὸν Ἰησοῦ. Ὁ παλίμβουλος ἔγινε σταθερὸς μέχρι θανάτου σταυρικοῦ. Ὁ ἀνόητος κατάλαβε τόσο πολὺ καλὰ τὸ μάθημά του, ὥστε πέθανε γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, πολιοῦχος τῶν Πατρῶν. Ἡ Ρώμη, ἡ Κωνσταντινούπολη, οἱ ὁποῖες βρίσκονται στὰ ἀκρότατα σημεῖα τῆς Μεσογείου καὶ ἡ Πάτρα στὸ κέντρο αὐτῆς κατέχουν ἁγιάσματα τοῦ σώματός του. Ποιά ἡ αἰτία; Ἡ θεία χάρις! Αὐτὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ μετέβαλε αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου.

   Πόσο μακριὰ ὅμως εἴμαστε ἐμεῖς τῶν ἀγωνισμάτων ἐκείνου καὶ ἑπομένως τῆς θείας χάριτος! Ἐκεῖνος πεζοπορῶντας διῆλθε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων χῶρες πολλὲς καὶ ἐπικίνδυνες. Ἐμεῖς κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ θυσιάσουμε κάποια μικρὴ ἀνάπαυση καὶ νὰ πεζοπορήσουμε προκειμένου νὰ φανοῦμε ὠφέλιμοι στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐνάρετοι στὸν Θεό; Ἡ προχριστιανικὴ παλιμβουλία τοῦ Ἀνδρέου ἔγινε βράχος σταθερότητας στὸν Χριστιανὸ ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ἔχουμε κ’ ἐμεῖς τὴν χάρη αὐτὴ τῆς σταθερότητας στὶς χριστιανικές μας ἀποφάσεις ἢ μοιάζουμε μὲ τοὺς δεῖκτες τῶν καπνοδόχων τῶν σπιτιῶν, ποὺ στρέφονται, ὅπου θέλουν οἱ διάφοροι ἄνεμοι; Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας θυσίασε σῶμα καὶ ψυχή, ὥστε ἁγιάσματα ἀπ’ τὸ σῶμα του νὰ ἔχουν Πάτρα, Κωνσταντινούπολη, Ρώμη, τὴν δὲ ψυχή του ὅλος ὁ κόσμος, ὅλοι οἱ αἰῶνες τῶν πιστῶν. Θυσιάζεις καὶ σὺ κάτι ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματά σου, ὥστε νὰ σκορπισθοῦν παντοῦ καὶ ὅταν τὸ καλέσει ἡ ἀνάγκη θυσιάζεις καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα σου; Φοβᾶσαι μήπως καὶ χαθεῖς, ἂν κάμεις τὴν θυσία αὐτή; Τοὐναντίον! Θὰ βρεῖς τὸ πᾶν. Παράδειγμα εἶναι ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος σκορπίσθηκε καὶ δὲν ἔχασε, ἀλλὰ κατέκτησε!

   Μὴ δικαιολογούμασθε, ὅτι σήμερα δὲν εἶναι ἡ ἐποχὴ ἐκείνη. Καὶ ὅμως! Ἕνας ἄνθρωπος περιφρονημένος ἀπὸ τὴν κοινωνία, λόγῳ τῶν νοσηρῶν πληγῶν του, κατέφυγε σὲ κάποιο δάσος. Ἐκεῖ ἔπεφταν οἱ σάρκες του, καὶ αὐτὸς ἔψαλλε δοξάζοντας τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁδοιπόρος διερχόμενος ἀπὸ κεῖ καὶ ἀκούγοντας τὴν ψαλμωδία πλησίασε κ’ ἐξεπλάγη, ὅταν εἶδε ποιὸς ἔψαλλε τόσο μελωδικά. Κι ἀκόμη περισσότερο ἐξεπλάγη ὁ ὁδοιπόρος τοῦτος, ὅταν ἄκουσε νὰ δικαιολογεῖ τὴν ψαλμωδία ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπασχε, λέγοντας: Αἰσθάνομαι νὰ καταρρέει τὸ τεῖχος αὐτὸ τοῦ βορβόρου, τὸ σῶμα μου, τὸ ὁποῖο μὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό μου. Γι’ αὐτό, ψάλλω τὸ ἆσμα τῆς ἀπελευθερώσεώς μου.

   Ἂς ἀκολουθήσουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὸν Χριστό!

  

* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», δεύτερος τόμος, Καλάμαι 1952, σελ. 56-59. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, τὰ ἔντονα στοιχεῖα καὶ οἱ ὑποσημειώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)

 

1. Πράξ. α΄ 6.

2. Παλίμβουλος = αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει σταθερὴ βούληση· ποὺ μεταβάλλει εὔκολα γνώμη, θέληση ἢ σκέψεις· ὁ ἄστατος.

3. Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ἀπόστολον Ἀνδρέαν τὸν Πρωτόκλητον, Μηναῖον τοῦ Νοεμβρίου. «Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν οἱ Ἰουδαῖοι “τὸν ἔριξαν κατὰ γῆς καὶ πιάνοντάς τον ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τὸν ἔσερναν καὶ μὲ τὰ δόντια τους τὸν κατασπάραζαν καὶ μὲ ξύλα τὸν ἔδερναν καὶ μὲ πέτρες τὸν κτυποῦσαν κι ἔξω τῆς πόλεως τὸν ἀπόρριξαν· τότε καὶ μὲ τὰ δόντια τους τοῦ ἔκοψαν ἕνα δάκτυλο. Ἀλλ’ ὅμως ὕστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά, πάλι ὑγιὴς καὶ ἀκέραιος ἔγινε παρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ Διδασκάλου…”, [Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἉγιορείτουΣυναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν, τόμ. 2ος, σελ. 212. (Φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου)]».

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ 29/11/2020