Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΩΜΑΣΘΕ ΣΤΑ ΒΙΟΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ... (2)




ΟΜΙΛΙΑ

ΠΕΡΙ  ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΩΜΑΣΘΕ ΣΤΑ ΒΙΟΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

ΚΑΙ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (2)


Μεγάλου Βασιλείου*


   4. Ἀλλ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐπινοήσει ἐμεῖς γιὰ βρώση καὶ πόση καὶ ὅλα ὅσα ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ὁ πλοῦτος κατὰ τρόπο ὑβριστικὸ μηχανεύθηκε γιὰ τὴν ἰκανοποίηση τῆς ἀκόλαστης κοιλιᾶς, ποὺ δὲν βαστάζει τίποτε, πότε θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν δικά μας, ἔστω καὶ ἂν συνεχῶς μᾶς κατακλύζουν; Γι’ αὐτὰ βεβαίως ποὺ μὲ τὴν γεύση ἀφήνουν κάποια μικρὴ ἡδονή, ὅταν τὰ τρῶμε, δυσανασχετοῦμε ἀμέσως, σὰν νὰ εἶναι ἐνοχλητικὰ καὶ περιττὰ καὶ μὲ βιασύνη τ’ ἀποβάλλουμε, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἐὰν βραδύνουν μέσα στὰ σπλάγχνα, ἡ ζωή μας θὰ διατρέξει τὸν ἔσχατο κίνδυνο. Σὲ πολλοὺς λοιπὸν ὁ κόρος προκαλεῖ τὸν θάνατο καὶ γίνεται αἰτία, ὥστε τίποτε πλέον νὰ μὴ ἀπολαμβάνουν. Καὶ τ’ ἀκόλαστα κρεββάτια καὶ οἱ βέβηλες ἐρωτικὲς περιπτύξεις καὶ ὅλα ὅσα εἶναι ἔργα μανιώδους καὶ παράφρονος ψυχῆς δὲν εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν ὁλοφάνερη ζημία τῆς φύσεως; Δὲν εἶναι προφανὴς βλάβη καὶ μάλιστα ἀποξένωση καὶ μείωση πράγματι ἀπὸ τὰ ἴδια πράγματα τοῦ καθενός, ἐφ’ ὅσον τὸ σῶμα βλάπτεται μὲ τὶς ἐρωτικὲς μίξεις καὶ ἀποστερεῖται καὶ ἀπὸ τὴν γνησιώτατη οὐσία ποὺ συγκρατεῖ τὰ μέλη; Γιὰ τοῦτο λοιπόν, ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὔχει κυλισθεῖ στ’ ἀκόλαστα κρεββάτια τῆς ἡδονῆς, ἀμέσως ὕστερα ἀπ’ τὴν πράξη, ὁ μὲν οἶστρος τῆς σάρκας θἄχει κοπάσει, ὁ δὲ νοῦς θἄχει φθάσει στὸ σιχαμερὸ τέλος αὐτῶν ποὺ ἐπεχείρησε, μόλις συνέλθει, σὰν ἀπὸ κάποια μέθη ἢ ταραχή, καὶ συλλογισθεῖ ποῦ τέλος πάντων βρίσκεται, δοκιμάζει σφοδρὴ μετάνοια γιὰ τὴν ἀκράτεια. Διότι αἰσθάνεται τὸ σῶμά του ἀποχαυνωμένο καὶ νωθρὸ γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὴν ἐργασία γιὰ τὶς ἀνάγκες του καὶ γενικὰ ἀσθενικό. Οἱ γυμναστὲς λοιπόν, ἐπειδὴ τὸ κατενόησαν αὐτό, ἀνέγραψαν στὶς παλαίστρες τὸν νόμο τῆς ἐγκράτειας, ὁ ὁποῖος χάριν τῶν νέων φυλάσσει ἄθικτα τὰ σώματα ἀπ’ τὶς ἡδονὲς καὶ δὲν ἐπιτρέπει σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται οὔτε κἂν νὰ κυττάξουν μορφὲς ποὺ λάμπουν, ἐὰν βέβαια θὰ ἤθελαν νὰ φορέσουν στεφάνι στὴν κεφαλή· διότι ἡ ἀκράτεια προκαλεῖ γέλιο κατὰ τὸν ἀγῶνα καὶ ὄχι στεφάνι.

   5. Αὐτὰ μὲν σὰν νὰ εἶναι παντελῶς ξένα καὶ περιττά, καὶ πράγματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἀπόκτημα κανενός, καλὸν εἶναι νὰ τὰ προσπερνοῦμε μὲ κλειστὰ τὰ μάτια. Γι’ αὐτὰ δὲ ποὺ εἶναι πράγματι δικά μας πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουμε μεγάλη φροντίδα. Ἀλλὰ τί εἶναι πράγματι δικό μας; Καὶ ἡ ψυχή, μὲ τὴν ὁποία ζοῦμε, εἶναι κάτι τι τὸ λεπτὸ καὶ νοερὸ καὶ δὲν χρειάζεται τίποτε ἀπ’ αὐτὰ ποὔχουν βάρος, καὶ τὸ σῶμα ποὺ τῆς ἔχει δοθεῖ ἀπ’ τὸν Κτίστη, ὡς ὄχημα γιὰ τὸν βίο. Διότι τοῦτο εἶναι ὁ ἄνθρωπος· νοῦς ἐνδεδυμένος μὲ κατάλληλη καὶ ταιριαστὴ σάρκα. Αὐτὸς ἀπὸ τὸν πάνσοφο τεχνίτη τῶν ὅλων διαπλάσσεται στοὺς μητρικοὺς κόλπους. Αὐτὸν φέρνει στὸ φῶς ἀπ’ τοὺς σκοτεινοὺς ἐκείνους θαλάμους ὁ καιρὸς τοῦ τοκετοῦ. Αὐτὸς ἔχει ταχθεῖ νὰ κυβερνᾶ τὰ ἐπίγεια. Γι’ αὐτὸν ἡ κτίση ἔχει ἁπλωθεῖ ὡς γυμναστήριο τῆς ἀρετῆς. Σ’ αὐτὸν ὑπάρχει νόμος· νὰ μοιάσει ὅσο τὸ δυνατὸν τὸν Πλάστη καὶ νὰ σκιαγραφεῖ ἐπάνω στὴν γῆ τὴν οὐράνια εὐταξία. Αὐτός, ὅταν καλεῖται, σηκώνεται κι ἀπέρχεται ἀπ’ ἐδῶ. Αὐτὸς παρουσιάζεται ἐμπρὸς στὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἀπέστειλε. Αὐτὸς κρίνεται. Αὐτὸς δέχεται τὴν ἀνταπόδοση γι’ αὐτά, ποὺ ἔπραξε ’δῶ. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ βρεῖ ὅτι καὶ οἱ ἀρετὲς γίνονται κτήματά μας, ὅταν μ’ ἐπιμέλεια συνυφανθοῦν μὲ τὴν φύση. Καὶ οὔτε κἂν θέλουν νὰ μᾶς ἐγκαταλείψουν, ἐνῶ μοχθοῦμε ’δῶ στὴν γῆ· ἐκτὸς ἐὰν ἑκουσίως διὰ τῆς βίας τὶς ἀπομακρύνουμε μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῶν κακῶν. Καὶ ὅταν ἐπειγώμεθα νὰ φύγουμε πρὸς τὴν ἄλλη ζωή, προτρέχουν καὶ συντάσσουν μὲ τοὺς ἀγγέλους αὐτὸν ποὺ τὶς ἀπέκτησε, καὶ λάμπουν αἰωνίως κάτω ἀπ’ τὰ βλέμματα τοῦ Δημιουργοῦ. Ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ἐξουσία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ τρυφὴ καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ παρόμοιος θόρυβος, ποὺ ἐξαιτίας τῆς μωρίας μας καθημερινὰ αὐξάνεται, οὔτε προχωρεῖ μαζί μας στὸν βίο, οὔτε φεύγει μαζὶ μὲ μερικούς. Ἀλλ’ αὐτό, ποὔχει εἰπωθεῖ παλαιὰ ἀπὸ τὸν δίκαιο, ἔχει ὁρισθεῖ καὶ ἰσχύει γιὰ κάθε ἄνθρωπο· «Γυμνὸς βγῆκα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου, καὶ γυμνὸς θ’ ἀπέλθω»11.

   6. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ σκέπτεται ἄριστα, θὰ φροντίσει πάρα πολὺ τὴν ψυχὴ κι αὐτὴν θὰ προσπαθήσει μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ διατηρεῖ καθαρὴ καὶ γνήσια. Γιὰ τὴν σάρκα δέ, ὅταν λυώνει ἀπ’ τὴν πεῖνα ἢ παλεύει μὲ τὸ ψῦχος καὶ τὴν ζέστη ἢ πονᾶ ἐξαιτίας τῶν ἀσθενειῶν ἢ ἀπὸ κάποιους ὑφίσταται κάτι τι τὸ βίαιο, λίγο θὰ μιλήσει, ξεφωνίζοντας γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τὰ δυσχερῆ καὶ λέγοντας τὸν λόγο τοῦ Παύλου· «ἂν καὶ ὁ ἐξωτερικός μας ἅνθρωπος φθείρεται, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἀνακαινίζεται ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα»12. Καὶ οὔτε, ὅταν βλέπει τοὺς κινδύνους νὰ προβάλλουν στὴν ζωή, θὰ φανεῖ δειλός, ἀλλὰ θὰ πεῖ στὸν ἑαυτό του θαρραλέα· «γνωρίζουμε καλὰ ὅτι, ἐὰν τὸ ἐπίγειο σπίτι μας, δηλαδὴ τὸ σῶμά μας, καταργηθεῖ, ἔχουμε οἰκοδόμημα ἀπὸ τὸν Θεό, σπίτι, κτισμένο ὄχι μὲ χέρια, αἰώνιο καὶ οὐράνιο»13. Ἐὰν ὅμως κάποτε θὰ ἤθελε νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὸ σῶμα, διότι εἶναι τὸ μόνο ἀναγκαῖο στὴν ψυχὴ κτῆμα καὶ συνεργάζεται μαζί της στὴν ἐπίγεια ζωή, λίγο θὰ φροντίσει γιὰ τὶς ἀνάγκες του. Ὥστε κι αὐτὸ μόνο νὰ συγκρατεῖ καὶ μὲ μέτρια φροντίδα νὰ τὸ διατηρεῖ γερὸ γιὰ τὴν ὑπηρεσία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ νὰ μὴ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ σκιρτᾶ ἀπὸ τὸν κόρο. Κ’ ἐὰν κάποτε τὸ δεῖ νὰ φλέγεται ἀπ’ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ περισσότερου καὶ ἀνωφελοῦς, θὰ κραυγάσει πρὸς αὐτὸ, νομοθετῶντας ἐκεῖνο τοῦ Παύλου· «τίποτε δὲν φέραμε στὸν κόσμο αὐτὸν καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ πάρουμε τίποτε μαζί μας. Κ’ ἐὰν ἔχουμε τροφὲς καὶ σκεπάσματα, νὰ εἴμασθε εὐχαριστημένοι μὲ αὐτά»14. Διότι μὲ τὸ νὰ τοῦ ἐπαναλαμβάνει καὶ βοᾶ συνεχῶς αὐτά, καὶ θὰ τὸ κάμει ὑπάκουο καὶ ἐλαφρὸ πάντοτε πρὸς τὴν οὐράνια ὁδοιπορία καὶ πολὺ περισσότερο στὰ παρόντα θ’ ἀποκτήσει συνεργάτη. Κ’ ἐὰν λόγῳ εὐρωστίας τοῦ ἐπιτρέψει ν’ αὐθαδιάζει καὶ νἆναι καθημερινῶς χορτάτο ἀπ’ ὅλα, σὰν κάποιο ἀνήμερο θηρίο, ὕστερα, ἀφοῦ συμπαρασυρθεῖ μὲ τὰ ὁρμητικά του τραβήγματα πρὸς τὴν γῆ, θὰ κοίτεται καὶ θ’ ἀναστενάζει ἀνώφελα. Καὶ ὅταν ὁδηγηθεῖ στὸν Κύριο καὶ τοῦ ἀπαιτηθεῖ ὁ καρπὸς τῆς ἐπίγειας πορείας, ποὺ σ’ αὐτὸν εἶχε ἐπιτραπεῖ, τότε θὰ θρηνήσει ἐπὶ πολύ, διότι δὲν θἄχει νὰ δώσει. Καὶ θὰ κατοικήσει σ’ αἰώνιο σκοτάδι, κατηγορῶντας τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν τρυφὴ καὶ τὴν ἀπ’ αὐτὴν πλάνη, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας τοῦ ἀφαιρέθηκε ὁ καιρὸς τῆς σωτηρίας. Τίποτε ὅμως πλέον δὲν θὰ κερδίσει ἀπ’ τὰ δάκρυα. Διότι «στὸν ᾅδη ποιός θὰ σοῦ ἐξομολογηθεῖ;»15, λέγει ὁ Δαβίδ.


(συνεχίζεται…)


* PG 31, σελ. 304-328.

 

11. Ἰὼβ α΄ 21: «γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ.»

12. Β΄ Κορ. δ΄ 16: «εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ᾿ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ.»

13. Β΄ Κορ. ε΄ 1: «Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.»

14. Α΄ Τιμ. στ΄ 7, 8: «οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα· ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα.»

15. Ψαλμ. στ΄ 6: «ἐν δὲ τῷ ᾍδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;»