Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Ὁ ἅγιος Nικόλαος

 



Ὁ ἅγιος Nικόλαος


   Σὰν ἅγιο τῶν θαλασσῶν τὸν ξέρουμε. Κι εἶναι ἀλήθεια, πὼς τὰ καράβια μας, μεγάλα καὶ μικρά, ἔχουν γιὰ φυλαχτὸ καὶ γιὰ στολίδι τὸ ἅγιό του εἰκόνισμα. Εἶναι ἀλήθεια, πὼς μ’ εὐλάβεια οἱ ναυτικοὶ ἀνάβουν τὸ καντήλι του, γιατὶ τὸν βλέπουν μὲ τὰ ψυχικά τους μάτια στὶς δύσκολες τρικυμισμένες νύχτες ἐπάνω στὸ τιμόνι τους. Εἶναι ἀλήθεια, πὼς δὲν ὑπάρχει πόλη ἢ χωριὸ ἑλληνικό, ποὺ νὰ μὴν ἔχει μιὰ ἐκκλησία ἢ ἕνα φτωχικὸ ξωκκλήσι στ’ ὄνομά του.

   Κι ὅμως, δὲν εἶναι μόνο τῶν θαλασσῶν ὁ Ἅγιος! Ποῦ ἀλλοῦ δὲν θὰ τὸν βροῦμε; Στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρωταθλητή, στὸν δεσποτικό του θρόνο δάσκαλο, τῶν ὀρφανῶν πατέρα, προστάτη τῶν ἀπροστατεύτων, τῆς ὀρθοδοξίας κήρυκα, στοὺς διωγμοὺς σὰν μάρτυρα, στὸ κελλὶ τῶν φυλακῶν. Ὦ! Εἶναι πολὺ λίγες οἱ γραμμὲς αὐτὲς γιὰ νὰ φέρουν κοντά μας λίγο φῶς ἀπ’ τὸν ἀνέσπερο αὐτὸν ἀστέρα.

   Πλούσια καρδιά, μὲ πολλοὺς παλμοὺς ἀγάπης, ἄνθισε μέσα ἀπ’τὰ νεανικά του χρόνια. Μικρὸς δοκίμασε τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας. Κι ὅμως, διδάχθηκε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἐκτιμᾶ τὸν πόνο τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν προφθάσει οἱ γονεῖς του νὰ τοῦ καλλιεργήσουν τὴν ψυχὴ μὲ τὰ λουλούδια τῆς ἀγάπης. Τοῦ ἀφῆκαν καὶ περιουσία ἀξιόλογη. Δίκοπο μαχαίρι σ’ ἕνα νέο. Κι ὅμως, ὅταν ὑπάρχει τῆς ἀγάπης τὸ κλειδὶ καὶ τῆς συμπόνιας, ξεκλειδώνουν οἱ καρδιές, ἀνοίγουν μὲ τὸ ἴδιο κλειδὶ τὰ χρηματοκιβώτια, ἀναστηλώνονται ψυχὲς μαραζωμένες ἀπ’ τὸν πόνο. Μὲ λόγια συγκινητικὰ διέσωσε τὰ ἔργα του ἡ Ἱστορία. Γράφει γιὰ τρία πάμπτωχα κορίτσια, ποὺ κινδύνευαν νὰ πέσουν θύματα ἀσυνειδήτων νέων. Κι ὅμως, ἂν εἶχαν κάποια προῖκα, νοικοκυροῦλες ἄξιες θὰ γινότανε στὰ σπιτικά τους. Τρία μαντήλια μ’ ἑκατὸ φλουριὰ τὸ καθένα, σὲ νύχτες σκοτεινὲς κάποιος περαστικὸς ἔρριξε στὸ φτωχοκάλυβο τῶν κοριτσιῶν, καὶ πρόλαβε τὸν κίνδυνο. Ἔτσι γνώρισαν στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας τὸν νεαρὸ Νικόλαο. Κι ἀκόμα περισσότερο, ὅταν, σὰν ἱερεὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ Πνευματικὸς Πατέρας, ἔδειξε ὅλη τὴν ἀγάπη στὸν λαό του.

   Ἄξιος γιὰ μεγαλύτερο ἀξίωμα! Τὰ Μύρα τῆς Λυκίας εἶχαν χάσει τὸν Ἐπίσκοπό τους. Συγκεντρωμένοι τώρα οἱ Ἐπίσκοποι τῶν γειτονικῶν ἐπαρχιῶν σκέπτονται ποιὸν νὰ ἐκλέξουν Ἀρχιεπίσκοπο τῶν Μύρων. Καὶ δὲν συμφώνησαν τὴν πρώτη μέρα. Τὴ νύχτα βλέπουν ὅλοι τους τὸ ἴδιο ὅραμα. Κάποιον ἄγγελο νἄρχεται κοντά τους καὶ νὰ τοὺς λέγει: «Αὔριο θὰ ἐκλέξετε τὸν Νικόλαο, τὸν ἱερέα τῶν Πατάρων». Μαζεύτηκαν ὅλοι τὸ πρωῒ καὶ μὲ βαθειὰ συγκίνηση δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν θεία καθοδήγηση καὶ ἐξέλεξαν τὸν διαλεγμένο τοῦ Θεοῦ Νικόλαο. Ἀληθινὰ «Θεοπρόβλητο» Ἀρχιεπίσκοπο τῶν Μύρων τῆς Λυκίας.

   Κι ἦρθαν οἱ χρόνοι τῶν διωγμῶν. Κλείστηκε στὶς φυλακὲς καὶ ὁ Νικόλαος. Δοκίμασε σκληρὰ μαρτύρια κι ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει τὴν ζωή του γιὰ τὴν πίστη του. Ἡ ἀπόφασις τῆς θανατώσεως ἦταν βγαλμένη. Ἑκατοντάδες χριστιανοὶ πέρασαν νὰ τοῦ φιλήσουν γιὰ στερνὴ φορὰ τὸ χέρι του καὶ νὰ ζητήσουν τὴν εὐχή του. Καὶ κεῖνος μὲ χαρὰ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος ποὺ μὲ χαρὰ περίμενε. Ξημέρωνε ἡ μέρα τοῦ θανάτου του. Φωνές, ἀλλαλαγμοί. Πλήθη λαοῦ ἀσυγκράτητα ὁρμοῦν στὶς φυλακές. «Ὢ Κύριε -ψιθυρίζει γονατιστὸς ὁ Ἅγιος- ἦρθε ἡ ὥρα νὰ δώσω τὸ αἷμά μου γιὰ Σένα».

   Σπάζουν καὶ πέφτουν τῆς φυλακῆς οἱ πόρτες. Χριστιανοὶ ὁρμοῦν κι ἀγκαλιάζουν καὶ φιλοῦν τὸν Ἅγιο. Εἶναι θαῦμα; Εἶναι ὅραμα; Κι ὅμως εἶναι πραγματικότης. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε νικήσει τοὺς ἀπίστους ἀντιπάλους του καὶ κατέπαυσε τοὺς διωγμοὺς τῶν Χριστιανῶν.

   Ἐλεύθερος πιά, πῆρε στὰ χέρια του μὲ θεία δύναμη τὴν ἐξουσία. Δίδαξε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Στάλαξε βάλσαμο παρηγοριᾶς. Ἀντέκρουσε αἱρετικοὺς στὴν πρώτη Σύνοδο. Μὰ πιὸ πολὺ θαυματούργησε μὲ τὴν ἀγάπη. Σήκωνε τὸ ἀνάστημά του ὁπόταν ἔπρεπε νὰ προστατεύσει τὰ πνευματικά του παιδιά. Ὦ, σὰν ἄνεμος φθάνει στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως τὴν τελευταία στιγμὴ κι ἁρπάζει ἀπ’ τὸν δήμιο τὸν πέλεκυ ποὺ θἄπεφτε βαρὺς σὲ τρεῖς ἀθώους. Κανεὶς δὲν τόλμησε ν’ ἀντιμιλήσει. Εἶχε τὴν δύναμη νὰ γράφει καὶ στὸν Αὐτοκράτορα, δείχνοντας τὸ δίκαιο ὅταν ἔπρεπε.

   Ἄλλοι τρεῖς φυλακισμένοι Στρατηγοὶ ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν Αὐτοκράτορα στὴν Πόλη, περιμένουν τὸν θάνατο. Συκοφαντημένοι κι αὐτοὶ ἀπὸ ἀνθρώπους φθονερούς. Τὰ δακρυσμένα μάτια τους δὲν ἔπαυσαν νὰ ζητοῦν τοῦ Θεοῦ τὸ ἔλεος. Ὤ! Καὶ νὰ μποροῦσαν νὰ πρόφταιναν νὰ ζητήσουν τὴν προστασία τοῦ Ἐπισκόπου Μύρων Νικολάου! Πόσους ἄλλους σὰν κι αὐτοὺς δὲν εἶχε σώσει!... Κι ὅμως τὴ νύχτα ξυπνᾶ τρομαγμένος ὁ Μ. Κωνσταντῖνος. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἔπαρχος Ἀβλάβιος. Βλέπουν ἕνα Δεσπότη γέροντα στὸ πλάϊ τους, κι ἀκοῦνε νὰ τοὺς λέγει αὐστηρά: «Βγάλτε ἀπ’ τὴν φυλακὴ τοὺς τρεῖς Στρατηγούς, γιατὶ εἶναι συκοφαντημένοι»«Καὶ ποιός εἶσαι, Δέσποτα;» τολμᾶ νὰ ρωτήσει ὁ Βασιλιᾶς. «Ὁ Νικόλαος τῶν Μύρων», εἶπε ὁ Γέροντας κι ἔφυγε.

   Ὄχι μόνον τοὺς ἐλευθέρωσε ὁ Αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ τοὺς φόρτωσε μὲ δῶρα νὰ τὰ φέρουν στὰ Μύρα καὶ νὰ τὰ παραδώσουν μ’ εὐγνωμοσύνη στὸν Νικόλαο.

   Μὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν τελειώνουν οἱ διηγήσεις τῶν θαυμάτων εἶναι τὰ χρονικὰ τῶν Ναυτικῶν. Ἀπὸ τότε ποὺ ταξείδευε στὴν Παλαιστίνη ὁ Ἅγιος Νικόλαος καὶ σταμάτησε μὲ προσευχὴ τὴν τρικυμία ὣς τὰ σήμερα, ἔχουν νὰ διηγηθοῦν οἱ Ναυτικοί μας ἀμέτρητα, ἀτέλειωτα θαύματα γιὰ τῶν θαλασσῶν τὸν Ἅγιο.

   Εὐλαβικὰ θὰ φέρουν ναυτικοὶ καὶ στεριανοὶ τὴν σκέψη τους αὐτὲς τὶς μέρες στὴ γιορτή του, μὲ τὴν παράκληση νὰ γαληνεύσει τῆς ζωῆς τὸ πέλαγος. Γιατὶ τρικυμίες δὲν βρίσκονται μόνο στὴν θάλασσα, ἀλλὰ καὶ στὸ ταξείδι τῆς ζωῆς. Κι ἄλλο δὲν λαχταρᾶ ὁ ἄνθρωπος, παρὰ γαλήνη στὸ πολυστένακτο πέλαγος τῆς ζωῆς.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 277-279. (Ἐπιμέλεια κειμένου καὶ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]