Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ




ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

(κεφ. ιγ΄ 10-17)


   «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.

   καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές.

   ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου·

   καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζεν τὸν Θεόν.

   ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.

   ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;

   ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;

   καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾽ αὐτοῦ.»


Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική:

   Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, κάποιο Σάββατο ὁ Ἰησοῦς δίδασκε σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγές.

   Καὶ ἰδοὺ εἶχε ἔλθει ἐκεῖ μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀπὸ ἐπίδραση πονηροῦ πνεύματος, ἦταν ἀσθενὴς δεκαοκτὼ χρόνια, σκυμμένη συνεχῶς, χωρὶς καθόλου νὰ μπορεῖ νὰ σηκώσει ὄρθιο τὸ σῶμα καὶ τὸ κεφάλι της.

   Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τῆς φώναξε καὶ τῆς εἶπε: Γυναῖκα, ἐλευθερώνεσαι ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου.

   Κι ἔβαλε πάνω της τὰ χέρια του. Κι ἀμέσως στάθηκε ὄρθια αὐτή, ἀπέκτησε δηλαδὴ τὴν ὑγεία της καὶ δόξαζε τὸν Θεό.

   Ὁ δὲ ἀρχισυνάγωγος ἀγανακτῶντας, διότι ὁ Ἰησοῦς σὲ ἡμέρα Σαββάτου θεράπευσε, ἔλαβε τὸν λόγο καὶ εἶπε στὸν λαό: Ἕξι ἡμέρες εἶναι ἐκεῖνες, κατὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ἐργαζόμασθε· καὶ σ’ αὐτὲς τὶς ἡμέρες νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε κι ὄχι κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.

   Ἀποκρίθηκε τότε σ’ αὐτοὺς ὁ Κύριος καὶ εἶπε: Ὑποκριτά, καθένας ἀπὸ σᾶς κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου δὲν λύνει τὸ βόδι του ἢ τὸν ὄνο ἀπὸ τὴν φάτνη του καὶ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίσει;

   Κι αὐτή, ποὺ εἶναι θυγατέρα καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποία ὁ σατανᾶς ἔδεσε δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπ’ τὸν βαρὺ καὶ καταθλιπτικὸ αὐτὸν δεσμὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;

   Κι ἐνῶ ὁ Κύριος ἔλεγε αὐτά, καταντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἐχθροί του· ὅλος ὅμως ὁ λαὸς χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ γίνονταν ἀπ’ αὐτόν.