Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

Ἡ σεβασμία μετάσταση τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας




Ἡ σεβασμία μετάσταση τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας

Ἑορτάζεται τὴν ιε΄ (15η) Αὐγούστου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Οὐ θαῦμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,

Τοῦ κοσμοπλάστου σαρκικῶς τεθνηκότος.

Ζῇ ἀεὶ Θεομήτωρ κἂν δεκάτῃ θάνε πέμπτῃ.


   ταν ὁ Κύριός μας Ἱησοῦς Χριστὸς θέλησε νὰ παραλάβει κοντά του τὴν δική του Μητέρα, τότε, πρὸ τριῶν ἡμερῶν φανέρωσε σὲ Αὐτὴν διά μέσου Ἀγγέλου (ὁ ὁποῖος καθὼς λέγουν, ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ), τὴν μετάστασή Της ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό. Κι ἀφοῦ ἦλθε ὁ Ἄγγελος πρὸς Αὐτὴν εἶπε:

   – Τάδε λέγει ὁ Υἱός σου: Καιρὸς εἶναι νὰ παραλάβω τὴν Μητέρα μου εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Λοιπόν, μὴ ταραχθεῖς διὰ τοῦτο, ἀλλὰ μὲ εὐφροσύνη δέξαι τὸ μήνυμα, ἐπειδὴ μεταβαίνεις σὲ ζωὴ ἀθάνατη.

   Τοῦτο δὲ μαθοῦσα ἡ Θεοτόκος, χάρηκε χαρά μεγάλη· καὶ ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ εἶχε γιὰ νὰ μεταβεῖ πρὸς τὸν Υἱό της, ἀνέβηκε μὲ σπουδὴ καὶ προθυμία ἐπάνω στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, (διότι εἶχε ἡ Πανύμνητος τέτοια συνήθεια, ν᾿ ἀνεβαίνει, δηλαδή, συχνὰ στὸ ὄρος αὐτό). Καί τότε, ἀκολούθησε θαῦμα παράδοξο, διότι, ὅταν ἀνέβηκε ’κεῖ ἡ Θεοτόκος, ἔκλιναν τὴν κορυφή τους ὅλα τὰ δένδρα, τὰ ὁποῖα ἦσαν φυτεμένα στὸ ὄρος, σὰν νὰ ἦσαν ἔμψυχα καὶ λογικά· κι ἔτσι προσκύνησαν καὶ ἀπέδωκαν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμὴ ποὺ πρέπει στὴν Κυρία καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου.

   Κι ἀφοῦ προσευχήθηκε ἡ Πανάχραντος ἀρκετά, ἐπέστρεψε στὴν κατοικία της καί, ὦ τοῦ θαύματος!, σείσθηκε παρευθὺς ὅλη ἡ οἰκία. Ἔπειτα ἄναψε πολλὰ φῶτα καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό· κάλεσε τὶς συγγενεῖς της καὶ γειτόνισσες· τακτοποίησε τὸ σπίτι της, εὐτρέπισε τὸ νεκροκρέββατο κι ἑτοίμασε ὅλα τὰ ἐπιτήδεια γιὰ τὸν ἐνταφιασμό της. Φανέρωσε δὲ καὶ στὶς ἄλλες γυναῖκες τὰ λόγια, ὅσα τῆς λάλησε ὁ Ἄγγελος σχετικῶς μὲ τὴν στοὺς οὐρανοὺς μετάστασή της· καὶ ὡς πληροφορία καὶ ἀπόδειξη τῶν λεγομένων ἔδειξε σ᾿ αὐτὲς τὸ χαροποιὸ καὶ νικητικὸ σημεῖο, τὸ ὁποῖο τῆς εἶχε δώσει ὁ Ἄγγελος: Αὐτὸ ἦταν ἕνα κλαδὶ τοῦ φοίνικα. Οἱ γυναῖκες, μόλις ἄκουσαν τὸ λυπηρὸ τοῦτο μήνυμα, θρηνοῦσαν καὶ μὲ δάκρυα ἔλουζαν τὸ πρόσωπό τους, κι ὀδύρονταν μ᾿ ἐλεεινὲς φωνές. Ὅταν, ὅμως, σταμάτησαν νὰ θρηνοῦν, παρακαλοῦσαν τὴν Δέσποινα νὰ μὴ τὶς ἀφήσει ὀρφανές. Καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος τὶς βεβαίωνε ὅτι, ἀφοῦ μετασταθεῖ στοὺς οὐρανούς, θὰ διαφυλάττει ὄχι μόνον ἐκεῖνες, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸν κόσμο· καὶ μὲ τέτοια παρηγορητικὰ λόγια ἔπαψε τὴν ὑπερβολική τους λύπη. Ἔπειτα ὅρισε ἡ Πάναγνος περὶ τῶν δύο φορεμάτων τὰ ὁποῖα εἶχε, ὅτι δηλαδή, οἱ δύο χῆρες ποὺ τῆς ἦσαν γνώριμες καὶ φίλες καὶ τρέφονταν παρ᾿ αὐτῆς, ἐκεῖνες νὰ λάβουν καθεμιὰ ἀπὸ ἕνα φόρεμα.

   Κι ἐνῶ ταῦτα διέτασσε ἡ Πανάμωμος, ὦ τοῦ θαύματος!, ἔγινε αἰφνιδίως ἦχος δυνατῆς βροντῆς κ᾿ εὐθὺς ἦλθαν ἐκεῖ πάμπολλα νέφη, τὰ ὁποῖα ἅρπαξαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τοὺς ἁγίους  Ἀποστόλους κ᾿ ἔφεραν αὐτοὺς στὴν οἰκία τῆς Θεοτόκου. Καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἦλθε ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ἅγιος Ἱερόθεος ὁ διδάσκαλος τοῦ Διονυσίου, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος καὶ οἱ λοιποὶ θεόσοφοι Ἱεράρχες, ἐπὶ τῶν νεφελῶν μεταφερόμενοι. Ὅταν ὅμως, ἔμαθαν τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία παραδόξως καὶ αἰφνιδίως συγκεντρώθηκαν, ταῦτα ἔλεγαν πρὸς τὴν Θεοτόκο:

   – Ἐσένα, Δέσποινα, βλέποντας ὅλοι ἐμεῖς νὰ εἶσαι ζωντανὴ καὶ νὰ παραμένεις στὸν κόσμο παρηγορούμεθα, ὅπως ἂν βλέπαμε τὸν Υἱό σου καὶ Δεσπότη καὶ Διδάσκαλό μας. Κ᾿ ἐπειδὴ τώρα μὲ τὴν βουλὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου μεταβαίνεις στὰ οὐράνια, γιὰ τοῦτο θρηνοῦμε, ὅπως βλέπεις, καὶ δακρύζουμε· ἄν, καὶ κατ᾿ ἄλλον τρόπο, χαιρόμασθε γιὰ τὰ πράγματα ἔτσι ποὺ τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς γιὰ σένα. Κι αὐτὰ λέγοντας, ἔβρεχαν τὰ πρόσωπά τους μὲ δάκρυα.

   Τότε ἡ Θεοτόκος τοὺς ἀποκρίθηκε:

   – Ὦ φίλοι καὶ μαθητὲς τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου, μὴ κάμετε πένθος καὶ λύπη τὴν χαρά μου· ἀλλ᾿ ἐνταφιάσατε τὸ σῶμα μου, καθὼς ἐγὼ θὰ τὸ σχηματίσω ἐπάνω στὸ νεκροκρέββατο.

   Κι ὅταν τοῦτα τὰ λόγια τελείωσαν, ἰδοὺ φθάνει ὁ θεσπέσιος Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Θεομήτορος, τὴν προσκύνησε, κι ἀνοίξας τὸ στόμα του τὴν ἐγκωμίασε μὲ πολλὰ καὶ οὐράνια ἐγκώμια, λέγοντας:

   – Χαῖρε, ὦ Μῆτερ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κηρύγματός μου ἡ ὑπόθεση, διότι ἂν κ᾿ ἐγὼ δὲν εἶδα σωματικῶς ἐπὶ τῆς γῆς τὸν Υἱό σου, βλέποντας ὅμως ἐσένα, νόμιζα ὅτι βλέπω Ἐκεῖνον τὸν ἴδιο!

   Μετὰ ταῦτα, ἀποχαιρετᾶ ὅλους ἡ Παρθένος· ἀνακλίνεται πάνω στὸ νεκροκρέββατο· σχηματίζει τὸ πανάχραντο σῶμα της, καθὼς θέλησε· προσφέρει δεήσεις καὶ ἱκεσίες στὸν Υἱό της γιὰ τὴν σύσταση καὶ τὴν εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου· γεμίζει τοὺς Ἀποστόλους καὶ Ἱεράρχες ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Υἱοῦ της, ποὺ δίδεται δι᾿ Ἐκείνης στοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἔτσι ἀφήνει καὶ παραδίδει στὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της τὴν ὁλόφωτη καὶ παναγία ψυχή της.

   Τότε ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων Πέτρος ἄρχισε πρῶτος νὰ λέγει στὴν Θεοτόκο ἐγκώμια ἐπιτάφια, καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι σήκωσαν τὸ νεκροκρέββατο· κι ἄλλοι μὲν προπορεύονταν ἔμπροσθεν βαστάζοντας λαμπάδες καὶ φῶτα, καὶ ψάλλοντας ὕμνους, ἄλλοι δὲ ἀκολουθοῦσαν παραπέμποντας στὸν τάφο τὸ θεοδόχο σῶμα τῆς Θεομήτορος. Ἀλλὰ τότε, καὶ Ἄγγελοι ἀκούγονταν ποὺ ἔψαλλαν ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, καὶ οἱ φωνὲς τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων γέμιζαν τὸν ἀέρα.

   Ὅλα τοῦτα, μὴ ὑποφέροντας νὰ βλέπουν καὶ ν᾿ ἀκοῦνε οἱ φθονεροὶ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, παρακίνησαν κάποιους ἀπὸ τὸν λαὸ κι τοὺς ἔπεισαν νὰ ρίξουν κάτω στὴν γῆ τὸ ἱερὸ νεκροκρέββατο, ἐπάνω στὸ ὁποῖο βρισκόταν τὸ ζωαρχικὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου. Ἡ θεία δίκη ὅμως, πρόφθασε καὶ παίδευσε ὅσους τόλμησαν κάτι τέτοιο· τύφλωσε ὅλων τοὺς ὀφθαλμούς· ἕνας δὲ ἀπ᾿ αὐτούς, στερήθηκε ὄχι μόνο τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια του, ἐπειδὴ αὐτὸς θρασύτερα ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους ὅρμησε κ᾿ ἔπιασε τὴν ἱερὴ ἐκείνη κλίνη. Γι᾿ αὐτὸ ἄφησε στὴν κλίνη κρεμασμένα τὰ αὐθάδη του χέρια, τὰ ὁποῖα ἡ σπάθη τῆς θείας δίκης ἀπέκοψε· ἔμεινε λοιπὸν ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος ἐλεεινὸ καὶ ἀξιοδάκρυτο θέαμα. Ὕστερα ὅμως, πίστευσε ἐξ ὅλης ψυχῆς, κι ὄχι μόνο αὐτὸς γιατρεύτηκε καὶ ἀποκαταστάθηκε ὑγιὴς ὅπως πρωτύτερα, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ τυφλώθηκαν ἔγινε αἴτιος ἰατρείας καὶ σωτηρίας, διότι, ἀφοῦ ἔλαβε κάποιο μικρὸ μέρος ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ ἔβαλε πάνω στοὺς τυφλωθέντες, ὦ τοῦ θαύματος!, τοὺς γιάτρεψε ἀπ᾿ τὸ πάθος τῆς τυφλότητας καὶ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀπιστίας.

   Κι ὅταν ἔφθασαν οἱ Ἀπόστολοι στὸ χωρίο Γεθσημανῆ ἐνταφίασαν τὸ πάναγνο σῶμα τῆς Θεοτόκου, καὶ τρεῖς ἡμέρες παρέμειναν ἐκεῖ ἀκούγοντας ἀκατάπαυστα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τοὺς ὕμνους καὶ τὶς φωνὲς τῶν ἁγίων Ἀγγέλων.

 

   Ἐπειδὴ κατὰ θεία οἰκονομία, ὡς λέγεται, ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους (ὁ Θωμᾶς δηλαδή, καθὼς ἰσχυρίζονται πολλοὶ) δὲν βρέθηκε παρὼν στὴν κηδεία τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τῆς Θεομήτορος, ἀλλ᾿ ἦλθε τὴν τρίτη μέρα, καὶ διὰ τοῦτο λυπόταν πολύ, ἐπειδὴ δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ κι αὐτὸς ὅσα ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ζήσουν οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι, τότε λοιπόν, ἅπαντες οἱ Ἀπόστολοι μὲ κοινὴ ἀπόφαση ἄνοιξαν τὸν τάφο γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου, ὁ Ἀπόστολος ποὺ δὲν πρόφτασε· καὶ ἀνοίγοντας τὸν τάφο ἐξέστησαν ἅπαντες, διότι τὸν βρῆκαν κενὸ1 χωρὶς τὸ πανάχραντο σῶμα, παρὰ μόνο τὸ σινδόνι εἶχε, τὸ ὁποῖο ἔμεινε παρηγοριὰ στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ποὺ ἔμελλε νὰ λυποῦνται γιὰ τὸν χωρισμό· ἔμεινε ἐπίσης, μαρτυρία καὶ ἀψευδὴς ἀπόδειξη τῆς ἀπὸ τοῦ τάφου μεταθέσεως τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου!


Ἧς ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. Ἀμήν.


1. Σημειώνουμε ἐδῶ ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος μετὰ τὴν ἐν τῷ τάφῳ τριήμερη Κοίμησή της, ὄχι μόνον μετέστη, ἀλλὰ καὶ ἀνέστη ἀπὸ τοῦ τάφου καὶ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς· ἤτοι, ἑνώθηκε πάλι ἡ ὁλόφωτη ψυχή της μετὰ τοῦ Θεοδόχου σώματός της, κ᾿ ἔτσι ἀνέστη ἀπὸ τοῦ τάφου. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασή της εὐθὺς ἀνελήφθη σύσσωμη στοὺς οὐρανούς, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ τοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀληθινά, τὸ βεβαιώνουν τὰ πνευματοκίνητα στόματα τῶν ἱερῶν θεολόγων, διότι ὁ μὲν θεσπέσιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης σ’ ἕνα ἐκ τῶν τριῶν ἐγκωμίων του στὴν Κοίμηση, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι· «Μυστήριον ἡ παροῦσα Πανήγυρις…», γράφει τὰ ἑξῆς:

«Πῶς οὐκ ἀψευδὴς ἡ Μετάθεσις; ἐπεὶ καὶ τἄλλα συνέδραμε· ψυχῆς διάστασις ἀπὸ σώματος συνθέτου λύσις· μερῶν διάζευξις· ἀνάλυσις, ἐπίζευξις (δηλ. ἕνωση ψυχῆς μετὰ σώματος), σύμπηξις (δηλ. ἀνάσταση) καὶ πρὸς τὸ ἀφανὲς ὑποχώρησις».

   Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σ᾿ ἕναν ἐκ τῶν τριῶν λόγων του στὴν Κοίμηση, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι· «Ἔθος ἐστὶ τοῖς ἐρωτικῶς πρός τι διακειμένοις…», λέγει τὰ ἀκόλουθα:

«Ἔδει καθάπερ χρυσὸν ἀποβαλοῦσαν τὸ γεῶδες καὶ ἀλαμπὲς τῆς θνητότητος πάχος, ὡς ἐν χωνεύσει τῷ θανάτῳ σάρκα (τῆς Θεοτόκου) ἄφθαρτον καὶ καθαρὰν τῶ φέγγει τῆς ἀφθαρσίας ἐκλάμπουσαν, ἐξαναστῆναι τοῦ μνήματος. Σήμερον ἀρχὴν λαμβάνει (ἡ Θεοτόκος) δευτέρας ὑπάρξεως (ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀνάσταση) ὑπὸ τοῦ δόντος αὐτῇ τὴν ἀρχὴν τῆς προτέρας ὑπάρξεως».

   Μαζὶ μὲ τούτους συμμαρτυρεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς ὁ μελωδός, ποὺ γράφει σὲ κάποιο τροπάριο τῆς πρώτης ὠδῆς τοῦ εἰς τὴν Κοίμηση Κανόνος του: «…διὸ θνήσκουσα, σὺν τῷ Υἱῷ, ἐγείρῃ διαιωνίζουσα».

   Καθαρώτατα δὲ καὶ σαφέστατα τοῦτο παρέστησε ὁ τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν λόγο του εἰς τὴν Κοίμηση, ποὺ πανηγυρίζει τὸ γεγονὸς καὶ γράφει:

«Μόνη αὕτη νῦν μετὰ τοῦ θεοδοξάστου σώματος σὺν τῷ Υἱῷ τὸν οὐράνιον ἔχει χῶρον… εἰ γὰρ ψυχὴ Θεοῦ χάριν ἔνοικον σχοῦσα πρὸς οὐρανὸν ἀνέρχεται τῶν ἐνταῦθα λυθεῖσα… πῶς ἄν, τὸ μὴ μόνο ἐν ἑαυτῷ λαβὸν αὐτὸν τὸν προαιώνιον καὶ μονογενῆ τοῦ Θεοῦ Υἱόν, τὴν ἀένναον πηγὴν τῆς χάριτος, ἀλλὰ καὶ γεννητικὸν ἀναφανὲν αὐτοῦ σῶμα, οὐκ ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανὸν ἀνελήφθη; Διὰ τοῦτο τὸ γεννῆσαν εἰκότως σῶμα συνδοξάζεται τῶ γεννήματι δόξῃ θεοπρεπεῖ καὶ συνανίσταται, κατὰ τὸ προφητικὸν ἆσμα, τῷ πρότερον ἀναστάντι τριημέρῳ Χριστῷ, ἡ Κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματος αὐτοῦ, καὶ παράστασις γίνεται τοῖς μαθηταῖς τῆς ἐκ νεκρῶν αὐτῆς ἀναστάσεως, αἱ σινδόνες καὶ τὰ ἐντάφια μόνα περιλειφθέντα τῶ τάφῳ καὶ μόνα κατ᾿ αὐτὸν εὑρεθέντα τοῖς κατὰ ζήτησιν προσελθοῦσι, καθάπερ ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Δεσπότου πρότερον. Οὐκ ἦν δὲ χρεία καὶ ταύτην ἔτι πρὸς ὀλίγον, καθάπερ ὁ ταύτης Υἱὸς καὶ Θεός, διατρίψαι τῇ γῇ. Διὰ τοῦτο πρὸς τὸν ὑπερουράνιον εὐθὺς ἀνελήφθη χῶρον ἀπὸ τοῦ τάφου».

   Ἀλλὰ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τοῦτο βεβαιώνει στὸν λόγο του εἰς τὴν Κοίμηση. Ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ θεῖος Μᾶρκος ὁ Ἐφέσου (ὁ Εὐγενικὸς) στοὺς ὀκτωήχους Κανόνες του στὴν Κοίμηση, ἔτσι λέγει σὲ κάποιο τροπάριο τῆς ἐνάτης ὠδῆς τοῦ βαρέως ἤχου:

«Μεγαλυνέσθω εὐφήμοις ὠδαῖς ἡ Πάναγνος, μακαριζέσθω ἀξίως ἡ παμμακάριστος, ὅτι νενέκρωται καὶ ἐγήγερται πάλιν, ὡς Μήτηρ τοῦ Κυρίου, εἰς πίστωσιν ἐσχάτης ἀναστάσεως, ἣν ἐλπίζομεν».

   Καὶ σ᾿ ἄλλο τροπάριο τῆς ἕκτης ὠδῆς τοῦ πλ. Δ΄ ἤχου γράφει:

«Νέκρωσιν ἡ τῆς ζωῆς, Μήτηρ δέχεται, καὶ τάφῳ τεθεῖσα, μετὰ τρίτην ἡμέραν, εὐκλεῶς ἐξανίσταται, εἰς αἰῶνας τῷ Υἱῷ συμβασιλεύουσα, καὶ αἰτοῦσα, τὴν τῶν πταισμάτων ἡμῖν ἄφεσιν».

 

   Γιατί ὅμως, δὲν δημοσιεύεται ἐπ᾿ Ἐκκλησίας ἡ τῆς Θεοτόκου ἀνάσταση καὶ ἀνάληψη, ἀλλὰ μετάσταση μόνον αὐτῆς λέγεται; Σὲ τοῦτο ἀποκρίνονται κάποιοι.

   Πρῶτον, ὅτι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἀνάληψη τῆς Θεοτόκου δὲν εἶναι μαρτυρημένη στὶς θεῖες Γραφές, καθὼς εἶναι ἡ τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη.

   Δεύτερον, διότι ἡ τῆς Θεοτόκου ἀνάσταση καὶ ἀνάληψη, εἶναι δόγμα μυστικό, μονάχα στοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων σημειωμένο, κι ὄχι κήρυγμα. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ σιωπᾶται, ἐπειδὴ κατὰ τὸν μέγα Βασίλειο: «Τὰ μὲν δόγματα σιωπᾶται, τὰ δὲ κηρύγματα δημοσιεύεται» (Κανὼν 91).

   Καὶ τρίτον, ἀποκρίνονται μερικοὶ ὅτι ἡ Μετάσταση εἶναι καθολικώτερη τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεως, καθότι πᾶν τὸ ἀναστηθὲν ἢ ἀναληφθὲν μετακινεῖται κατὰ τὸν τόπο (μετατοπίζεται)· λεγομένη, λοιπόν, ἡ μετάσταση ἐπὶ τῆς Θεοτόκου, συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἀνάσταση αὐτῆς καὶ τὴν ἀνάληψη.

 

   Ἐξ ὅσων εἰπώθηκαν, ἔγινε φανερὸ ὅτι οἱ ὑποστηρίζοντες καὶ πιστεύοντες πὼς ἡ Κυρία Θεοτόκος δὲν ἀναστήθηκε, ἤτοι, δὲν ἑνώθηκε ἡ ἁγιωτάτη ψυχή Της μετὰ τοῦ ἀχράντου αὐτῆς σώματος, ἀλλ᾿ οὔτε ὅτι τὸ σῶμα αὐτῆς εἶναι ζωντανὸ στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ νεκρό, δηλαδὴ χωρισμένο ἀπὸ τὴν ζωοποιοῦσα αὐτὸ ψυχή, ὅλοι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν καὶ δὲν φρονοῦν ὀρθῶς.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 6ος, σελ. 214–221. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.

 

ν τῇ Γεννήσει, τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας· ἐν τῇ Κοιμήσει, τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β΄.

 

Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.