Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Ἑρμηνεία τοῦ «Κύριε Ἐλέησον»




Ἑρμηνεία τοῦ «Κύριε Ἐλέησον»

Πολὺ ὠφέλιμη νὰ τὴν ξέρει κάθε Χριστιανός,

γι’ αὐτὸ καὶ μεταγλωττίσθηκε στὴν ἁπλοελληνική.


Ἀγνώστου Μοναχοῦ*


   Τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καὶ συντομότερα «Κύριε ἐλέησον», ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Ἀποστόλων χαρίσθηκε στοὺς Χριστιανοὺς καὶ ὁρίστηκε νὰ τὸ λένε ἀκατάπαυστα, ὅπως καὶ τὸ λένε. Πλὴν ὅμως, τί σημαίνει τοῦτο τὸ «Κύριε ἐλέησον», εἶναι πολὺ λίγοι σήμερα ποὺ τὸ ξέρουν, κι ἔτσι φωνάζουν καθημερινὰ ἀνωφελῶς, ἀλλοίμονο, καὶ ματαίως τὸ «Κύριε ἐλέησον», καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου δὲν τὸ λαβαίνουν γιατὶ δὲν ξέρουν τί ζητοῦν.

   Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ξέρουμε πὼς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφότου σαρκώθηκε κ’ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὑπέμεινε τόσα πάθη καὶ σταυρώθηκε καὶ χύνοντας τὸ πανάγιο αἷμα Του ἐξαγόρασε τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου, ἀπὸ τότε ἔγινε Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Καὶ προτοῦ βέβαια σαρκωθεῖ ἦταν Κύριος ὅλων τῶν κτισμάτων, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, ὡς δημιουργὸς καὶ ποιητής τους, ὅμως τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν δαιμόνων ποὺ δὲν θέλησαν ἀπὸ μόνοι τους νὰ τὸν ἔχουν Κύριο καὶ ἐξουσιαστή τους, δὲν ἦταν καὶ Αὐτὸς Κύριος τους, ὁ Κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Ὁ πανάγαθος Θεὸς δηλαδή, καὶ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔκανε αὐτεξούσιους καὶ τοὺς χάρισε τὸ λογικό, νὰ ἔχουν γνώση καὶ διάκριση· γι’ αὐτό, ὡς δίκαιος ποὺ εἶναι καὶ ἀληθινός, δὲν θέλησε νὰ τοὺς ἀφαιρέσει τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ τοὺς ἐξουσιάζει μὲ τὴν βία καὶ χωρὶς τὴν θέλησή τους. Ἀλλ’ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία καὶ διακυβέρνησή Του, ἐκείνους ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἐξουσιάζει καὶ τοὺς κυβερνᾶ· ἐκείνους πάλι ποὺ δὲν θέλουν, τοὺς ἀφήνει νὰ κάμουν τὸ θέλημά τους, ὡς αὐτεξούσιοι ποὺ εἶναι.

   Γιὰ τοῦτο καὶ τὸν Ἀδὰμ ποὺ πλανήθηκε ἀπὸ τὸν ἀποστάτη διάβολο κ’ ἔγινε κι αὐτὸς ἀποστάτης τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θέλησε νὰ ὑπακούσει στὴν ἐντολή Του, τὸν ἄφησε ὁ Θεὸς στὸ αὐτεξούσιό του καὶ δὲν θέλησε νὰ τὸν ἐξουσιάζει τυραννικά. Ἀλλὰ ὁ φθονερὸς διάβολος ποὺ τὸν πλάνησε ἐξαρχής, δὲν ἔπαψε κι ἔπειτα νὰ τὸν πλανᾶ, ὥσπου τὸν ἔκανε παρόμοιο στὴν ἀλογία μὲ τὰ κτήνη τὰ ἀνόητα καὶ ζοῦσε πλέον σὰν ζῶο ἄλογο καὶ ἀνόητο. Μὰ ὁ πολυέλεος Θεὸς τὸν σπλαχνίστηκε τελικὰ κι ἔτσι χαμήλωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκε στὴν γῆ1 κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἄνθρωπο· καὶ μὲ τὸ πανάχραντο αἷμα Του τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ διὰ μέσου τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου τὸν ὁδήγησε πῶς νὰ ζεῖ θεάρεστα. Καί, κατὰ τὸν Θεολόγο Ἰωάννη, μᾶς ἔδωσε ἐξουσία νὰ γίνουμε τέκνα Θεοῦ2 καὶ μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα μᾶς ἀναγέννησε καὶ μᾶς ἀνέπλασε καὶ μὲ τὰ ἄχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινὰ τὴν ψυχή μας καὶ τὴν ζωογονεῖ. Καὶ μ’ ἕνα λόγο, μὲ τὴν ἄκρα Του σοφία βρῆκε τὸν τρόπο νὰ μένει πάντοτε ἀχώριστος μ’ ἐμᾶς κι ἐμεῖς μὲ Αὐτόν, γιὰ νὰ μὴν ἔχει πλέον καθόλου τόπο σ’ ἐμᾶς ὁ διάβολος.

   Ὁρισμένοι ὅμως ἀπ’ τοὺς Χριστιανούς, ὕστερα ἀπὸ τόσες χάριτες ποὺ ἀξιώθηκαν κ’ ὕστερα ἀπὸ τόσες εὐεργεσίες ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι ἀπὸ τὸν διάβολο κ’ ἐξαιτίας τοῦ κόσμου καὶ τῆς σάρκας ξεμάκρυναν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κατακυριεύονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο κάνοντας τὰ θελήματά του. Ὅμως δὲν εἶναι τελείως ἀναίσθητοι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνονται τὸ κακὸ ποὺ ἔπαθαν. Καταλαβαίνουν τὸ σφάλμα τους καὶ γνωρίζουν τὴν ὑποδούλωσή τους, ἀλλὰ δὲν μποροῦν αὐτοὶ μόνοι τους νὰ γλυτώσουν καὶ γι’ αὐτὸ προστρέχουν στὸν Θεὸ καὶ φωνάζουν τὸ «Κύριε ἐλέησον» γιὰ νὰ τοὺς εὐσπλαχνιστεῖ ὁ πολυέλεος Κύριος καὶ νὰ τοὺς ἐλεήσει, νὰ τοὺς δεχτεῖ σὰν τὸν ἄσωτο υἱὸ3 καὶ νὰ τοὺς δώσει πάλι τὴν θεία χάρη Του καὶ μέσῳ αὐτῆς νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ τοὺς δαίμονες καὶ νὰ λάβουν πάλι τὴν ἐλευθερία τους, γιὰ νὰ μπορέσουν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ ζήσουν θεάρεστα καὶ νὰ φυλάξουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ Χριστιανοὶ πού, ὅπως εἴπαμε, μὲ τέτοιο σκοπὸ φωνάζουν τὸ «Κύριε ἐλέησον», αὐτοὶ θὰ ἐπιτύχουν ἐξάπαντος καὶ τὸ ἔλεος τοῦ πανάγαθου Θεοῦ καὶ θὰ λάβουν τὴν χάρη Του νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπ’ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ σωθοῦν.

   Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ δὲν ἔχουν εἴδηση ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, μήτε γνωρίζουν τὴν συμφορά τους ποὺ εἶναι καταδουλωμένοι στὰ θελήματα τῆς σάρκας καὶ στὰ κοσμικὰ πράγματα, μήτε ἔχουν εὐκαιρία νὰ συλλογιστοῦν τὴν ὑποδούλωσή τους, ἀλλὰ χωρὶς τέτοιο σκοπὸ φωνάζουν μόνο τὸ «Κύριε ἐλέησον», περισσότερο ἀπὸ συνήθεια, αὐτοὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ λάβουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Καὶ μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο καὶ ἄπειρο ἔλεος; Γιατὶ εἶναι καλύτερα νὰ μὴ λάβουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ τὸ λάβουν καὶ πάλι νὰ τὸ χάσουν, ἐπειδὴ τότε εἶναι διπλὸ τὸ φταίξιμό τους. Ἄλλωστε, ἂν κανεὶς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στὰ χέρια μικροῦ παιδιοῦ ἢ κανενὸς ἀγροίκου ἄνθρωπου ποὺ νὰ μὴ ξέρει τί ἀξίζει, καὶ αὐτοὶ τὸ πάρουν στὰ χέρια τους καὶ τὸ χάσουν, εἶναι φανερὸ πὼς δὲν τὸ ἔχασαν ἐκεῖνοι ἀλλ’ αὐτὸς πού τοὺς τὸ ἔδωσε.

   Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις καλύτερα τὰ λεγόμενα, συλλογίσου πὼς στὸν κόσμο τοῦτο ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἄπορος καὶ φτωχὸς καὶ θέλει νὰ πάρει ἐλεημοσύνη ἀπὸ κάποιον πλούσιο, πηγαίνει καὶ τοῦ λέει «ἐλέησόν με», δηλαδὴ «λυπήσου με γιὰ τὴν φτώχεια μου καὶ δός μου τὰ ἀναγκαῖα». Καὶ πάλι, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χρέος καὶ θέλει νὰ τοῦ τὸ χαρίσει ὁ δανειστής του, πηγαίνει καὶ τοῦ λέει «ἐλέησόν με», δηλαδὴ «λυπήσου με γιὰ τὴν ἀνέχειά μου καὶ χάρισέ μου αὐτὸ ποὺ σοῦ χρωστῶ». Ὁμοίως καὶ ὁ φταίχτης, θέλοντας νὰ τὸν συγχωρήσει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἔφταιξε, πηγαίνει καὶ τοῦ λέει «ἐλέησόν με», δηλαδὴ «συγχώρεσέ με γιὰ ὅ,τι σοῦ ἔκανα». Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁ ἁμαρτωλὸς φωνάζει στὸν Θεὸ τὸ «Κύριε ἐλέησον» καὶ δὲν ξέρει μήτε τί λέει, μήτε γιατί τὸ λέει, ἀλλὰ μήτε τί εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ τὸ δώσει, μήτε σὲ τί τὸν συμφέρει τὸ ἔλεος ποὺ ζητᾶ, καὶ μόνο ἀπὸ συνήθεια φωνάζει «Κύριε ἐλέησον», χωρὶς νὰ ξέρει τίποτε. Πῶς λοιπὸν νὰ τοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὸ ἔλεός Του, ἀφοῦ αὐτός, καθὼς δὲν τὸ ξέρει, τὸ καταφρονεῖ καὶ πάλι τὸ χάνει σύντομα καὶ ἁμαρτάνει περισσότερο; Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ νὰ φωνάζουμε ἀκατάπαυστα τὸ «Κύριε ἐλέησον», δηλαδὴ «λυπήσου με, Κύριέ μου, τὸν ἁμαρτωλό, στὴν ἐλεεινὴ κατάσταση ποὺ βρίσκομαι, καὶ δέξου με πάλι στὴν χάρη Σου· δός μου πνεῦμα δυνάμεως, γιὰ νὰ μὲ δυναμώσει ν’ ἀντισταθῶ στοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου καὶ στὴν κακὴ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας· δός μου πνεῦμα σωφρονισμοῦ, γιὰ νὰ σωφρονιστῶ, νὰ ἔρθω σὲ αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ νὰ διορθωθῶ· δός μου πνεῦμα φόβου, γιὰ νὰ σὲ φοβοῦμαι καὶ νὰ φυλάγω τὶς ἐντολές Σου· δός μου πνεῦμα ἀγάπης γιὰ νὰ σὲ ἀγαπῶ καὶ νὰ μὴν ἀπομακρύνομαι πλέον ἀπὸ κοντά Σου· δός μου πνεῦμα εἰρήνης, γιὰ νὰ φυλάει τὴν ψυχή μου εἰρηνικὴ καὶ νὰ συγκεντρώνω ὅλους μου τοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ εἶμαι ἥσυχος καὶ ἀτάραχος· δός μου πνεῦμα καθαρότητας, γιὰ νὰ μὲ φυλάει καθαρὸ ἀπὸ κάθε μολυσμό· δός μου πνεῦμα πραότητας, γιὰ νὰ εἶμαι ἥμερος στοὺς ἀδελφούς μου Χριστιανοὺς καὶ ν’ ἀπέχω ἀπὸ τὸν θυμό· δός μου πνεῦμα ταπεινοφροσύνης, γιὰ νὰ μὴ φαντάζομαι τὰ ὑψηλὰ καὶ ὑπερηφανεύομαι».

   Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ γνωρίζει τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχει ἀπ’ ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας τὸ «Κύριε ἐλέησον», αὐτὸς βεβαιότατα θὰ λάβει ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶ καὶ θὰ ἐπιτύχει τὸ ἔλεος καὶ τὴν θεία χάρη τοῦ Κυρίου. Ὅποιος ὅμως δὲν ξέρει τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἀλλὰ ἀπὸ συνήθεια μόνο φωνάζει τὸ «Κύριε ἐλέησον», αὐτὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λάβει ποτὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· γιατὶ καὶ πρωτύτερα ἔλαβε πολλὲς χάριτες ἀπὸ τὸν Θεὸ μὰ δὲν τὶς ἀναγνώρισε, μήτε εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ τὶς ἔδωσε. Αὐτὸς ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅταν πλάστηκε κι ἔγινε ἄνθρωπος· ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅταν ἀναπλάστηκε μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα κι ἔγινε ὀρθόδοξος Χριστιανός· ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅταν γλύτωσε ἀπὸ τόσους κινδύνους ψυχικοὺς καὶ σωματικοὺς ποὺ δοκίμασε στὴν ζωή του· ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τόσες φορὲς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ κοινωνήσει τὰ ἄχραντα μυστήρια· ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅσες φορὲς ἁμάρτησε στὸν Θεὸ καὶ τὸν πίκρανε μὲ τὶς ἁμαρτίες του καὶ δὲν ἐξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικὰ ὅπως τοῦ ἔπρεπε· ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅταν μὲ διάφορους τρόπους εὐεργετήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν τὸ ἀναγνώρισε, ἀλλὰ ὅλα τὰ λησμόνησε καὶ δὲν φρόντισε καθόλου γιὰ τὴν σωτηρία του. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Χριστιανὸς πῶς νὰ λάβει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζει πὼς δέχεται τέτοια χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, καθὼς εἴπαμε, μήτε νὰ ξέρει τί λέει, ἀλλὰ νὰ φωνάζει μόνο τὸ «Κύριε ἐλέησον» χωρὶς κανένα στόχο καὶ σκοπό, ἐκτὸς ἀπὸ μόνη τὴν συνήθεια;


* «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», τόμος Ε΄, Ἑρμηνεία τοῦ ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ.


1. Ψαλμ. ιζ΄ 10.

2. Ἰωάν. α΄ 12.

3. Λουκ. ιε΄ 20.