Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ




Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ


   Στὰ βουνὰ τῆς Κύπρου τότε ἔπνεε τῆς λευτεριᾶς ὁ ὁλοκάθαρος ἀέρας. Ὄλμοι καὶ πολυβόλα ἦταν ἄγνωστα. Δὲν εἶχαν μολύνει τὰ Ἱερὰ τῆς Κύπρου χώματα σκληροὶ κατακτητές. Μὲ τὸν θρίαμβο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου κυμάτιζε ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ Σημαία τοῦ Σταυροῦ. Παντοῦ χαρά, λευτεριὰ καὶ εὐτυχία. Στὶς πλαγιὲς καὶ στὰ λειβάδια ἀκουγότανε ὁ γλυκὸς ἦχος τῆς φλογέρας καὶ τὸ κουδούνισμα τῶν κοπαδιῶν. Ἔτσι σὰν γλυκόφωνη φλογέρα εἶχε ἀκουσθεῖ στὰ ἱερὰ χώματα τῆς Κύπρου τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του. Καὶ τώρα ἀμέτρητες ψυχὲς ἔψαλλαν ὕμνους στὸν Σωτῆρα.

 

   Βοσκὸς ἦταν στὴν Κύπρο ὁ Σπυρίδων. Ζοῦσε χαρούμενη ζωή, βόσκοντας τὸ κοπάδι του. Καὶ τὰ βράδυα, ὅταν κλεισμένος μέσα μὲ τὰ τσομπανόπουλα περνοῦσε τὶς χειμωνιάτικες βραδυὲς τότε ἔβρισκε εὐκαιρία νὰ ὁδηγήσει ὄχι πιὰ πρόβατα, μὰ τὶς ψυχὲς στὰ πνευματικὰ λειβάδια τῆς πίστεως. Δίδασκε τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀγάπη. Δὲν ἤξερε γράμματα πολλά. Κι ὅμως γινότανε δάσκαλος τῆς Πίστεως, σοφός, γιατὶ τὸν φώτιζε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἡ ἀγάπη.

   Γρήγορα ἔχασε τὴν καλὴ χριστιανὴ γυναῖκα του. Ἔμεινε μόνος μὲ τὴν χαριτωμένη του κόρη, τὴν Εἰρήνη. Ὅσο κι ἂν τὸν πλήγωσε ὁ θάνατος, ὅμως ἔβρισκε παρηγοριὰ στὴν πίστη του, καὶ πιὸ πολὺ στὴν ἐλεημοσύνη. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ἀπροστάτευτων κι ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν. Σὲ κάθε ἀνάγκη, πρῶτος καὶ θερμότερος χριστιανός. Ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν σέβονταν. Κι ὅταν πέθανε ὁ ἱερεὺς τοῦ τόπου τους, ὅλοι μ’ ἕνα στόμα τὸν ζήτησαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ χειροτονηθεῖ καὶ νὰ γίνει αὐτὸς ὁ Ποιμένας τῶν ψυχῶν τους. Ἔτσι ἔγινε. Κι ὅταν ἀργότερα χήρευσε ἡ Ἐπισκοπὴ τῆς Τριμυθοῦντος, Κλῆρος καὶ Λαὸς ἀνέβασαν στὸν θρόνο τὸν Σπυρίδωνα. Κι ἦταν ἀλήθεια ἄξιος γιὰ τὸ ἀξίωμα. Ἦταν Θεόπνευστος. Ἦταν ὅλος ἀγάπη. Ἦταν ὅλος ἁγιότητα καὶ διδασκαλία καὶ παράδειγμα καὶ φῶς. Ἕνα θαῦμα ἡ ζωή του. Πῆρε τὸν τίτλο τοῦ θαυματουργοῦ γιατὶ ἄπειρα θαύματα ἔκαμε μὲ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα, φανερά, ἀναμφισβήτητα τόσο, ὥστε μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ διέσωσε ἡ ὑμνωδία τῆς Ἐκκλησίας μας.

   Στὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μὲ θαῦμα ἀποστόμωσε τὸν Ἄρειο, δείχνοντας σ’ αὐτόν, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, ἀλλὰ καὶ τρισυπόστατος. Παίρνοντας ἕνα ἁπλὸ κεραμίδι στὰ χέρια του καὶ λέγοντας τό, «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἔκαμε ὥστε τὸ νερὸ νὰ τρέξει κάτω, ἡ φωτιὰ ποὺ ψήνει τὸ κεραμίδι νὰ φύγει πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ τὸ χῶμα στεγνὸ νὰ μείνει στὴν παλάμη του.

   Ὅταν ἀργότερα ὁ Βασιλεὺς Κωνστάντιος, γυιὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀρρώστησε φοβερὰ στὴν Ἀντιόχεια, ἔστειλε νὰ τοῦ φέρουν ἀπ’ τὴν Τριμυθοῦντα τὸν θαυματουργὸ Ἐπίσκοπο νὰ τὸν θεραπεύσει. Καὶ τὸν θεράπευσε, καὶ στὴν συνέχεια ἀνέστησε καὶ τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς μάνας, ποὺ μὲ σπαραγμὸ ἦρθε καὶ τὸν ἀπέθεσε νεκρὸ στὰ πόδια του.

   Μὲ τὴν προσευχή του ἄνοιγε τοὺς Οὐρανοὺς καὶ πότιζε τὴν διψασμένη γῆ σὲ χρόνια ξηρασίας ἢ σταματοῦσε τὶς βροχές, ὅταν κινδύνευαν νὰ πλημμυρίζουν τὰ χωράφια.

   Ζοῦσε γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ του. Ὅλοι μικροὶ καὶ μεγάλοι σὲ κεῖνον ἔτρεχαν, γιατὶ γνώριζαν πὼς συμπονεῖ στὸν πόνο τους. Μιὰ χήρα ἀπροστάτευτη ἔρχεται μιὰ μέρα νὰ τοῦ ζητήσει μὲ πικρὰ δάκρυα ἕνα δάνειο γιὰ νὰ μὴ πουλήσει ἡ δύστυχη τὸ σπίτι της. Ποῦ νἄβρισκε ὅμως ὁ Ἅγιος, τὸ μεγάλο ποσὸν ποὺ χρειαζότανε! Πόνεσε ἡ ψυχή του στὸ κλάμα τῆς γυναῖκας. Χρήματα δὲν εἶχε νὰ τῆς δώσει. Κι ἔτσι ποὺ συλλογιζότανε, ἕνα φίδι πῆρε τὸ μάτι του νὰ τριγυρνᾶ στὴν πρασινάδα. Κάποτε, σκέφτηκε τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρὼν ἔγινε φίδι. «Ἂς ἤτανε τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινότανε χρυσάφι γιὰ τὴν δύστυχη γυναίκα! Φιλάνθρωπε Κύριε, κάμε τὸ θαῦμα σου». Κι ἅπλωσε τὸ χέρι του στὸ φίδι κι αὐτὸ ἄστραψε ὁλόχρυσο στὰ χέρια του. «Πάρτο κυρά μου, τῆς εἶπε δίνοντάς το, πούλησέ το καὶ κράτησε τὰ χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες σου». Ἔτσι ἔγινε. Ὅταν ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἡ γυναῖκα θεώρησε καλὸ νὰ ἐπιστρέψει τὰ χρήματα στὸν Ἅγιο, αὐτὸς τὰ πῆρε καὶ τὰ ἔρριξε στὴν γῆ κι ἔγιναν πάλι φίδι σάρκινο, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους. Ἤθελε νὰ διδάξει πὼς τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ πρέπει νὰ τὰ ζητᾶμε τότε καὶ τόσα, ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη κι ὄχι γιὰ νὰ θησαυρίζουμε.

   Ὅταν βρισκότανε μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ λειτουργοῦσε, ὁ κόσμος ἔβλεπε Ἀγγέλους νὰ στέκονται κοντά του. «Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι ἱερώτατε» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.

   Ὅταν ἔλλειπε στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἔχασε ἀπὸ φοβερὴ ἐπιδημία τὴν κόρη του. Κι ὅταν ἐπέστρεψε εἶδε τὰ μάτια τῶν Χριστιανῶν δακρυσμένα. Τότε πάνω στὸν πόνο του μίλησε στὸν τάφο τὴν νεκρὴ κόρη του κι ἄκουσε τὴν φωνή της! Γι’ αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Διὸ νεκρὰ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες».

 

   Ἀναπαύεται τώρα τὸ ἅγιό του λείψανο στὴν Κέρκυρα. Ἄλλα μεγάλα θαύματα εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους οἱ Κερκυραῖοι καὶ τὰ ἔγραψαν μὲ ἀνεξίτηλα γράμματα στὴν ἱστορία. Κι ἀκόμα θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ γιὰ τὸ στερνὸ τὸ θαῦμα: Γιὰ τῆς Πατρίδας του τὴν Λευτεριά. Γιὰ τὴν Ἀνάσταση τῆς Κύπρου.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.

 

Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε Σπυρίδων, πατήρ ἡμῶν· διὸ νεκρὰν σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες, καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.



 [Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 281-284. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]