Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τῆς Κλίμακας

 




Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τῆς Κλίμακας1

Ἑορτάζει τὴν κς΄ (26η) Νοεμβρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Κακὸν φυγὼν πᾶν Ἀκάκιος ἐν βίῳ,

Καλοῖς ἀπείροις ἐντρυφᾷ λιπὼν βίον.


   Τοῦτος ὁ ὅσιος ἦταν σ’ ἕνα μοναστῆρι στὴν Ἀσία2, καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία μεταχειριζόταν τὴν ἀσκητικὴ ζωή· εἶχε δὲ ἐπιστάτη καὶ γέροντα ἕνα μοναχὸ πολὺ ἀμελῆ, θυμώδη καὶ ὀργίλο. Γι’ αὐτό, δοκίμαζε τόσα κακὰ καὶ βάσανα ἀπ’ αὐτὸν ὁ ἀοίδιμος, ὥστε φαίνονται ἴσως στοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Διότι, κάποτε εἶχε τὸ μάτι του μελανὸ ἀπὸ τὰ κτυπήματα, κάποτε τὸν λαιμό του, κι ἄλλοτε εἶχε πληγωμένο τὸ κεφάλι του. Κι ἀφοῦ πέρασε ἐννιὰ χρόνια στὴν ὑπακοὴ τοῦ ἄσπλαγχνου ἐκείνου γέροντα ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο καὶ τάφηκε στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων.

   Τότε ὁ γέροντάς του πῆγε σ’ ἕνα μέγα καὶ διακριτικὸ Πατέρα καὶ τοῦ λέει: Ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος πέθανε. Ὁ δὲ διακριτικὸς ἐκεῖνος Γέροντας δὲν πίστεψε στὰ λόγια τοῦτα. Ἔτσι ὁ γέροντας τοῦ Ὁσίου τοῦ λέει πάλι: Ἔλα νὰ δεῖς. Πήγανε λοιπὸν καὶ οἱ δύο στὸ κοιμητήριο. Τότε ὁ μέγας ἐκεῖνος Πατὴρ ρώτησε τὸν ὅσιο Ἀκάκιο, σὰν νὰ ἦταν ζωντανός: Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, πέθανες; Καὶ ὁ εὐγνώμων κι ἀληθινὸς ὑποτακτικὸς ἔδειξε ἀκόμη καὶ μετὰ θάνατον τὴν ὑπακοή του· κι ἀποκρινόμενος εἶπε: Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ ὅσιε, νὰ πεθάνει ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς; Τότε ὁ πρώην ἐπιστάτης καὶ γέροντάς του κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο γιὰ τὸ παράδοξο τοῦτο θαῦμα κ’ ἔπεσε κατὰ πρόσωπον στὴν γῆ μὲ δάκρυα. Καὶ ἀφοῦ ἔφτιαξε κελλὶ κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, πέρασε κεῖ τὴν ὑπόλοιπη ζωή του μὲ σωφροσύνη ἐξομολογούμενος στοὺς πατέρες γιὰ τοὺς δαρμοὺς τοὺς ὁποίους ἔκαμε στὸν ἅγιο, καὶ λέγοντας τοῦτον τὸν λόγο: Διέπραξα φόνο!

 

   Ὁ θεῖος Ἀκάκιος λοιπόν, μὲ τέτοιο ἀγῶνα καὶ μαρτύριο τῆς ὑπακοῆς τελείωσε τὴν μακαρία ζωή του, ἀξιώθηκε καὶ μακαρίου τέλους· τὸ δὲ τίμιο λείψανό του φυλάχθηκε ὑπὸ τῆς θείας δυνάμεως ἀνώτερο φθορᾶς καὶ φυσικῆς διαλύσεως κι ἔμεινε σῶο καὶ ὁλόκληρο γιὰ πολλὰ ἔτη. Συνέβηκε μιὰ φορά, νὰ βγοῦν οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείνου γιὰ νὰ θερίσουν, ἐπειδὴ ἦταν καιρὸς θερισμοῦ, κι ἔμειναν στὸ μοναστῆρι μόνον δύο ἀδελφοί· ὁ ἕνας γιὰ νὰ τὸ φυλάττει, κι ὁ ἄλλος διότι ἦταν ἀσθενής. Ὁ ἄρρωστος λοιπὸν πέθανε, κι ὁ ἄλλος ἀδελφὸς ποὺ ἦταν μόνος του, δὲν μποροῦσε νὰ σκάψει τάφο καὶ νὰ κάμει ὅλα τ᾿ ἄλλα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ταφή. Γι᾿ αὐτό, ἄνοιξε τὸν ἕτοιμο τάφο τοῦ ἁγίου Ἀκακίου κ᾿ ἔβαλε κεῖ τὸν ἀποθανόντα μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο.

   Τὴν ἄλλη μέρα, ὅταν ἦλθε στὸν τάφο βρῆκε ριγμένον ἔξω τοῦ τάφου τὸν ἀποθανόντα ἀδελφό, καὶ πάλι ἔβαλε αὐτὸν μέσα στὸν τάφο τοῦ ἁγίου. Κι ἐπειδὴ βρῆκε πάλι αὐτὸν ριγμένον ἔξω, παραπονέθηκε πρὸς τὸν ἅγιο δικαιολογούμενος καὶ λέγοντας: Ἄκουσα, ἅγιε Ἀκάκιε, ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν πρόκοψε στὴν ὑπακοὴ καθὼς σύ· ἀλλὰ τώρα, ὅπως βλέπω, ἔγινες παρήκοος καὶ τόσο ὑπερήφανος, ὥστε δὲν δέχεσαι τὸν ἀδελφὸ μέσα στὸν τάφο σου, ἀλλὰ τὸν ρίπτεις ἔξω. Λοιπόν, ἢ ἄφησε αὐτὸν νὰ βρίσκεται μαζί σου σ᾿ ἕνα τάφο, ἢ ἂν πάλι ρίξεις αὐτὸν ἔξω, δὲν θέλω πλέον νὰ σὲ ὑποφέρω, ἀλλὰ θὰ σὲ βγάλω ἀπ᾿ τὸν τάφο. Ὕστερα ἔβαλε πάλι τὸν ἀδελφὸ στὸν τάφο τοῦ ἁγίου κι ἀνεχώρησε. Τὴν αὐριανὴ μέρα, ὅταν ἦλθε καὶ πάλι, τὸν ἀποθανόντα ἀδελφὸ βρῆκε στὸν τάφο, τὸν ἅγιο Ἀκάκιο ὅμως δὲν τὸν βρῆκε! Καὶ μέχρι σήμερα, φαίνεται ὁ τάφος ἄδειος ἔχοντας τὴν ἐπωνυμία τοῦ ἁγίου Ἀκακίου!


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 2ος, σελ. 187-189. (Φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

1. Ἔτσι ὀνομάζεται ὁ ἅγιος Ἀκάκιος ἐπειδὴ καὶ ἀναφέρει γι’ αὐτὸν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακας, στὸν περὶ Ὑπακοῆς Δ΄ (4) λόγο.

2. «Σύμφωνα μὲ τὸν παλαιὸ σχολιαστὴ πρόκειται γιὰ τὴν Μονὴ Κελλιβάρων, (ὀνομαστική: Κελλίβαρα), τὴν πιὸ φημισμένη τοῦ ὄρους Λάτρου, τοῦ γνωστοῦ κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ὡς «τοῦ παρὰ τὴν Ἔφεσον ἁγίου ὄρους», λόγῳ τοῦ πλήθους τῶν μοναχῶν καὶ Μονῶν». [Βλ.: Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, «Κλῖμαξ» (μετάφρ. ἀρχιμ. Ἰγνατίου), ἔκδοσ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1989, σελ. 417.]