Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

ΟΜΙΛΙΑ ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΕΙΝΑΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (2)




ΟΜΙΛΙΑ

ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΕΙΝΑΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (2)


Μεγάλου Βασιλείου*


   3. Ἡ φωνὴ αὐτῶν ποὺ κάνουν λιτανεία στὰ χαμένα βοᾶ καὶ διασκορπίζεται στὸν ἀέρα. Διότι οὔτε μεῖς ἀκούσαμε αὐτοὺς ποὺ ζητοῦσαν ἀπὸ μᾶς. Ποιά δὲ ἡ προσευχή μας καὶ ἡ δέηση; Οἱ ἄνδρες, πλὴν ὀλίγων, ἀσχολεῖσθε μὲ τὸ ἐμπόριο καὶ οἱ γυναῖκες τοὺς ὑπηρετεῖτε στὴν ἐργασία τοῦ μαμωνᾶ. Λίγοι εἶναι μαζί μου καὶ μὲ τὴν προσευχή, κι αὐτοὶ αἰσθάνονται ζάλη, χασμουριοῦνται, συνεχῶς γυ­ρίζουν καὶ παρακολουθοῦν πότε θὰ τελειώσει ὁ ψάλτης τοὺς στίχους, πότε θ’ ἀπολυθοῦν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, σὰν ἀπὸ φυλακὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς. Καὶ μάλιστα τὰ παιδιά, οἱ μικροὶ αὐτοὶ ποὺ ἄφησαν τὰ βιβλία τους στὰ σχολεῖα καὶ συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν τὸ πρᾶγμα μᾶλλον σὰν εὐκολία καὶ διασκέδαση καὶ μεταβάλλουν τὴν λύπη μας σὲ γιορτή, διότι ἀπαλλάσσονται γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν φορτικότητα τοῦ δασκάλου καὶ τὴν φρον­τίδα τῶν μαθημάτων.

   Τὸ πλῆθος ὅμως τῶν ὥριμων ἀνδρῶν καὶ ὁ λαὸς ποὺ εἶναι περιπεπλεγμένος στὶς ἁμαρτίες, ἀχαλί­νωτος κ’ ἐλεύθερος καὶ χαρούμενος βολτάρει στὴν πόλη. Αὐτὸς περιφέρει τὴν αἰτία τῶν κακῶν στὶς ψυχές, αὐτός, ὑποκίνησε καὶ ἀπεργάσθηκε τὴν συμφορά. Βρέφη δὲ ποὺ δὲν νοιώθουν κ’ εἶναι ἀκατηγόρητα σπεύδουν καὶ συνωθοῦνται πρὸς τὴν ἐξομολόγηση, χωρὶς νὰ ἔχουν οὔτε τὴν αἰτία αὐτῶν ποὺ προξενοῦν τὴν λύπη οὔτε τὴν γνώση ἢ τὴν δύναμη τῆς συνήθειας νὰ προσευχηθοῦν. Ἐσύ, παρακαλῶ, προχώρησε στὸ μέσον, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἀνακατωμένος μὲ τὶς ἁμαρτίες. Ἐσὺ γονάτισε καὶ κλάψε καὶ στέναξε. Ἄφησε τὸ βρέφος νὰ κάνει αὐτὰ ποὺ ἁρμόζουν στὴν ἡλικία. Γιατί, ἐνῶ κατηγο­ρεῖσαι, κρύβεσαι καὶ ὁδηγεῖς σ’ ἐξομολόγηση τὸ ἀνεύθυνο; Μή­πως δηλαδὴ ξεγελιέται ὁ κριτής, ὥστε νὰ ἀντικαταστήσεις κρυφὰ τὸν ἑαυτό σου μὲ ἄλλο πρόσωπο; Ἔπρεπε βέβαια καὶ ἐκεῖνο νὰ παρίσταται ἐξάπαντος μαζί σου, ὄχι μόνον. Βλέπεις πὼς καὶ οἱ Νινευῖτες, ὅταν μὲ τὴν μετάνοια παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ πενθοῦσαν γιὰ τ’ ἁμαρτήματά τους, αὐτὰ ποὺ μετὰ τὴν θάλασσα καὶ τὸ κῆτος ἀνεβόησε ὁ Ἰωνᾶς, δὲν ὁδήγησαν μόνο τὰ βρέφη στὴν μετάνοια ἀλλὰ καὶ τοὺς μεγάλους. Οἱ ἴδιοι δὲν ζοῦσαν τὴν ζωή τους μὲ τρυφὴ κι εὐωχίες, ἀλλ’ ἡ νηστεία καθυπόταξε πρῶτα τοὺς πατέρες, αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἁμαρτήσει. Καὶ ἡ τιμωρία βασάνιζε τοὺς πατέρες καὶ κατὰ ἕνα λόγο παραπάνω ἐξ ἀνάγκης θρηνοῦσαν καὶ τὰ βρέφη, γιὰ νὰ κυριαρχήσει σὲ κάθε ἡλικία ἡ σκυθρωπότητα, καὶ σ’ αὐτὴ ποὺ νοιώθει τὴν ἁμαρτία καὶ σ’ αὐτὴ ποὺ δὲν τὴν νοιώθει, καὶ στὴν μὲν μία προαιρετικὰ στὴν δὲ ἄλλη κατ’ ἀνάγκη.

   Καὶ ἔτσι ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς εἶδε νὰ ταπεινώνονται, διότι καταδίκασαν τοὺς ἑαυτούς τους σὲ πάνδημη κακουχία ἐξαιρετικὰ ὑπερ­βολική, καὶ σπλαγχνίσθηκε γιὰ τὴν συμφορά, καὶ τὴν τιμωρία πῆρε πίσω, καὶ τὴν χαρὰ χάρισε σὲ αὐτοὺς ποὺ μὲ συναίσθηση πένθησαν5. Ὦ πόσο φροντισμένη μετάνοια! Ὦ πόσο σοφὴ καὶ συμπυκνωμένη θλίψη! Οὔτε τὰ ζῶα τὰ ἄφη­σαν ἔξω ἀπὸ τὴν τιμωρία, ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὰ ἐπινόησαν, ὥστε κατ’ ἀνάγκη νὰ φωνάζουν.

   Πράγματι τὸ μοσχάρι τὸ χώρισαν ἀπὸ τὴν ἀγελάδα καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ἀπομάκρυναν ἀπ’ τὸ μητρικὸ μαστάρι καὶ τὸ βρέφος ποὺ βύζανε δὲν κρατοῦνταν στὶς ἀκάλες τῆς μητέρας του. Σὲ ξεχωριστὲς μάνδρες ἦσαν οἱ μητέρες καὶ σὲ ξεχωριστὲς τὰ τέκνα. Καὶ φωνὲς θλιβερὲς ἀπ’ ὅλα ποὺ ἀντιβοοῦσαν καὶ ἀντηχοῦσαν ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλη. Τὰ τέκνα ποὺ πεινοῦσαν, ζητοῦσαν τὶς πηγὲς τοῦ γάλακτος καὶ οἱ μητέρες, ποὺ σπάραζαν ἀπὸ τὸ φυσικὸ πάθος, μὲ συμπαθεῖς φωνὲς καλοῦσαν τὰ παιδιά τους. Τὰ βρέφη ποὺ καθ’ ὅμοιο τρόπο πεινοῦσαν, ξεσποῦσαν σὲ δυνατὸ κλάμα καὶ σπαρταροῦσαν καὶ οἱ μητέρες κεντρίζονταν στὰ σπλάγχνα ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς συγγενείας. Καὶ γιὰ τοῦτο ὁ θεόπνευστος λόγος διατήρησε γραπτῶς τὴν μετάνοια ἐκείνων γιὰ νὰ γίνει κοινὴ διδασκαλία τῆς ζωῆς. Ὁ γέρος θρηνοῦσε γιὰ ἐκεῖνα· μαδοῦσε τὰ λευκὰ μαλλιά του καὶ τὰ ξερίζωνε. Ὁ νέος καὶ ὁ ὥριμος δυνατώτερα ἔκλαιγαν. Ὁ πτωχὸς στέναζε καὶ ὁ πλού­σιος, λησμονώντας τὴν καλοπέραση, ζοῦσε τὴν κακουχία ὡς καλή. Ὁ βασιλιᾶς τους εἶχε μεταβάλει τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν δόξα σὲ ντροπή. Ἔβγαλε τὸ στέμμα καὶ σκόνισε τὴν κεφαλή του. Ἔβγαλε τὸ βασιλικὸ ἔνδυμα καὶ φόρεσε τὸν σάκκο τοῦ πένθους. Ἄφησε τὸν ὑψηλὸ καὶ μετάρσιο θρόνο καὶ θλιμμένος κυλιόταν στὴν γῆ. Ἄφησε τὴν ἀξιοπρέπεια ποὺ προσιδιάζει στὸ βασιλικὸ ἀξίωμα καὶ θρηνοῦσε μαζὶ μὲ τὸν λαό. Ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ αὐτός, ὅταν εἶδε τὸν κοινὸ Δεσπότη τῶν ὅλων νὰ ὀργίζεται.

 

   4. Αὐτὸ εἶναι τὸ φρόνημα τῶν εὐαίσθητων δούλων. Τέ­τοια εἶναι ἡ μετάνοια αὐτῶν ποὺ ἐνέχονται σὲ ἁμαρτίες. Ἐ­μεῖς διαπράττουμε προθύμως μὲν τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ ὀλιγωρία καὶ ὀκνηρία ἀναλαμβάνουμε τὴν μετάνοια. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, γιὰ νὰ λάβει βροχὴ καὶ σταγόνες στὸν κατάλληλο καιρό; Ποιός, ποὺ καθαρίζει ἁμαρτίες, ἔ­βρεξε τὸ κρεβάτι του μὲ δάκρυα κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Δαβίδ6; Ποιός ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν ξένων καὶ καθάρισε τὴν σκόνη ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, γιὰ νὰ ἐξευμένισει τὸν Θεὸ κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ ζητᾶ τὴν λύση τῆς ξηρασίας; Ποιός ἔθρεψε τὸ ὀρφανὸ ἀπὸ πατέρα παιδί, γιὰ νὰ θρέψει τώρα ὁ Θεὸς τὰ σιτηρὰ πρὸς χάριν μας, ποὺ σὰν ὀρφανὰ πλήττονται ἀπὸ τὴν κακὴ σύγκραση τῶν ἀνέμων; Ποιός περιέθαλψε χήρα ποὺ βασανίζεται ἀπὸ τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδοθεῖ τώρα ἡ ἀναγκαία τροφή;

   Ξέσχισε τὸ ἄδικο γραμμάτιο, γιὰ νὰ λυθεῖ ἔτσι ἡ ἁμαρτία. Ἐξαφάνισε τὴν ὁμολογία τῶν βαρύτατων τόκων γιὰ νὰ γεννήσει ἡ γῆ τὰ συνηθισμέ­να προϊόντα. Διότι ὅταν ὁ χαλκὸς καὶ ὁ χρυσὸς καὶ τὰ ἄγο­να παρὰ φύση γεννοῦν, τότε γίνεται στεῖρα αὐτὴ ποὺ ἐκ φύσεως γεννᾶ καὶ καταδικάζεται σὲ ἀκαρπία πρὸς τιμωρία τῶν κατοίκων της. Ἂς ἀποδείξουν λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ τιμοῦν τὴν πλεονεξία, αὐτοὶ ποὺ συνάγουν ὑπερβολικὰ τὸν πλοῦτο, ποιά εἶναι ἡ δύναμη τῶν ἀποθηκευθέντων, ἢ ποιό τὸ ὄφελος, ἂν ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει ὀργισθεῖ ἐπιτείνει περισσότερο τὴν τιμωρία. Ἴσως αὐτοὶ γίνουν πιὸ κίτρινοι ἀπὸ τὸν χρυσὸ ποὺ ἐπισωρεύουν, ἐὰν δὲν ἀποκτήσουν τὸ ψωμί, ποὺ μέχρι χθὲς καὶ προχθὲς περιφρονεῖτο, λόγῳ τῆς εὔκολης προμήθειάς του.

   Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ πωλητής, οὔτε ὑπάρχει σιτάρι στὶς ἀποθῆκες˙ ποιά εἶναι τότε ἡ χρησιμότητα τῶν βαρύτατων πορτοφολιῶν; Πές μου; Δὲν θὰ ἐνταφιασθεῖς μαζὶ μ’ αὐτά; Δὲν εἶναι χῶμα ὁ χρυσός; Δὲν θὰ κεῖται ὡς ἄχρηστος πηλὸς δίπλα στὸ χωμάτινο σῶμα; Ὅλα τ’ ἀπέκτησες καὶ ὅμως δὲν κατέχεις ἕνα ἀναγκαῖο πρᾶγμα· τὴν δύναμη νὰ τρέφεις τὸν ἑαυτό σου. Ἕνα σύννεφο δημιούργησε ὁλόκληρο τὸν πλοῦτο. Ἐπινόησε τὸν πόρο ὀλίγων σταγονι­δίων, ἐξανάγκασε τὴν γῆ νὰ καρποφορήσει. Ἐξαφάνισε τὴν συμφορὰ μὲ τὸν ὑπερήφανο καὶ κρυμμένο πλοῦτο.
   Πιθανὸν νὰ παρακαλέσεις κάποιον ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς, γιὰ νὰ σοῦ χαρίσει μὲ τὶς προσευχές του, ὅπως ὁ Θεσβίτης Ἠλίας7, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ δεινά, δηλαδὴ ἄνθρωπο ἀκτήμονα, ὠχρό, ξυπόλυτο, ἄστεγο, ἀνέστιο, ἄπορο, ποὺ φορεῖ ἕνα χιτῶνα, ὅπως ὁ Ἠλίας τὴν μηλωτή, καὶ ποὺ ἔχει σύντροφο τὴν προσ­ευχὴ καὶ τρέφεται μὲ τὴν ἐγκράτεια. Καὶ ἂν ἐπιτύχεις μὲ τὴν παράκλησή σου τὴν βοήθειά του, δὲν θὰ περιφρονήσεις πολὺ τὰ κτήματα ποὺ ἔχουν πολλὲς φροντίδες; Δὲν θὰ περιφρονή­σεις τὸν χρυσό; Δὲν θὰ διασκορπίσεις, σὰν κοπριά, τὸν ἄργυρο, πού, ἐνῶ προηγουμένως τὸν ἀποκαλοῦσες παντοδύναμο καὶ πολὺ ἀγαπητό, τώρα τὸν γνώρισες ὀκνηρὸ βοηθὸ στὴν ἀνάγκη; Γιὰ σένα ἔκρινε ἄξια καὶ τὴν συμφορὰ αὐτή. Διότι ἐνῶ εἶχες δὲν ἔδιδες, διότι παρέβλεπες τοὺς πεινῶντες, διότι δὲν γύριζες νὰ κυττάξεις αὐτοὺς ποὺ ὀδύρονταν, διότι δὲν ἔδιδες, ἐνῶ σὲ προσκυνοῦσαν. Τὰ κακὰ καὶ ἐξ αἰτίας τῶν λίγων ξεσποῦν στὸν λαὸ καὶ ὁ λαὸς συνήθως τιμωρεῖται γιὰ τὴν μοχθηρία κάποιου. Ὁ Ἄχαρ διέπραξε ἱεροσυλία, ἀλλ’ ὁλόκληρο τὸ στρατόπεδο τιμωροῦνταν8. Ὁ Ζαμβρὶ ἐπίσης πόρνευσε στὶς γυναῖκες τῶν Μαδιανιτῶν, ἀλλ’ ὁ Ἰσραὴλ τιμωροῦνταν9.


(συνεχίζεται…)


* PG 31, σελ. 304-328.

 

5. Ἰωνᾶς γ΄ 3-10.

6. Ψαλμ. ς΄ 7: «ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω.»

7. Γ΄ Βασιλ. ιη΄ 45: «καὶ ἐγένετο ἕως ὧδε καὶ ὧδε καὶ ὁ οὐρανὸς συνεσκότασε νεφέλαις καὶ πνεύματι, καὶ ἐγένετο ὑετὸς μέγας· καὶ ἔκλαιε καὶ ἐπορεύετο Ἀχαὰβ ἕως Ἰεζράελ.»

8. Ἰησ. Ναυή: ζ΄ 1 κ.ἑξ.

9. Ἀριθμ. κε΄ 6 κ.ἑξ.