Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ




Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ



   πάρχουν καὶ στὴν ἐποχή μας ἅγιοι; Πόσες φορὲς δὲν ἀκούγεται σὰν ἐρώτηση, σὰν ἀμφισβήτηση καὶ δυσπιστία αὐτὴ ἡ φράση! Καὶ ὅμως νὰ ποῦ ὑπάρχει ἡ ἁπάντηση ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα καὶ μὲ ἀτράνταχτες ἀποδείξεις.

   Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς νεώτερους, τοὺς σύγχρονους, τοὺς ἁγίους τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ποὺ πολλοὶ τὸν γνώρισαν καὶ εἶχαν τὴν εὐτυχία νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του, νὰ φιλήσουν τὸ χέρι του, νὰ δοῦν τὰ θαύματα του. Γιατὶ ἡ ἁγιότητα δὲν ἔχει ὁρισμένες ἐποχές. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» καὶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀπορρέει ἡ ἁγιότητα, σὲ κάθε ἐποχὴ μποροῦν νὰ ἀναφανοῦν ἅγιοι, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ἅγιοι γίνεσθε», νὰ ἀναγνωρισθοῦν ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἅγιοι, ἀλλὰ νὰ ἔχουν καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἁγιότητάς τους μὲ τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔκαμαν καὶ κάμουν, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνεται ὅτι «τοὺς ἁγίους τοὺς ἐν τῇ γῇ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος».

   Πῶς νὰ τὸ κάμουμε; ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ γιὰ νὰ πιστεύσουν ζητοῦν θαύματα. Καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τῶν ἁγίων κάμνει θαύματα, γιὰ νὰ πιστεύσουν ὅσοι ζητοῦν θαύματα, γιὰ νὰ πιστεύσουν ἢ γιὰ νὰ ἐπιβραβεύσει τὴν θερμὴ πίστη τῶν πιστῶν, ἢ γιὰ νὰ πιστοποιήσει μὲ τὰ θαύματα τὴν ἁγιότητα τῶν ἁγίων ἢ καὶ γιὰ νὰ «ἀντιδοξάσει» καὶ ἐδῶ, στὴν στρατευομένη Ἐκκλησία, καὶ ὄχι μόνο στὴν μέλλουσα καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τοὺς ἁγίους κατὰ τὸν λόγο Του «τοὺς δοξάζοντάς με ἀντιδοξάσω».

   Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως (Αἰγύπτου) πατρίδα εἶχε τὴν Σηλύβρια τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ὅπου γεννήθηκε τὸ ἔτος 1846. Οἱ γονεῖς του Δῆμος καὶ Βασιλική, πιστοὶ χριστιανοί, ἀλλὰ πολὺ φτωχοί, ἔδωκαν στὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν τους τὴν μεγάλη καὶ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς πίστης τους. Τὸ πέμπτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιά τους εἶναι ὁ Ἀναστάσιος. Παιδὶ μὲ πολλὰ χαρίσματα, ποὺ πάνω ἀπ’ ὅλα ξεχώριζε ἡ πίστη του καὶ ἡ ἀγάπη του στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Πολὺ νωρὶς χάραξε τὴν πορεία τῆς ζωῆς του. Ἀποφάσισε νὰ φορέσει τὸ ράσο, λατρεύοντας ἔτσι τὸν Θεὸ καὶ ὑπηρετώντας τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ἱερὴ ἐπιθυμία εἶχε κυριεύσει τὴν ψυχή του. Ἀπὸ μικρὸ παιδί, ὅταν διάβαζε τὸν 50ο ψαλμὸ καὶ ἔφτανε στὸ σημεῖο «Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι», τὰ μάτια του σπινθήριζαν καὶ δάκρυζαν μὲ τὴν λαχτάρα νὰ γίνει ἄξιος νὰ διδάσκει καὶ νὰ φέρει ὅλο καὶ πιὸ πολλοὺς στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ.

   Πολὺ μικρὸς ταξίδεψε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὸ ταξίδι αὐτὸ ἔκαμε τὸ πρῶτο θαῦμα γαληνεύοντας μὲ τὴν ὁλόθερμη προσευχή του τὴν τρικυμισμένη θάλασσα. Στὰ δεκατέσσερά του χρόνια, μὲ τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του, θέλει νὰ φύγει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅμως δὲν εἶχε οὔτε τὰ ναῦλα του. Παρακαλοῦσε κάποιον καπετάνιο νὰ τὸν δεχθεῖ δωρεὰν στὸ πλοῖο του. Μὰ αὐτὸς τὸν ἀποπῆρε, τὸν ἔδιωξε. Ὅμως τὸ πλοῖο, κατὰ τρόπο ἀνεξήγητο, δὲν ἔφευγε. Μὲ ἀπόγνωση ὁ καπετάνιος ἔβλεπε δεξιά, ἀριστερὰ νὰ ἀνακαλύψει τὸν λόγο τῆς ἀκινησίας. Τυχαία διασταυρώθηκε τὸ βλέμμα του μὲ τὸ θλιμμένο βλέμμα τοῦ παιδιοῦ, ποὺ περίμενε ἐκεῖ ἀκόμα στὴν προκυμαία. Τότε κατάλαβε γιατὶ δὲν ξεκινᾶ τὸ πλοῖο του. Μετανοιωμένος παίρνει μέσα τὸ παιδὶ καὶ τὸ πλοῖο «ἔκαμε φτερά».

   Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐργαζότανε σκληρὰ σὲ ἐργοστάσιο γιὰ νὰ μάθει γράμματα. Ἐργαζότανε, προσευχότανε καὶ μελετοῦσε.

   Στὰ 1866 σὲ ἡλικία 20 χρονῶν ἔρχεται στὴν Χίο, ὅπου εἶχαν ἐγκατασταθεῖ οἱ γονεῖς του. Διορίζεται δάσκαλος στὸ χωριὸ Λιθί, καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν μόρφωση μικρῶν καὶ μεγάλων. Σὲ δέκα χρόνια γίνεται μοναχὸς στὴν περίφημη Νέα Μονὴ τῆς Χίου καὶ τότε ὁ Ἀναστάσιος μετονομάζεται Λάζαρος. Σὲ ἕνα χρόνο χειροτονεῖται διάκονος καὶ τότε μετονομάζεται Νεκτάριος.

   Μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς καλοῦ χριστιανοῦ τῆς Χίου καὶ ἀρκετὰ πλουσίου τοῦ Ἰωάννου Χωρέμη, ἀποστέλλεται στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του καὶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ ἔρχεται στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος ἀναγνωρίζει τὶς ἀρετὲς τοῦ Νεκταρίου καὶ τὸν στέλνει στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ φοιτήσει στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου κατὰ τὸ ἔτος 1882. Εἶναι ἀριστοῦχος καὶ παίρνει μιὰ ὑποτροφία 100 δραχμὲς τὸν μῆνα ἀπὸ κάποιο κληροδότημα. Τὸ 1885 παίρνει τὸ πτυχίο τῆς Θεολογίας καὶ ἐπιστρέφει στὴν Ἀλεξάνδρεια ὅπου χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ σὲ λίγους μῆνες γίνεται Ἀρχιμανδρίτης καὶ προϊστάμενος τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Κάϊρο. Τὰ κηρύγματά του σαγηνεύουν τὰ πλήθη. Τὰ χαρίσματά του προσελκύουν χιλιάδες πιστῶν. Ὁ Πατριάρχης ἀναγνωρίζει τὶς ἱκανότητες καὶ τὶς ἀρετές του καὶ τὸν χειροτονεῖ Ἐπίσκοπο Πενταπόλεως Λιβύης.

   Ὁ Ἐπίσκοπος Νεκτάριος ἀναδεικνύεται «ὁ καλὸς ποιμὴν» τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Κυρίου. Ἱερουργὸς κατὰ τὴν θεία Λατρεία, διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου, πατέρας καὶ προστάτης τῶν Χριστιανῶν. Λάμπει μὲ τὴν ἁγιότητά του. Προκαλεῖ τὸν θαυμασμὸ μὲ τὴν δραστηριότητά του, συγκινεῖ μὲ τὴν ἀγάπη του. Ὅμως ἡ δράση συνήθως φέρει τὴν ἀντίδραση. Ὕπουλος ἐχθρὸς τῶν μεγάλων μορφῶν ὁ φθόνος ἐκείνων ποὺ δὲν μποροῦν νὰ φθάσουν τὰ ὕψη τῶν ἐναρέτων. Μήπως προφητικὰ δὲν εἶπε ὁ Κύριος «...ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ». Μήπως καὶ τὸν Κύριο δὲν ἀποκάλεσαν «φάγον καὶ οἰνοπότην», «ἀγύρτην», «λαοπλάνον»; Δὲν εἶναι οὔτε πρωτοφανὲς οὔτε περίεργο ὅτι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος δέχθηκε τὶς ἐπιθέσεις τῶν φθονερῶν ἀνθρώπων ποὺ περιστοίχιζαν τὸν πατριάρχη τὸν ὁποῖο καὶ κατόρθωσαν νὰ στρέψουν κατὰ τοῦ Νεκταρίου.

   Καὶ ὑπομένει ὁ Ἅγιος τὸν διωγμό. Ἀπολύεται ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τοῦ Πατριαρχείου. Μὲ πληγωμένη τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν συγχώρηση γιὰ ὅλους ἐγκαταλείπει τὸ 1890 τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Θρησκευμάτων καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο ζητεῖ μία θέση, ὄχι ἐπισκόπου, ἀλλὰ ἔστω ἱεροκήρυκα ἢ καὶ ἐφημερίου. Ἀντιμετωπίζει τὴν φτώχεια καὶ τὴν στέρηση καὶ τελικὰ ἔπειτα ἀπὸ ἕνα καὶ πλέον ἔτος ὑποσχέσεων τὸν διορίζουν ἱεροκήρυκα στὴν Χαλκίδα. Συναντᾶ καὶ ἐκεῖ τὴν κακία τῶν μοχθηρῶν. Δέχεται ταπεινώσεις, ἀλλὰ ὑπομένει μὲ καρτερία καὶ ἀνεκτικότητα ἁγίου.

   Τὸ ἔτος 1894 διορίζεται Διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ἡ ὁποία ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του γνωρίζει ἡμέρες ἀκμῆς. Ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν Σχολὴ καὶ τὴν προκοπὴ τῶν σπουδαστῶν ἦταν τόσος ποὺ τοῦ στέρησε καὶ τὸν ὕπνο.

   Ἀλλὰ κλονίσθηκε ἡ ὑγεία του. Ἔπειτα ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἀναγκάζεται νὰ παραιτηθεῖ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν Αἴγινα, ὅπου ἀναδιοργάνωσε τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὴν μετονόμασε «Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος» καὶ ἐγκατεστάθη ὡς ἡγούμενος σ’ αὐτήν.

   Οἱ κάτοικοι τῆς Αἴγινας τρέχουν κοντὰ στὸν Ἅγιο Πατέρα, σὲ κάθε λύπη ἢ χαρά, σὲ ἀτομικὲς ἢ γενικὲς ἀνάγκες. Σὲ ἀρρώστιες καὶ ἀνομβρίες καὶ σ’ ὅλα τους τὰ βάσανα. Βρίσκουν κοντά του ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά, θεραπεία καὶ σωτηρία, μὲ θαύματα πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ τὸν ὀνομάζουν θαυματουργό.

   Δέκα ἕξι χρόνια τὸν ἔχουν κοντά τους καὶ τοὺς διδάσκει καὶ τοὺς εὐλογεῖ καὶ τοὺς ἐμπνέει μὲ τὸ παράδειγμά του. Στὶς 8 Νοεμβρίου 1920 ὥρα 10,30 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὸ Ἀρεταίειο Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν ὁ ἅγιος. Τὸ σεπτό του λείψανο μετεφέρθη στὴν Αἴγινα. Συγκινητικὲς σκηνὲς πένθους συνόδευσαν τὴν κηδεία του. Ἐτάφη στὴν Ἱερὰ Μονή, τὴν ὁποία ἁγιάζει καὶ σήμερα μὲ τὸ ἅγιό του Λείψανο καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα Προσκυνήματα τῆς Ἑλλάδος. Χιλιάδες πιστῶν προσέρχονται γιὰ νὰ ἀποθέσουν μὲ τὸ στεναγμό τους, μὲ τὰ δάκρυά τους τὰ ὅποια προβλήματα τοὺς βασανίζουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ρίξουν ἄλλοι πάνω στὸν τάφο τοῦ ἁγίου τὸ δάκρυ τῆς εὐγνωμοσύνης τους γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ ἅγιος.

   Καὶ μόνο ἐκεῖ; Γέμισε ἡ Ἑλλάδα, μέσα σὲ λίγα χρόνια, ναοὺς καὶ ναΰδρια τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τρανὴ ἀπόδειξη, πὼς ὁ λαὸς καὶ βλέπει καὶ ἐκτιμᾶ καὶ σήμερα τὴν πίστη, τὴν ἀρετή, τὴν ἁγιότητα καὶ τὰ θαύματα τῶν ἁγίων καὶ τρέχει νὰ ξεδιψάσει στὴν ἀστείρευτη πηγή τους.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.

 

Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ. Ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.


[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 244-248. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]