Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ




ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. ιδ΄ 16-24 & Ματθ. κβ΄ 14)


   «Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς·

   καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.

   καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.

   καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.

   καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.

   καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.

   καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.

   καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου·

   λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.

   πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.»



   Εἶπε ὁ Κύριος τὴν παραβολὴ αὐτή: Ἕνας ἄνθρωπος παρέθεσε μέγα δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς.

   Καὶ τὴν ὥρα, ποὺ θὰ παρετίθετο τὸ δεῖπνο, ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ πεῖ στοὺς προσκαλεσμένους: Ἐλᾶτε διότι τώρα εἶναι τὰ πάντα ἕτοιμα.

   Κι αὐτοὶ σὰ νὰ ἦταν συνεννοημένοι ἄρχισαν νὰ παραιτοῦνται ὅλοι ἀπὸ τὸ δεῖπνο μὲ διάφορες δικαιολογίες· ὁ πρῶτος εἶπε: Ἀγόρασα ἕναν ἀγρὸ κ’ ἔχω ἀνάγκη νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ τὸν δῶ· σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ θεωρήσεις ἀπαλλαγμένον ἀπ’ τὴν ὑποχρέωση νὰ παρακαθίσω στὸ δεῖπνο.

   Καὶ ἄλλος εἶπε: Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω· σὲ παρακαλῶ νὰ θεωρήσεις δικαιολογημένη τὴν ἀπουσία μου.

   Καὶ ἄλλος εἶπε: Νυμφεύθηκα καὶ γιὰ τοῦτο δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω.

   Κ’ ἐπέστρεψε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πρὸς τὸν κύριό του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅλα αὐτά. Τότε, γεμᾶτος ὀργὴ ὁ οἰκοδεσπότης (γιὰ τοὺς ἀνάξιους προσκαλεσμένους), εἶπε στὸν δοῦλο του: Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ φέρε ἐδῶ μέσα τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀναπήρους καὶ τοὺς χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλούς.

   Κι ἀφοῦ ἐκτέλεσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου του ὁ δοῦλος, εἶπε: Κύριε, ἔγινε ὅπως διέταξες, καὶ εἶναι ἀκόμη τόπος ἀδειανός.

   Καὶ εἶπε ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλο: Ἔβγα στοὺς δρόμους, στοὺς φράκτες τῶν κτημάτων, ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη καὶ παρακίνησε μὲ ἐπιμονὴ ὅλους ὅσους βρεῖς νὰ ἔλθουν ἐδῶ, γιὰ νὰ γεμίσει ὁ οἶκος μου.

   Διότι σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι κανεὶς ἀπ’ τοὺς προσκαλεσμένους ἐκείνους ἄνδρες δὲν θὰ γευθεῖ τίποτε ἀπὸ τὸ δεῖπνο μου.

   Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ προσκεκλημένοι στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ λίγοι εἶναι οἱ ἐκλεκτοί, (ποὺ δέχονται μ’ εὐγνωμοσύνη τὴν πρόσκληση κ’ ἑτοιμάζονται ὅπως πρέπει).