Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ




ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθ. ιη΄ 23 - 35)


   «Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ.

   ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων.

   μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.

   πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω.

   σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ.

   ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις.

   πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι·

   ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον.

   ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα.

   τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.

   οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;

   καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ.

   Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.»


Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική:

   Εἶπε ὁ Κύριος τὴν παραβολὴ τούτη: Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει παρομοιωθεῖ μὲ ἕνα βασιλιᾶ, ποὺ θέλησε νὰ λογαριασθεῖ μὲ τοὺς δούλους του, στοὺς ὁποίους εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὴν διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν του.

   Κ’ ἐκεῖ ποὺ ἄρχισε νὰ ἐξετάζει τοὺς λογαριασμούς, τοῦ ἔφεραν μὲ βία ἕναν, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε τὸ τεράστιο ποσὸ τῶν δέκα χιλιάδων ταλάντων.

   Κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ ἐπιστρέψει ὅσα χρωστοῦσε, διέταξε ὁ κύριός του νὰ πουληθεῖ ὡς δοῦλος αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα ὅσα εἶχε, γιὰ νὰ ἐξοφληθεῖ ἔτσι ἔστω καὶ μέρος ἀπὸ τὸ χρέος.

   Ἔπεσε τότε κατὰ γῆς ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, τὸν προσκυνοῦσε κ’ ἔλεγε: Κύριε, δεῖξε ἐπιείκεια καὶ μακροθυμία σὲ μένα καὶ ὅλα ὅσα σοῦ χρωστῶ, θά σοῦ τὰ πληρώσω.

   Φάνηκε δὲ σπλαγχνικὸς ὁ Κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο καὶ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος.

   Ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ὅταν βγῆκε ἔξω, βρῆκε ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ὁ ὅποιος τοῦ χρωστοῦσε τὸ μηδαμινὸ ποσὸ τῶν ἑκατὸ δηναρίων. Ἀμέσως τὸν ἔπιασε καὶ τὸν πίεζε κατὰ τὸν πλέον σκληρὸ τρόπο λέγοντας: Πλήρωσέ μου ὅ,τι μοῦ χρωστᾶς.

   Ἔπεσε τότε ὁ σύνδουλος ἐκεῖνος στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: Δεῖξε σὲ μένα ἐπιείκεια καὶ μακριθυμία καὶ θὰ σοῦ ἐπιστρέψω τὰ ὀφειλόμενα.

   Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε ν’ ἀκούσει τίποτε, ἀλλὰ πῆγε καὶ τὸν κατήγγειλε στὶς ἀρχὲς καὶ τὸν ἔβαλε στὴν φυλακή, ἕως ὅτου πληρώσει τὸ χρέος του.

   Οἱ ἄλλοι σύνδουλοί του, ὅταν εἶδαν αὐτὰ ποὺ ἔγιναν, λυπήθηκαν πάρα πολὺ κι ἀφοῦ ἦλθαν στὸν κύριό τους τοῦ διηγήθηκαν μὲ ἀκρίβεια ὅλα τὰ γεγονότα.

   Τότε κάλεσε αὐτὸν ὁ κύριός του καὶ τοῦ εἶπε: Δοῦλε πονηρέ, ὅλο τὸ τεράστιο ἐκεῖνο χρέος σου τὸ χάρισα, διότι μὲ παρακάλεσες.

   Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ λυπηθεῖς καὶ νὰ ἐλεήσεις τὸν σύνδουλό σου, ὅπως ἐγὼ ὁ Κύριός σου σὲ λυπήθηκα καὶ σὲ ἐλέησα;

   Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριός του τὸν ἔβαλε στὴν φυλακὴ καὶ τὸν παρέδωκε στοὺς βασανιστές, γιὰ νὰ τὸν βασανίζουν, μέχρις ὅτου ἐξοφλήσει ὅλο τὸ χρέος του.

   Ἔτσι καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος θὰ κάμει σὲ σᾶς ἐὰν δὲν συγχωρεῖτε ὁ καθένας στὸν ἀδελφό του, μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, τὰ πταίσματα, ποὺ ἔχει κάμει ἀπέναντί σας.