Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

«…Ἕνα σακκὶ ἁλάτι»




«…Ἕνα σακκὶ ἁλάτι»

 

«Προσελεύσεται ἄνθρωπος καὶ καρδία βαθεῖα»

(Ψαλμ. ξγ΄ 7).

 


Θέλεις νὰ ἰδῇς γιὰ κάποιονε στὰ βάθη του ποιὸς εἶναι;

Δός του ἀρχὴ καὶ χρήματα χρόνια μαζί του μεῖνε.

Κρυφὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ καρδιὰ βαθεῖα

καὶ μόνος ξέρει ὁ Θεὸς τί κρύβει ἡ κάθε μία.

Μὰ κάποτε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ βίου σοῦ προδίνει

τί κρύβει μέσα ἡ καρδιά· πάσχει, καλὴ εἶν’, ποῦ κλείνει;

Στὸν ἴσιο δρόμο εὔκολα καθένας περπατάει

μὰ μόνον μὲ καρδιὰ γερὴ σ’ ἀνήφορο θὰ πάῃ.

Καὶ πρέπει νἄχῃ ἀλύγιστο πόδι νὰ τὸν κρατήσῃ

σὰν κατεβαίνῃ τὴν πλαγιὰ μὴν πέσῃ καὶ γλυστρήσῃ.

Τῆς ἀρχοντιᾶς ἀπότομα ποιὸς ἀνεβῇ τὰ ὕψη

τὴν περηφάνεια κι’ οἴησι εἶν’ δύσκολο νὰ κρύψῃ.

Καὶ φόβος εἶν’ ἂν ὁ Θεὸς τὸ χέρι του δὲ βάλῃ

κι’ ὁ ταπεινὸς στ’ ἀληθινὰ νὰ πάρῃ στροφὴ ἄλλη.

«Γενναῖόν τι καὶ μέγιστον τὸ φέρειν ἀτιμίαν»

λέγει ὁ κλεινὸς Χρυσόστομος σὲ κάποια του ὁμιλίαν

κι’ ἐπάγει ρῆσιν παρευθὺς ἀξίας τὦντι πλείστης

«τὸ δὲ καὶ δόξης μετασχεῖν δεῖται ψυχῆς μεγίστης».

– Καὶ πάλιν μέσ’ στῶν ἀναγκῶν καὶ θλίψεων τὸ καμίνι

χλωρὸ χρυσάφι ἡ ὑπομονὴ τὴν λάμψη της ξεχύνει.

Κι’ ἡ γλῶσσα ἡ εὐχάριστος μέσ’ στὰ δεινὰ τοῦ βίου

σοῦ ξασφαλίζει στέφανον δευτέρου μαρτυρίου.

Μὰ πάλι δὲν εἶν’ δύσκολο ἡ χάρις ἂν σ’ ἀφήσῃ

στοῦ γογγυσμοῦ τὰ βάραθρα ἡ θλῖψις νὰ σ’ ὠθήσῃ.

Πάντως «ἡ ἐπ’ ἀμφότερα μεταβολὴ τοῦ βίου»

ἔλεγχος εἶν’ τῶν θησαυρῶν τοῦ τῆς ψυχῆς ταμείου.

Πλὴν καὶ γεννᾷ πολλὲς φορὲς νόσους ψυχῆς καὶ πάθη

καὶ φέρει εἰς πειρασμοὺς πολλοὺς καὶ σφάλματα καὶ λάθη.

Ἀλήθεια εἶν’ μυστήριο καθεὶς ἐντὸς τί κρύβει

ἂν χαίρῃ τὦντι ἀληθινὰ ἢ κάτι τι τὸν θλίβῃ,

τῶν ἀρετῶν τὸ θησαυρὸ ἂν ἔχῃ ἐντὸς κρυμμένο

ἢ μόνον τὸ κονίαμα στὴν ὄψη ἐπιχρισμένο.

Τὰ τοῦ ἀνθρώπου ἕτερος οὐδεὶς γνωρίζει ἀλήθεια

εἰμὴ τὸ Πνεῦμα ἑαυτοῦ ποὺ φέρει μέσ’ στὰ στήθεια.

Μ’ αὐτὸς ποὺ περισσότερο τὸν ἄνθρωπο γνωρίζει

κι’ ἀπ’ τὴν καρδιά του ἀκόμη αὐτὴ τί σκέπτεται κι’ ὁρίζει

εἶν’ ὁ Θεὸς ποὺ εἶν’ «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα»

τὰ πάντα ’μπρὸς στὰ μάτια του καὶ ἀφανὲς κανένα.

Καὶ ἐρευνᾷ ἐπιμελῶς τοῦ καθενὸς τὰ βάθη

σκέψεις, φρονήματα, ροπές, προθέσεις, πόθους, πάθη.

Νὰ θεωρῇς καθ’ ἄνθρωπο, ὅλους, καλοὺς κι’ ἀξίους

ὅμως πιστό σου σύμβουλο κράτει ἕνα στοὺς χιλίους.

«Ἀπὸ τοῦ ἄλλου τὴν ψυχὴ μὴ πῇς πὼς ξέρεις κάτι

μαζί του ἂν δὲν ἔφαγες ἕνα σακκὶ ἁλάτι!».

Τὸ ἄκουσα ἀπὸ Γέροντα κι’ εἶν’ παροιμία ἀρχαία

μ’ ἀληθινή, ἀπ’ τὰ πράγματα, γι’ αὐτὸ καὶ πάντα νέα.

Νὰ θέλῃς πάντας κι’ ἀγαπᾷς χρέος σου εἶν’ ἐπεῖγον

μὰ νουθεσίαν, εἴπαμε, θὰ δέχεσ’ ἐξ ὀλίγων.

Κι’ αὐτοὺς νὰ ἔχῃς φίλους σου καλοὺς καὶ ἔμπιστούς σου

αὐτοὺς ποὺ βαίνουν ἀκλινῶς τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ σου.

Καὶ τὸν παληὸ τὸν ἄνθρωπο, ἐντός, ἔχουν φονεύσει

καὶ ἔχει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ στὸν νόμον Του παιδεύσει.

Κι’ ὁ Καινισμὸς τοῦ Πνεύματος ἐντός τους ἔχει ἀνθήσει

καὶ τοὺς καρπούς του ἡ ψυχὴ γλυκεῖς καρποφορήσει.

Πολλοὺς στὸν βίο γνώρισα σὲ διαφόρους τόπους

μὰ φίλους ἔχω ἀληθινοὺς λίγους μονάχα ἀνθρώπους.

Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἐφύγανε κι’ ἄλλοι εἶν’ ἐδῶ ἀκόμα

καὶ τρέχουν μὲ ψυχὴ γερή, μὰ γέρικο πιὰ σῶμα.

 


Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1973, σελ. 27, 28.)