Τρίτη 9 Μαΐου 2023

Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος




Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος

Ἑορτάζει τὴν θ΄ () Μαΐου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Τὸν Χριστοφόρον οἶδά τε Χριστοφόρος,

Χριστῷ τυθέντα τῷ Θεῷ διὰ ξίφους.


   Τοῦτος ὁ ἅγιος ἦταν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου ἐν ἔτει σν΄ (250)· λέγονται δὲ περὶ τούτου μερικὰ τερατώδη καὶ παράδοξα, ὅτι ἦταν δηλαδὴ κυνοπρόσωπος1, καταγόμενος ἀπὸ τὴν χώρα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τρώγουν τοὺς ἀνθρώπους. Κι ὅταν πιάστηκε σὲ πόλεμο ἀπὸ ἕνα κόμητα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει, προσευχήθηκε καὶ στάλθηκε σ’ αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου λέγοντας· «Ρέπρεβε, ἀνδρίζου» (ἔτσι ὀνομαζόταν τότε)· κι ἀφοῦ ἔπιασε τὰ χείλη του ὁ ἄγγελος τὸν ἔκαμε νὰ λαλεῖ ἐλεύθερα. Ἔπειτα πῆγε ὁ Ἅγιος ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ ἤλεγχε τοὺς Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες) ποὺ ἐδίωκαν τοὺς Χριστιανούς· ἕνεκα τούτου δάρθηκε ἀπὸ ἕνα ἄρχοντα Βάκχιον ὀνομαζόμενο, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος ὅτι· «ταπεινούμενος θεληματικὰ ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ στάθηκα καὶ μ’ ἔπιασαν, ἐπειδή, ἐὰν ἐγὼ θελήσω νὰ κινήσω τὸν θυμό μου καὶ τὴν ἀνδρεία μου, οὔτε ἐσένα θὰ φοβηθῶ, οὔτε τὴν δύναμη τοῦ βασιλέως, ἡ ὁποία, ὡς πρὸς τὴν δική μου δύναμη εἶναι ἀσθενὴς καὶ τίποτε».

   Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ βασιλεὺς ἐπειδὴ τὸν φοβήθηκε καὶ γιὰ τὴν δύναμή του καὶ γιὰ τὴν ἀσχήμια τοῦ προσώπου του ἔστειλε διακόσιους στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν πιάσουν· ἐκεῖνος, ὅμως, δὲν βάσταζε στὰ χέρια του ὅπλα, παρὰ ἕνα ραβδί, τὸ ὁποῖο ἐνῶ ἦταν ξηρὸ βλάστησε. Κ’ ἐπειδή, καθ’ ὁδὸν σώθηκε τὸ ψωμὶ τῶν στρατιωτῶν καὶ δὲν εἶχαν τί νὰ φᾶνε, προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ πλήθυναν οἱ λίγοι ἄρτοι ὅσοι ἔμειναν· κ’ ἔτσι ἐκπλαγέντες οἱ στρατιῶτες γιὰ τὸ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καί, ὅταν πῆγαν στὴν Ἀντιόχεια, βαπτίσθηκαν ὅλοι μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸν ἱερομάρτυρα Βαβύλα τὸν ἐπίσκοπο τῆς Ἀντιοχείας, καὶ τότε ὁ Ἅγιος ἀντὶ τοῦ Ρεπρέβου μετονομάσθηκε Χριστοφόρος.

   Ὅταν δὲ παρουσιάσθηκε στὸ βασιλικὸ κριτήριο, βλέποντάς τον ὁ βασιλεὺς κ’ ἐκπλαγείς, ἀπ’ τὸν φόβο του ἔπεσε πίσω ὕπτιος· κι ἀφοῦ ἦλθε ὕστερα εἰς ἑαυτὸν στοχάσθηκε νὰ μεταχειρισθεῖ τὸν Ἅγιο μὲ δολιότητα καὶ νὰ μαλακώσει τὴν γνώμη του μὲ κολακεῖες, μήπως μ’ αὐτὲς μπορέσει νὰ τὸν χωρίσει ἀπ’ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν παρακινήσει σὲ τοῦτο μὲ φοβερισμούς. Τί ἔκαμε λοιπόν; Προσκάλεσε δυὸ γυναῖκες, ὀνομαζόμενες Καλλινίκη καὶ Ἀκυλίνα, ὡραῖες μὲν στὴν ὄψη, ἀλλὰ πόρνες κι ἀκόλαστες στὴν γνώμη, οἱ ὁποῖες ἦσαν πολὺ ἐπιτήδειες στὸ νὰ θερμάνουν καὶ νὰ παρακινοῦν τοὺς ἄνδρες σ’ ἐπιθυμία σαρκική. Τοῦτες λοιπὸν πρόσταξε νὰ πᾶνε στὸν Ἅγιο καὶ νὰ μεταχειρισθοῦν πᾶσα μηχανὴ (τέχνασμα) στὸ νὰ τὸν ἑλκύσουν πρὸς τὴν ἀγάπη τους, στοχαζόμενος ὁ μιαρὸς ὅτι μὲ τοῦτον τὸν τρόπο θὰ χωρίσει τὸν μάρτυρα ἀπ’ τὸν Χριστὸ καὶ θὰ τὸν κάμει νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ἔγινε ὅμως τὸ ἀντίθετο ἀπ’ ὅ,τι σκεφτόταν, διότι ὁ Ἅγιος ἀφοῦ κατήχησε τὶς ἀνωτέρω πόρνες τὶς χώρισε ἀπ’ τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων· κ’ ἔτσι αὐτὲς στάθηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως κι ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανές, καὶ τότε ὑποβλήθηκαν σὲ τιμωρίες καὶ βάσανα (δηλαδή, τὶς σούβλισε ἀπ’ τὰ πόδια ἕως στοὺς ὤμους). Ὑπομένοντας δὲ μὲ ἀνδρεία τὴν δεινὴ αὐτὴ βάσανο ἔλαβαν οἱ μακάριες τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. Ἔπειτα λοιπόν, ἄναψε ὁ βασιλεὺς ἀπ’ τὸν θυμὸ κ’ ἔβρισε τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο γιὰ τὸ ἄσχημο κι ἀλλόκοτο τοῦ προσώπου του. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀποκρίθηκε σ’ αὐτὸν ὅτι εἶναι δεκτὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ διαβόλου, διότι τοῦτο δηλοῖ τ’ ὄνομά του, τὸ Δέκιος δηλαδή. Τότε παρευθὺς ὁ ἀπάνθρωπος αὐτὸς τύραννος ἀποφάσισε νὰ θανατωθοῦν οἱ προαναφερθέντες διακόσιοι στρατιῶτες, ποὺ εἶχαν ἀποσταλεῖ γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Ἅγιο καὶ πιστέψανε στὸν Χριστό, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν οἱ μακάριοι τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.

   Τὸν δὲ Ἅγιο Χριστοφόρο πρόσταξε νὰ καρφώσουν ἐπάνω σὲ χάλκινο μηχανικὸ ὄργανο κάτω ἀπ’ τὸ ὁποῖο ἄναβε φωτιά. Ὁ δὲ Ἅγιος ὄχι μόνο φυλάχθηκε ἀβλαβὴς ἀπ’ τὴν βάσανο, ἀλλὰ καὶ σὰν νὰ ἦταν σὲ ἄνεση κι ἀνάπαυση διηγεῖτο κάποια παράδοξα πράγματα, τὰ ὁποῖα στοὺς μὲν πολλοὺς καὶ ἄπιστους ἀνθρώπους φαινόντουσαν ἄπιστα κι ἀπίθανα, στοὺς δὲ πιστοὺς καὶ διακριτικοὺς πολὺ πιστὰ κ’ εὐκολοπαράδεκτα. Ἔλεγε δηλαδὴ ὁ μακάριος ὅτι ἔβλεπε ἕνα ἄνδρα ψηλὸν μὲν κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος, ὡραῖον δὲ κατὰ τὸ πρόσωπο, ὁ ὁποῖος φοροῦσε λευκά, καὶ μὲ τὶς ἀκτῖνες ποὺ ἄστραπταν ἀπ’ τὸ πρόσωπό του, νικοῦσε καὶ σκέπαζε τὸν λαμπρότατο ἥλιο· καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του ὑπῆρχε λαμπρὸ στεφάνι καὶ τριγύρω του στεκόντουσαν στρατιῶτες πυρίμορφοι, πρὸς τοὺς ὁποίους ἀφοῦ πολεμήσανε κάποιοι ἄλλοι μαῦροι κι ἄσχημοι φάνηκαν ὅτι νικήθηκαν. Ὕστερα δὲ στραφεὶς ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἄρχοντας μὲ θυμὸ τάραξε καὶ κατεπάτησε ὅλους ἐκείνους τοὺς πολεμίους κ’ ἔτσι ἔλαβε τὸ κατ’ αὐτῶν κράτος καὶ τὴν ἰσχύ.

   Ταῦτα ἀκούγοντας οἱ λαοὶ νὰ διηγεῖται ὁ Ἅγιος κ’ ἐπιπλέον βλέποντάς τον φυλαχθέντα ἀβλαβῆ ἀπ’ τὴν βάσανο τοῦ χάλκινου ὀργάνου πίστεψαν στὸν Χριστό· γι’ αὐτὸ πῆγαν καὶ λύτρωσαν τὸν Ἅγιο ἀπ’ τὴν φωτιά, πλὴν ὅμως ὅλοι τους κατακόπηκαν ἀπ’ τοὺς στρατιῶτες τοῦ βασιλέως. Κι ἀφοῦ δέσανε πέτρα ἀπ’ τὸν λαιμὸ τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου τὸν ἔριξαν μέσα σὲ πηγάδι· ἄγγελος δὲ Κυρίου ἀνέσυρε τὸν Ἅγιο ἀπό ’κεῖ καὶ τὸν ἐλευθέρωσε. Ἀλλὰ πάλι ὁ ἀσεβέστατος τύραννος δὲν ἔπαψε τὸν θυμό του, ἀλλὰ πρόσταξε κ’ ἔντυσαν τὸν Ἅγιο φόρεμα χάλκινο πυρωμένο καὶ στὸ τέλος πρόσταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν, κ’ ἔτσι ἔλαβε ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸ στεφάνι.

 

Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

 

* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 59-62. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


1. Κυνοπρόσωπος (σκυλοπρόσωπος) ἐδῶ πρέπει νὰ νοηθεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν ναὶ ἄσχημος καὶ ἄμορφος στὸ πρόσωπο, ὄχι ὅμως ὅτι εἶχε ἐντελῶς μορφὴ σκύλου καθὼς ὄχι καλῶς τὸν ἱστοροῦν (ζωγραφίζουν) κάποιοι ἀμαθεῖς ζωγράφοι. Διότι ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶχε, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ἄσχημο ὅμως καὶ φοβερὸ κι ἀγριωμένο· ἐπειδὴ ἕνα εἶδος καὶ μία φύση ἐποίησε ὁ Θεὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἂν καὶ μερικοὶ λίγο παραλλάζουν ἀπ’ τοὺς ἄλλους, κατὰ κάποια ἀνομοιότητα.