Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ




Ο ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

 

   Δὲν ἦταν θεῖο ὅραμα. Δὲν ἦταν ὄνειρο γλυκό. Ἦταν ἡ ζωντανὴ πραγματικότητα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἑνωμένοι ὅλοι, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀδέρφια στὴν ψυχὴ καὶ στὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ, ζοῦσαν μὲ τὴν ἄδολη χαρὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση τῆς ἀγάπης. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐπίσημοι καὶ ἀνεπίσημοι, ντόπιοι ἀπ’ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ξένοι τῆς διασπορᾶς, Ἰουδαῖοι καὶ Ἑλληνισταί, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, «Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοι τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες», εἶχαν δεχθεῖ τὸ βάπτισμα τοῦ Πνεύματος, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ζοῦσαν στὸν ὁλόφωτο κόσμο τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης.

   Οἱ τακτικὲς συγκεντρώσεις τους, συγκεντρώσεις προσευχῆς, τοὺς ἔδιναν τὴν χαρὰ τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ἀφοῦ εἰς «ἀνάμνησιν» Ἐκείνου «μεταλάμβανον ἄρτου καὶ οἴνου», σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς ἔδιναν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους, καὶ νὰ ζοῦν σὰν μιὰ μεγάλη οἰκογένεια. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ δὲν ὑπῆρχαν μεταξύ τους, γιατὶ ὅλοι ὅ,τι κι ἂν εἶχαν λίγο ἡ πολύ, τὸ ἔθεταν στὴν διάθεση τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὸ σύνολο, «καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά». Οἱ συγκεντρώσεις τους αὐτὲς λεγότανε «Ἀγάπες», γιατὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἕνωνε σ’ αὐτές.

   Μιὰ ὁλόκληρη ὅμως ὑπηρεσία χρειαζότανε γιὰ τὸ κοινὸ τραπέζι τόσων Χριστιανῶν, ὥστε ὅλοι νὰ ἐξυπηρετοῦνται χωρὶς παράπονα. Οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἔπαυαν στιγμὴ τὸ ἔργο τους. Φρόντιζαν, βέβαια, γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴν ἐξυπηρέτησή τους, ἀλλὰ κύριο ἔργο τους, εἶχαν τὸ κήρυγμα. Κι ὅταν ἀργότερα βρέθηκαν στὴν ἀνάγκη ν’ ἀντιμετωπίσουν πρόβλημα πραγματικό, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τόσων χριστιανῶν, κάλεσαν ὅλους μαζὶ τοὺς χριστιανοὺς καὶ εἶπαν «Οὐκ ἀρεστόν ἐστίν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις». Δὲν τὸ βρίσκουμε σωστὸ νὰ ἀφίσουμε τὸ κήρυγμα καὶ νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν τροφοδοσία. Γι’ αὐτό, λοιπὸν διαλέξτε μεταξύ σας «ἄνδρες ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης, ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσωμεν».

   Ἡ πρόταση τῶν Ἀποστόλων, νὰ κρατήσουν οἱ ἴδιοι τὴν φροντίδα τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ κηρύγματος καὶ νὰ ἀναλάβουν ἄλλοι τὴν ὑπηρεσία γιὰ τὴν τροφοδοσία τῶν Χριστιανῶν, ἔγινε δεκτὴ μὲ χαρὰ ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν καί, ἔτσι, «ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμονα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα». Αὐτοὶ οἱ ἑπτὰ ὀνομάσθηκαν διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας.

   Πρῶτος ἀπ’ αὐτοὺς ὁ Στέφανος «πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ». Σύντομα ἀπὸ Διάκονος ἔγινε κι αὐτὸς Ἀπόστολος καὶ δίδασκε μὲ πίστη καὶ θαύματα μεγάλα. Προσπάθησαν νὰ τὸν ἀποστομώσουν στὶς ὁμιλίες του οἱ Ἰουδαῖοι κι ὅταν δὲν τὸ κατόρθωσαν μάζεψαν ψευδομάρτυρες καὶ τοὺς ἔβαλαν νὰ μαρτυρήσουν, ὅτι ἄκουσαν τὸν Στέφανο νὰ βλασφημεῖ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Θεό. Ἀρκετὴ ἦταν ἡ συκοφαντία γιὰ νὰ συλληφθεῖ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ μεγάλο δικαστήριο τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ ἀπολογήθηκε σὰν κατηγορούμενος ὁ Διάκονος Στέφανος. Μὲ στόμα πύρινο, μὲ λόγο θεόπνευστο, μὲ δύναμη κεραυνοῦ, μὲ λαμπρότητα ἀγγελικὴ στὸ βλέμμα καὶ στὸ πρόσωπο, ἄρχισε ἀπὸ πολὺ παλιά, ἀπ’ τὰ χρόνια τοῦ Ἀβραάμ, νὰ ἀναφέρει τί ἔκαμε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν λαὸ αὐτόν, πῶς ἔστειλε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, κι ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ τοὺς δείξει πὼς δὲν ἦταν ἀρνητὴς τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας

κι ὅτι αὐτοὶ ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν ἦταν οἱ ἄπιστοι. Ἔτσι ἀπὸ κατηγορούμενος ἔγινε ἕνας δριμὺς κατήγορος τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων.

   Οἱ πατέρες σας εἶπε φόνευαν τοὺς Προφῆτες τοῦ Θεοῦ. Καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι γίνατε «προδότες καὶ φονεῖς» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν σταυρώσατε.

   Ἔτριζαν τὰ δόντια τους ἀκούγοντας τὰ λόγια τοῦ Στεφάνου. Κι ἐκεῖνος, μὲ τὸ βλέμμα του ψηλά, ἔβλεπε τὸν Χριστὸ μπροστά του νὰ τὸν δυναμώνει, νὰ τὸν ἐμπνέει, νὰ τὸν εὐλογεῖ. Νὰ λέγει ὁ Στέφανος· «θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν ἐστῶτα τοῦ Θεοῦ».

   Δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντέξουν περισσότερο στὸν ἔλεγχο τοῦ Στεφάνου οἱ ψευδομάρτυρες καὶ οἱ μεγάλοι δικαστὲς τοῦ Συνεδρίου. Ἔφραξαν μὲ τὰ χέρια τους τὰ αὐτιά τους μὴ μπορώντας δῆθεν νὰ ἀκούσουν τέτοια λόγια βλάσφημα. Φρίκη ζωγραφίστηκε στὸ ἀγριεμένο πρόσωπό τους κι ἔτσι ὅρμησαν στὸν Στέφανο, τὸν ἔβγαλαν ἔξω τῆς πόλεως καὶ τὸν λιθοβόλισαν χωρὶς κἂν νὰ βγάλουν καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Γιὰ νὰ μπορέσουν μάλιστα πιὸ ἐλεύθερα, νὰ τελειώσουν τὸ αἱμοβόρο ἔργο τους ἔβγαλαν τὰ ροῦχα τους καὶ τ’ ἄφησαν νὰ τὰ φυλάγει ὁ νεαρὸς Σαῦλος, ὁ ἔπειτα Ἀπόστολος Παῦλος. Κι ὁ μάρτυς Ἀρχιδιάκονος μὲ τὴν χαρὰ στὸ πρόσωπο, μὲ τὴν προσευχὴ στὰ χείλη, μὲ τὴν ἀγάπη στὴν ψυχὴ γονάτισε καὶ παρέδωκε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Χριστὸ παρακαλώντας, ὡς τὴν τελευταία του στιγμή, γιὰ τὴν συγχώριση αὐτῶν ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν.

   Εἶναι ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ παράδειγμα καὶ τὸ θάρρος τῶν μαρτύρων τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ.

 

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄.

 

Βασίλειον διάδημα ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων, ὧν ὑπέμεινας ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων ἀπελέγξας μανίαν, εἶδές σου τὸν Σωτῆρα τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὗν ἐκδυσώπει ἀεὶ ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 296-299. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]