Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

ΟΜΙΛΙΑ ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΕΙΝΑΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (3)




ΟΜΙΛΙΑ

ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΕΙΝΑΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (3)


Μεγάλου Βασιλείου*


   5. Ὅλοι λοιπὸν καὶ ἀτομικῶς καὶ δημοσίως νὰ ἐξετάσουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Νὰ θεωρήσουμε τὴν ξηρασία ­σὰν παιδαγωγό, ποὺ ὑπενθυμίζει στὸν καθένα μας τὴν δική του ἁμαρτία. Νὰ ποῦμε καὶ μάλιστα μὲ συναίσθηση τὸν λόγο τοῦ γενναίου Ἰώβ· «τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ μὲ ἄγγιξε»10. Καὶ μάλιστα νὰ καταλογίσουμε τὴν συμφορά μας πρωταρχικῶς στὰ ἁμαρτήματα. Κ’ ἐὰν πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ κάτι ἄλλο, ἐνίοτε οἱ κακοτυχίες αὐτὲς συμβαί­νουν στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὡς δοκιμασίες στὶς ψυχές, γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν οἱ δόκιμοι, εἴτε πτωχοὶ εἴτε πλούσιοι εἶναι αὐ­τοί, ἐπάνω στὶς δυσκολίες. Διότι καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ δοκι­μάζονται ἀκριβῶς διὰ τῆς ὑπομονῆς. Καὶ πρὸ παντὸς κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἀποδεικνύεται, ἐὰν ὁ μὲν εἶναι κοινωνικὸς καὶ φιλάδελφος, ἐὰν ὁ δὲ εὐγνώμων καὶ ὄχι ἀντιθέτως βλάσφη­μος, ποὺ ἀλλάζει τὴν διάθεση ταχέως μαζὶ μὲ τὶς συμφορὲς τῆς ζωῆς.

   Ἐγὼ γνωρίζω πολλοὺς (καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ἔμαθα ἐξ ἀκοῆς, ἀλλ’ ἐκ πείρας γνώρισα τοὺς ἀνθρώπους), οἱ ὁποῖοι μέχρις ὅτου μὲν ὁ βίος γι’ αὐτοὺς προχωρεῖ εὐνοϊκά, κατὰ τὴν παροιμία, ἀναγνωρίζουν ἐμμέσως λοιπόν, ἂν καὶ ὄχι τελείως, τὴν χάρη στὸν εὐεργέτη. Κ’ ἐὰν κάποτε τὰ πράγματα τραποῦν πρὸς τὴν ἀντίθετη κατάσταση καὶ γίνει ὁ μὲν πλού­σιος πτωχός, ἡ ὑγεία τοῦ σώματος ἀσθένεια, ἡ δόξα καὶ ἡ περιφάνεια ντροπὴ καὶ ἀτίμωση, γίνονται ἀχάριστοι, ξεστο­μίζουν βλασφημίες, τεμπελιάζουν στὴν προσευχή. Δυσανα­σχετοῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὡς νὰ εἶναι χρεώστης ποὺ καθυστερεῖ τὴν ὀφειλὴ καὶ δὲν συμπεριφέρονται ὡς πρὸς Κύριο ποὺ ἀγανακτεῖ. Ἀλλὰ διῶξε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τὴν σκέψη αὐτή. Κι ὅταν δεῖς τὸν Θεὸ νὰ μὴ χαρίζει τὰ ἀπαραίτητα, ἔτσι νὰ συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ὁ Θεὸς ἀδυνατεῖ νὰ χορηγήσει τὴν τροφή; Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν; Αὐτὸς ποὺ εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας, σοφὸς ρυθμιστὴς τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν καιρῶν, κυβερνήτης τῶν ὅλων, ποὺ ὅρισε σὰν κάποιο εὔτακτο χορό, τὶς ἐποχὲς καὶ τὶς τροπὲς τοῦ ἥλιου νὰ διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη, γιὰ νὰ ἐπαρκοῦν μὲ τὴν ποικιλία τους στὶς διάφορες ἀνάγκες μας· καὶ ἄλλοτε μὲν νὰ πέφτει βροχὴ στὸν κατάλληλο καιρό, ἄλλοτε δὲ πάλι ἡ ζέστη καὶ τὸ κρύο νὰ ἐναλλάσσονται κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ νὰ μὴ λείπει ἡ ξηρασία. Ὁ Θεὸς λοιπὸν εἶναι δυνατός. Κι ἀφοῦ ἔχει καὶ τὴν δύναμη καὶ τοῦτο γίνεται παραδεκτό, μήπως ἆραγε λείπει ἡ ἀγαθότητα; Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἀνύπαρκτος. Διότι ποιά ἀνάγκη θὰ ἔπειθε αὐτὸν ποὺ δὲν εἶναι ἀγαθὸς νὰ δημιουργήσει κατ’ ἀρχὴν τὸν ἄνθρωπο; Καὶ ποιός θὰ ἐξανάγκαζε τὸν κτίστη νὰ πάρει χῶμα καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὸ θέλει, καὶ ἀπὸ τὴν λάσπη νὰ μορφοποιήσει τέτοιο κάλλος; Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ κατ’ ἀνάγκην ἔπεισε νὰ δωρήσει τὸν λόγο στὸν ἄνθρωπο σύμφωνα πρὸς τὴν δική Του εἰκόνα, γιὰ νὰ δεχθεῖ, ἀφοῦ ἀπ’ ἐκεῖ ξεκινήσει, τὴν μάθηση τῶν τεχνῶν, καὶ γιὰ νὰ μάθει νὰ φιλοσοφεῖ γιὰ τὰ οὐράνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἀγγίζει μὲ τὶς αἰσθήσεις; Κ’ ἐὰν ἔτσι συλλογίζεσαι, θὰ βρεῖς νὰ συνυπάρχει στὸν Θεὸ ἡ ἀγαθότητα καὶ μέχρι ἀκόμη καὶ τώρα νὰ μὴ ἀπουσιάζει. Διότι τί θὰ ἐμπόδιζε, πές μου, νὰ μὴ εἶναι ξηρασία αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ἀλλὰ τέλεια πυρπόληση; Καὶ ὁ ἥλιος νὰ παρεξέκλινε λίγο ἀπὸ τὴν κανονικὴ πορεία καὶ νὰ πλησίαζε τὰ περίγεια σώματα καὶ αὐτομάτως νὰ κατέκαιγε κάθε τί ποὺ βλέπουμε; Ἢ νὰ βρέξει φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, καθ’ ὅμοιον τρόπο, ποὺ τιμώρησε ἤδη τοὺς ἁμαρτωλούς11;

   Αὐτοκυριαρχήσου καὶ ἔλα στὰ συγκαλά σου, ἄνθρωπε˙ μὴ κάμεις αὐτὰ ποὺ κάνουν τὰ ἀνόητα παιδιὰ πού, ἐπειδὴ τὰ μάλωσε ὁ δάσκαλος, ξεσχίζουν τὰ βιβλία τους˙ καὶ ξεσχίζουν τὸ ἔνδυμα τοῦ πατέρα τους, ποὺ γιὰ τὴν ὠφέλειά τους ἀναβάλλει τὴν τροφή, ἢ μὲ τὰ νύχια τους καταγρατζουνίζουν τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας. Διότι τὸν μὲν κυβερνήτη δοκιμάζει καὶ σκληραγωγεῖ ἡ τρικυμία, τὸν ἀθλητὴ τὸ στάδιο, τὸν στρατηγὸ τὸ στρατόπεδο, τὸν γενναιόκαρδο ἡ συμφορά, καὶ τὸν Χριστιανὸ ἡ δοκιμασία. Καὶ οἱ λύπες δοκιμάζουν τὴν ψυχή, ὅπως ἡ φωτιὰ δοκιμάζει τὸν χρυσό. Εἶσαι φτωχός; Μὴ καταλαμβάνεσαι ἀπὸ ἀθυμία. Διότι ἡ ὑπερβολικὴ κατήφεια γίνεται αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μὲν λύπη καταβαραθρώνει τὴν διάνοια καὶ ἡ ἀμηχανία ἐμβάλλει ζάλη, ἡ δὲ ἔλλειψη τῶν λογισμῶν γεννᾶ τὴν ἀχαριστία. Ἀλλὰ νὰ ἐλπίζεις στὸν Θεό.

   Μήπως δηλαδὴ δὲν παρατηρεῖ τὴν στενοχώρια; Κρατᾶ τὴν τροφὴ στὰ χέρια του καὶ καθυστερεῖ τὴν χορήγηση, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν σταθερότητά σου, γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ τὴν διάθεσή σου, ἐὰν δὲν εἶναι ὅμοια μὲ αὐτὴ τῶν ἀκόλαστων καὶ τῶν ἀχάριστων. Διότι καὶ αὐτοί, μέχρις ὅτου συμβαίνει νἄχουν τὴν τροφὴ στὸ στόμα τους, εὐφημοῦν, κολακεύουν, ὑπερθαυμάζουν, ὅταν ὅμως ἐπ’ ὀλίγον ἀναβληθεῖ τὸ τραπέζι, σὰν λίθους ἀφήνουν τὶς βλασφημίες πρὸς αὐτοὺς ποὺ πρὶν λίγο λόγῳ τῆς τέρψεως προσκυνοῦσαν σὰν Θεό. Διάβασε τὴν Πάλαια Διαθήκη καὶ τὴν Καινὴ καὶ θὰ βρεῖς ἐκεῖ, στὴν κάθε μία, πολλοὺς νὰ ἔχουν τραφεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο.

   Ὁ Κάρμηλος, βουνὸ ὑψηλὸ καὶ ἀκατοίκητο, ἔρημο αὐτό, φιλοξενοῦσε ἔρημον τὸν Ἠλία. Γιὰ τὸν δίκαιο ἡ ψυχή του ἦταν ἡ ὅλη περιουσία καὶ ἐφόδιο τῆς ζωῆς ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τὸ νὰ ζεῖ ἔτσι, δὲν πέθανε ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἀλλὰ τὰ ἀρπακτικώτατα καὶ τὰ πλέον λαίμαργα ἀπὸ τὰ ὄρνια, αὐτὰ ἔφερναν τὰ τρόφιμα καὶ ὑπηρετοῦσαν τὸν δίκαιο στὴν τροφή. Αὐτὰ ποὺ ἀπὸ τὴν φύση τους ἁρπάζουν τὶς ξένες τροφές, μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Δεσπότου ἄλλαξαν τὴν φύση κ’ ἔγιναν πιστοὶ φύλακες τῶν ἄρτων καὶ τῶν κρεάτων. Καὶ μάθαμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἱστορία ὅτι τὰ κοράκια ἔφερναν τὶς τροφὲς στὸν ἄνδρα12. Ἐπίσης καὶ ὁ λάκκος τῆς Βαβυλῶνος κρατοῦσε τὸν νεαρὸ ἰσραηλίτη αἰχμάλωτο μὲν κατὰ τὴν συμφορά, ἐλεύθερον ὅμως στὴν ψυχὴ καὶ τὸ φρόνημα. Μήπως ὅμως ἔπαθε κάποιο κακὸ ἀπὸ τὰ λεοντάρια; Ὄχι! Τὰ λεοντάρια μέν, παρὰ τὴν φύση τους, νήστευαν, ὁ δὲ τροφέας αὐτοῦ Ἀββακοὺμ ἐρχόταν διὰ μέσου τοῦ ἀέρος· ὁ ἄγγελος κόμιζε μαζὶ μὲ τὰ τρόφιμα καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ γιὰ νὰ μὴ δεινοπαθήσει ἀπὸ τὴν πεῖνα ὁ δίκαιος, ὁ προφήτης σ’ ἐλάχιστο χρόνο πέταξε πάνω ἀπὸ τόση ξηρὰ καὶ θάλασσα, ὅση ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν Ἰουδαία μέχρι τῆς Βαβυλῶνος13.

 

   6. Ἐπίσης τί ἔκαμε ὁ λαὸς τῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου ἀρχηγὸς ἦταν ὁ Μωϋσῆς; Πῶς οἰκονόμησε τὴν ζωή του ἐπὶ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια; Δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ ἄνδρας ποὺ νὰ σπέρνει, οὔτε βόδι ποὺ νὰ σέρνει τὸ ἀλέτρι, οὔτε ἁλώνι, οὔτε πατητήρι, οὔτε ἀποθήκη, καὶ ὅμως εἶχαν τὴν τροφὴ χωρὶς σπορὰ καὶ ὄργωμα, καὶ ὁ βράχος χορηγοῦσε τὶς πηγές, ποὺ πρῶτα δὲν ὑπῆρχαν, ἀλλ’ ἐκτινάχθηκαν στὴν ἀνάγκη. Παραλείπω ν’ ἀπαριθμήσω τὰ ἐπὶ μέρους τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ποὺ πολλὲς φορὲς κατὰ τρόπο πατρικὸ ἐμφάνισε στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ σὺ νὰ ὑπομείνεις λίγο τὴν συμφορά, ὅπως ὁ γενναῖος Ἰώβ, καὶ νὰ μὴ λυγίσεις ἀπὸ τὴν τρικυμία, μήτε νὰ ἀποβάλεις τὰ ἐμπορεύματα τῆς ἀρετῆς. Σὰν πολύτιμη διαθήκη νὰ διαφυλάξεις στὴν ψυχή σου τὴν εὐχαριστία καὶ θὰ λάβεις καὶ σὺ γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη διπλάσια ἀπόλαυση. Νὰ ἐνθυμεῖσαι τὸν ἀποστολικὸ λόγο «γιὰ ὅλα νὰ εὐχαριστεῖτε»14.

   Εἶσαι φτωχός; ἔχεις ἐξάπαντος ἄλλον φτωχότερο ἀπὸ σένα. Ἔχεις γιὰ δέκα ἡμέρες τρόφιμα ἐσύ; ἐκεῖνος ἔχει γιὰ μία. Σὰν καλὸς καὶ εὐγνώμων νὰ ἐξισώσεις τὸ περίσσευμά σου μέ τὸν ἐνδεῆ. Μὴ διστάσεις νὰ δώσεις ἀπὸ τὸ λίγο. Μὴ προτιμήσεις τὸ συμφέρον σου ἐμπρὸς στὴν κοινὴ συμφορά. Καὶ ἂν ὁ ἄρτος σου περισσεύει κατὰ ἕνα ψωμὶ καὶ σοῦ κτυπήσει τὴν πόρτα ὁ ζητιάνος, πᾶρε ἀπὸ τὴν ἀποθήκη τὸ ἕνα ψωμὶ καὶ ἀφοῦ τὸ βάλεις στὰ χέρια του ὕψωσε τὸ βλέμμα σου στὸν οὐρανὸ καὶ πές λόγο θλιβερὸ μαζὶ καὶ εὐγνώμονα: Ἕνα ψωμί, ὅπως βλέπεις, Κύριε, καὶ ὁ κίνδυνος εἶναι ὁλοφάνερος. Ἀλλ’ ἐγὼ θέτω τὴν ἐντολή σου πάνω ἀπὸ ἐμὲνα καὶ ἀπ’ τὸ λίγο δίδω στὸν ἀδελφό μου ποὺ λιμοκτονεῖ. Δῶσε λοιπὸν καὶ σὺ στὸν δούλό σου, ποὺ κινδυνεύει. Γνωρίζω καλὰ τὴν ἀγαθότητα σου κ’ ἐλπίζω στὴν δύναμή σου.  Δὲν ἀναβάλλεις ἐπὶ πολὺ τὶς δωρεές, ἀλλὰ τὶς σκορπᾶς, ὅταν θέλεις.

   Καὶ ἂν ἔτσι μιλήσεις καὶ ἐνεργήσεις, τὸν ἄρτο ποὺ δίδεις σὲ καιρὸ δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, ἀποφέρει πλούσιο τὸν καρπό, εἶναι προκαταβολὴ τῆς τροφῆς, γίνεται πρόξενος ἐλέους. Πὲς καὶ σὺ σὲ παρόμοιες περιστάσεις τὸν λόγο τῆς χήρας τῆς Σιδωνίας. Θυμήσου ἐπικαίρως τὴν ἱστορία. «Ζῆ Κύριος, δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία χούφτα ἀλεύρου γιὰ τὴν διατροφὴ ἐμοῦ καὶ τῶν παιδιῶν μου»15. Κ’ ἐὰν δώσεις ἀπ’ τὸ ὑστέρημα, θἄχεις καὶ σὺ τὸ λαδοδοχεῖο κατάμεστο ἀπὸ δωρεὰ καὶ τὴν ἀλευραποθήκη ἀκένωτη. Διότι γιὰ τοὺς πιστοὺς φιλότιμα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ εἰσάγει τὸ διπλάσιο μιμεῖται τὰ πηγάδια, τὰ ὁποῖα πάντοτε ἀδειάζουν ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνται. Δάνεισε σὺ ὁ ἄπορος, στὸν πλούσιο Θεό. Δῶσε ἐμπιστοσύνη σὲ Αὐτὸν ποὺ πάντοτε θεωρεῖ προσωπικὰ τὸν ἑαυτό Του ὑπόχρεο, γι’ αὐτὰ ποὺ δίδεις σ’ αὐτὸν ποὺ θλίβεται καὶ ἀνταποδίδει τὴν εὐεργεσία ἀπὸ τὰ δικά Του ἀγαθά. Εἶναι ἀξιόπιστος Ἐγγυητής, διότι ἔχει ἁπλωμένους τοὺς θησαυρούς Του σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης. Κ’ ἐάν, ἐνῶ πλέεις, ἀπαιτήσεις τὸ δάνειο, θὰ λάβεις τὸ κεφάλαιο μαζὶ μὲ τοὺς τόκους στὸ μέσον τοῦ πελάγους. Διότι φιλοδοξεῖ νὰ δίδει περισσότερα.


(συνεχίζεται…)


* PG 31, σελ. 304-328.

 

10. Ἰὼβ ιθ΄ 21: «χεὶρ γὰρ Κυρίου ἡ ἁψαμένη μού ἐστι.»

11. Ἀναφέρεται στοὺς κατοίκους τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας.

12. Γ΄ Βασιλ. ιζ΄ 4-6.

13. Δαν., ιγ΄ “Βὴλ καὶ δράκων”, 30 κ.ἑξ.

14. Α΄ Θεσσ. ε΄ 18: «ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε».

15. Γ΄ Βασιλ. ιζ΄ 12.