Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ στρατιώτης

 



Ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ στρατιώτης

(Ὁ στρατιώτης ποὺ νίκησε τὴν ἁμαρτία)

Ἑορτάζει τὴν κδ΄ (24η) Δεκεμβρίου.

 

Κανὼν πρόκειται σωφρονοῦσιν ἐν βίῳ,

ὁ Νικολάου σωφρονέστατος βίος.

 

   Στὶς 24 Δεκεμβρίου, ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ὁσίου Νικολάου «τοῦ ἀπὸ στρατιωτῶν». Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς του, ἔγινε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν μετέπειτα ἁγία πρόοδό του· ἂς τὸ παρακολουθήσουμε:

 

   Ὁ ὅσιος πατὴρ Νικόλαος, ἔγινε στρατιώτης στὰ χρόνια τοῦ βασιλέως Νικηφόρου τοῦ Πατρικίου (802-811). Ὅταν ὁ Νικηφόρος συγκέντρωσε στρατὸ γιὰ νὰ πολεμήσει τοὺς Βουλγάρους, τότε καὶ ὁ Νικόλαος ἀκολούθησε τὰ στρατεύματα. Ἕνα βράδυ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ κάποιο τόπο, διανυκτέρευσε σ᾿ ἕνα πανδοχεῖο, κι᾿ ἀφοῦ ἔφαγε μαζὶ μὲ τὸν ξενοδόχο, προσευχήθηκε καὶ πλάγιασε νὰ κοιμηθεῖ.

   Λίγο μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ὅμως, ἡ κόρη τοῦ πανδοχέως, ἀφοῦ πειράχθηκε ἀπὸ σατανικὸ ἔρωτα, πλησίασε στὸ μέρος ποὺ κοιμόταν ὁ Ὅσιος ἐνοχλῶντάς τον καὶ παρακινῶντάς τον στὴν αἰσχρὴ πράξη τῆς πορνείας. Τότε, ὁ Νικόλαος τῆς εἶπε:

   — Σταμάτησε, κορίτσι μου, νὰ μ᾿ ἐνοχλεῖς μὲ τοῦτον τὸν σατανικὸ κι᾿ ἄπρεπον ἔρωτα· καὶ μὴ θέλεις νὰ μολύνεις τὴν ἁγνότητά σου, ἀλλὰ καὶ μένα τὸν ταλαίπωρο νὰ μὲ κατεβάσεις στὸν Ἅδη. Φεῦγα ἀπό ᾿δῶ.

   Αὐτή, πρὸς στιγμήν, ἀνεχώρησε, ἀλλ᾿ ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγη ὥρα ξαναγύρισε καὶ συνέχισε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ. Ὁ καλὸς στρατιώτης, ὅμως, καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν ἔδιωξε καὶ τὴν μάλωσε σκληρά. Ἀλλ᾿ ἐκείνη, ἐρεθισμένη καθὼς ἦταν, ἐπέστρεψε καὶ πάλι σὰν μεθυσμένη ἀπὸ ἔρωτα. Τότε, ὁ Ὅσιος Νικόλαος τῆς λέγει:

   — Ταλαίπωρη καὶ ξεδιάντροπη γυναῖκα, δὲν βλέπεις ὅτι σὲ ταράζουν οἱ δαίμονες γιὰ νὰ φθείρουν τὴν παρθενία σου καὶ νὰ κολάσουν τὴν ψυχή σου, κ᾿ ὕστερα νὰ σὲ καταντήσουν γελοία καὶ ντροπιασμένη σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν βλέπεις, ὅτι κι᾿ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πηγαίνω σὲ βάρβαρα ἔθνη, σὲ φοβερὸ πόλεμο κ᾿ αἱματοχυσία; Πῶς λοιπόν, νὰ μολύνω τὴν σάρκα μου, τὴν στιγμὴ ποὺ πάω νὰ πολεμήσω;…

   Τέτοια καὶ ἄλλα παρόμοια λόγια αὐστηρὰ εἶπε ὁ Ὅσιος στὴν κοπέλα, κι᾿ ἀφοῦ τὴν ἔκαμε πέρα, σηκώθηκε, προσευχήθηκε, κ᾿ ἔφυγε νὰ πάει στὴν ὑπηρεσία του.

 

   Τὴν ἑπόμενη νύχτα, ὅταν κοιμήθηκε, βλέπει στὸν ὕπνο του ὅτι στεκόταν σ᾿ ἕνα ψηλὸ καὶ περίοπτο τόπο κι᾿ ὅτι κοντά του καθόταν ἕνας Κριτὴς (δηλαδή, Δικαστής). Εἶχε τὸ δεξί του πόδι πάνω στ᾿ ἀριστερό, τὸν κοίταξε καλὰ καὶ τὸν ρωτᾶ:

   — Βλέπεις τὰ στρατεύματα τῶν Ρωμιῶν καὶ τῶν Βουλγάρων;

   Κι ὁ Νικόλαος ἀποκρίθηκε:

   — Ναί, Κύριε, βλέπω ὅτι οἱ Ρωμιοὶ νικοῦν καὶ κατακόβουν τοὺς Βουλγάρους.

   — Κοίταξε σὲ μένα, τοῦ λέγει.

   Ὁ Ὅσιος ἔστρεψε τὰ μάτια του καὶ εἶδε, ὅτι τώρα ὁ Κριτὴς εἶχε τὸ δεξὶ πόδι του στὴ γῆ καὶ τ᾿ ἀριστερὸ ἀπὸ πάνω. Ἔπειτα κοιτάζει πρὸς τὰ στρατεύματα καὶ βλέπει ὅτι οἱ ἐχθροὶ Βούλγαροι κατέσφαζαν τοὺς Ρωμιούς. Ἀφοῦ δέ, τελείωσε ἡ σφαγὴ κι᾿ ὁ πόλεμος, λέγει στὸν Ἅγιο:

   — Παρατήρησε καλὰ-καλὰ τοὺς τόπους τῶν σκοτωμένων στρατιωτῶν καὶ λέγε μου τὶ βλέπεις.

   Ὁ Νικόλαος κοίταξε προσεκτικά, κ᾿ εἶδε ὅλη ἐκείνη τὴ γῆ γεμάτη ἀπὸ τὰ νεκρὰ σώματα τῶν Ρωμιῶν. Ἀνάμεσά τους, ὅμως, βλέπει κ᾿ ἕναν τόπο πράσινο καὶ ὡραῖο πού ᾿χε διάστημα ὅσο τὸ κρεββάτι ἑνὸς ἀνθρώπου.

   Τότε ὁ φοβερὸς Κριτὴς τοῦ λέγει:

   — Καὶ ποιοῦ νομίζεις πὼς εἶναι ὁ τόπος αὐτός;

   — Ἁπλὸς καὶ ἀμαθὴς ἄνθρωπος εἶμαι, ἀφέντη μου, καὶ δὲν γνωρίζω· ἀπήντησε ὁ Νικόλαος.

   Τότε, τοῦ λέγει ὁ μεγάλος Κριτής:

   — Τὸ νεκρικὸ μέρος ποὺ βλέπεις, εἶναι δικό σου! Σ᾿ αὐτὸ ἦταν γραφτὸ νὰ πέσεις καὶ σύ, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους φονευμένους συστρατιῶτες καὶ συμπολεμιστές σου. Ἀλλ᾿ ἐπειδή, τὴ νύχτα ποὺ μᾶς πέρασε, τίναξες ἀπὸ πάνω σου καὶ νίκησες τὸ τρίπλοκο φίδι, δηλαδὴ τὴν γυναῖκα ἐκείνη ποὺ σὲ πολέμησε τρεῖς φορὲς γιὰ νὰ σὲ ρίξει στὴν αἰσχρὴ πράξη τῆς πορνείας, γιὰ τοῦτο, ἐσὺ ὁ ἴδιος λύτρωσες τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τούτη τὴν φρικτὴ σφαγὴ καὶ τὸν θάνατο, κ᾿ ἔτσι ἔσωσες μαζὶ μὲ τὴν ψυχή σου καὶ τὸ σῶμα σου. Νὰ ξέρεις, λοιπόν, ὅτι ἐὰν μὲ ὑπηρετήσεις μὲ γνησιότητα, οὔτε ψυχικὸς θάνατος θὰ σὲ κυριεύσει.

   Βλέποντας ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ Ὅσιος Νικόλαος, γεμᾶτος φόβο καὶ τρόμο ξύπνησε καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Κι ἄρχισε ἀμέσως νὰ προσεύχεται ἔντονα μὲ κατάνυξη καὶ συντριβή.

   Τὴν ἄλλη μέρα, ἀφοῦ ὀπισθοχώρησε μιᾶς μέρας δρόμο, ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα βουνὸ κ᾿ ἐκεῖ προσευχόταν ἥσυχα πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὸ Ρωμαϊκὸ στράτευμα. Καὶ πράγματι· τὰ στρατεύματα τοῦ Νικηφόρου, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ νικοῦσαν, ἔπειτα κατὰ τὴν πορεία τοῦ φοβεροῦ ἐκείνου πολέμου, ὑπέστησαν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ εἶχε φανερώσει ὁ Κύριος.

   Τότε ὁ δίκαιος κι᾿ εὐλογημένος στρατιώτης Νικόλαος, θυμήθηκε τὴν ὀπτασία ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του, εὐχαρίστησε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του τὸν Πανάγαθο Θεό, κ᾿ ἐπέστρεψε πίσω κλαίγοντας γιὰ τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν πανωλεθρία.

   Ὕστερα πῆγε σὲ κάποιο Μοναστήρι ὅπου ἔλαβε τ᾿ Ἀγγελικὸ Σχῆμα τῶν Μοναχῶν γενόμενος πλέον στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, κι ἀφοῦ ἐργάσθηκε μὲ γνήσια ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση στὸν Ἀγαθὸ καὶ Ἅγιο Θεό μας ἐπὶ ἀρκετὰ ἔτη, μὲ τὴν Χάρη Του ἔγινε διακριτικώτατος καὶ μέγας Ὅσιος Πατέρας.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.