Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Μώκιος




Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Μώκιος

Ἑορτάζει τὴν ια΄ (11η) Μαΐου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Μωκώμενόν σε δεισιδαίμονα πλάνην,

Οἱ δυσσεβεῖς κτείνουσι, Μώκιε, ξίφει.

Μώκιος ἑνδεκάτῃ κεφαλὴν τμήθη ἀγανόφρων.


   Τοῦτος ὁ ἅγιος ἦταν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σπη΄ (288), οἱ δὲ γονεῖς του ὀνομάζονταν Εὐφράτιος καὶ Εὐσταθία, καὶ ἦσαν εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, καταγόμενοι ἀπὸ τὴν παλαιὰ Ρώμη. Τοῦτος λοιπὸν ἐχρημάτισε ἱερεὺς τῆς ἐν Ἀμφιπόλει Ἐκκλησίας καὶ φρόντιζε πάντοτε νὰ διδάσκει, κηρύττοντας τὸν Χριστὸ καὶ παραγγέλλοντας στοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων.

   Ὅταν δὲ ὁ Ἀνθύπατος Λαοδίκιος πρόσφερε θυσία στὸν ψευδόθεο Διόσκορο καὶ οἱ ἄλλοι εἰδωλολάτρες ἦσαν συναγμένοι, τότε ὁ ἅγιος Μώκιος πῆγε καὶ γκρέμισε τὸν βωμό. Κι ἀφοῦ λοιπὸν πιάσθηκε ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό· καὶ πρῶτα μὲν τὸν κρέμασαν, ἔπειτα δὲ ξέσχισαν τοὺς μήνιγγες τῆς κεφαλῆς του καὶ τὶς σιαγόνες καὶ τὰ πλευρά του· μετὰ ταῦτα ἄναψαν κάμινο ἀπὸ πίσσα καὶ στουπιὰ καὶ κλήματα, ἀλλὰ τόσο πολὺ τὴν ἄναψαν, ὥστε ἡ φλόγα ἀνέβηκε ψηλὰ ἕως ἑπτὰ πήχεις· ἐκεῖ λοιπὸν μέσα ἔβαλαν τὸν Ἅγιο. Ἡ φλόγα ὅμως δέχθηκε τὸν μάρτυρα καὶ τὸν διαφύλαξε σῶο, διότι ἔβλεπαν ὅσοι ἔστεκαν ἔξω ἀπ’ τὸ καμίνι ὅτι περπατοῦσε ὁ Ἅγιος στὸ μέσο τοῦ καμινιοῦ μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους ἔνδοξους ἄνδρες· καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ ἑνὸς ἀπ’ τοὺς τρεῖς ἄστραπτε περισσότερο ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τῆς καμίνου. Καὶ λοιπὸν ἡ φλόγα τῆς καμίνου τὸν μὲν Ἅγιο δὲν ἄγγιξε ὁλοτελῶς, οὔτε στὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς του, χυθεῖσα ὅμως ἔξω τῆς καμίνου κατέκαψε τὸν Ἀνθύπατο κι ἐννέα ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους εἶχε μαζί του. Ἀλλὰ τόσο πολὺ τοὺς κατέκαψε, ὥστε δὲν ἔμεινε ἀπ’ τὰ σώματά τους οὔτε τὸ παραμικρὸ μέρος.

   Ἀφοῦ δὲ βγῆκε ὁ Ἅγιος ἀβλαβὴς ἀπ’ τὴν κάμινο, βάλθηκε στὴν φυλακὴ ἀπὸ τὸν Πρίγκιπα Θαλάσσιο. Κι ὅταν πῆγε ἐκεῖ ἄλλος ἀνθύπατος, τότε ἔφερε τὸν μάρτυρα σ’ ἐξέταση κι ἐπειδὴ τοῦτος δὲν πείσθηκε ν’ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μᾶλλον λαμπρῶς τὸν κήρυξε, τὸν ἔδεσαν πάνω σὲ δύο τροχούς, ἀπ’ τοὺς ὁποίους πατήθηκε καὶ κατακόπηκε ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής. Ὕστερα δὲ λυτρωθεὶς παραδόξως ἀπ’ τοὺς τροχοὺς ρίχτηκε στὰ θηρία γιὰ νὰ τὸν καταφάγουν, φυλάχθηκε ὅμως κι ἀπό ’κεῖνα ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ· ἔτσι λοιπόν, ὅλος ὁ λαὸς φώναζε ν’ ἀφήσουν πλέον τὸν Ἅγιο καὶ νὰ μὴ τὸν τυραννοῦν. Γιὰ τοῦτον τὸν λόγο, τὸν ἔστειλε ὁ ἀνθύπατος πρὸς τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιο ποὺ βρισκόταν στὴν Πειρινθούπολη τῆς Θράκης, ἡ ὁποία τώρα ὀνομάζεται Ἡράκλεια, κι ἀπ’ ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν στὸ Βυζάντιο, ἐκεῖ δὲ ἔλαβε ὁ μακάριος τὴν ἀπόφαση τοῦ θανάτου. Ἔτσι, ἀποκεφαλισθεὶς ὁ γενναῖος ἀγωνιστὴς ἔλαβε παρὰ Θεοῦ διπλᾶ τὰ στεφάνια, καὶ ὡς ἱερεὺς καὶ ὡς μάρτυς Κυρίου. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του τότε μὲν ἐνταφιάσθηκε ἕνα μίλι ἔξω τῆς πόλεως, ὕστερα δέ, ὅταν ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἐβασίλευσε, ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου τούτου πολύτιμο καὶ περιφανῆ, καὶ κατὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ κατὰ τὸ κάλλος, κ’ ἐκεῖ ἀπέθεσε τὸ τίμιο αὐτοῦ λείψανο, ὅπου καὶ ἡ σύναξη κ’ ἑορτή του τελεῖται.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 69, 70. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).