Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΩΜΑΣΘΕ ΣΤΑ ΒΙΟΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ...




ΟΜΙΛΙΑ

ΠΕΡΙ  ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΩΜΑΣΘΕ ΣΤΑ ΒΙΟΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

ΚΑΙ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (1)


Μεγάλου Βασιλείου*



   1. Ἐγὼ νόμιζα, ἀγαπητοί, μὲ τὸ νὰ σᾶς κεντρίζω κάθε φορὰ καὶ σφοδρότερα μὲ τὸν λόγο μου, ὅτι θὰ σᾶς φανῶ ἐνοχλητικός, διότι ἐπιδεικνύω κάποια ὑπέρμετρη ἐλευθεριότητα στὸν λόγο, ποὺ δὲν ἁρμόζει ἀκόμη οὔτε σὲ ἰδιότροπον, οὔτε σὲ ἄνδρα ποὺ κατέχεται ἀπὸ παρόμοια ἐλαττώματα. Σεῖς ὅμως ἀπ’ τοὺς ἐλέγχους παρακινηθήκατε σὲ εὔνοια ἀπέναντί μου καὶ κάματε τὰ πλήγματα τοῦ λόγου προσάναμμα γιὰ περισσότερο πόθο. Καὶ τίποτε τὸ παράδοξο! Διότι εἶσθε σοφοὶ στὰ πνευματικὰ πράγματα. «Νὰ ἐλέγχεις σοφὸ καὶ θὰ σὲ ἀγαπήσει», λέγει κάπου στὰ συγγράμματά του ὁ Σολομών1. Γιὰ τοῦτο, ἀδελφοί, καὶ τώρα ἔρχομαι στὴν ἴδια προτροπὴ θέλοντας νὰ σᾶς ἀπομακρύνω, ὅσο μπορῶ, ἀπ’ τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου.

   Διότι, ἀγαπητοί, ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀλήθειας καθημερινὰ διεξάγει πολὺ καὶ ποικίλο πόλεμο. Προσκομίζει δέ, ὅπως ξέρετε, τὶς ἐπιθυμίες μας μὲ τὸ νὰ τὶς κάνει βέλη ἐναντίον μας καὶ μὲ τὸ νὰ παίρνει δύναμη ἀπὸ μᾶς γιὰ νὰ μᾶς βλάπτει πάντοτε. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Δεσπότης δέσμευσε μὲ ἄλυτους νόμους τὴν μεγάλη δύναμη ἐκείνου καὶ δὲν τὸν ἐπέτρεψε διὰ μιᾶς νὰ ὁρμήσει γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπ’ τὴν γῆ, ὁ φθονερὸς λοιπὸν μᾶς κλέβει τὴν νίκη λόγῳ τῆς μωρίας μας. Καὶ ὅπως οἰ πονηροὶ καὶ οἱ ἁρπακτικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν ὡς ἔργο καὶ διάθεση νὰ πλουτοῦν ἀπὸ τὰ ξένα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη, ὥστε ἐλεύθερα νὰ διαπράξουν τὴν ἁρπαγή, συνηθίζουν νὰ παραμονεύουν στοὺς δρόμους· καὶ ἐὰν δοῦν κάποια τοποθεσία πλησίον ἐκεῖ, ποὺ νἄχει βαθειὲς χαράδρες ἢ νἆναι κατάσκια λόγῳ τῆς πυκνότητας τῶν φυτῶν, σ’ αὐτὴν κρυπτόμενοι καὶ ἐμποδίζοντας μὲ τέτοια προκαλύμματα τοὺς ὁδοιπόρους νὰ τοὺς ἀντιληφθοῦν ἀπὸ μακρυά, ὁρμοῦν ἐπάνω σ’ αὐτοὺς διὰ μιᾶς, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ κανεὶς προηγουμένως νὰ δεῖ τὴν παγίδα τοῦ κινδύνου, προτοῦ νὰ πέσει σ’ αὐτήν, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ ἀπὸ ἀνέκαθεν εἶναι ἐχθρικὸς καὶ πολέμιός μας τρέχει κάτω ἀπ’ τὶς σκιὲς τῶν κοσμικῶν τέρψεων, οἱ ὁποῖες ἐκ φύσεως εἶναι ἱκανὲς νὰ κρύψουν λῃστὴ κοντὰ στὸν δρόμο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ νὰ κάμουν νὰ διαφύγει τὴν προσοχή μας ὁ ἐπίβουλος ἐχθρός. Ἀπ’ ἐδῶ ἀπρόοπτα αὐτὸς διασπείρει κρυφὰ τὶς παγίδες τῆς καταστροφῆς μας. Πρέπει λοιπὸν ἐμεῖς, ἐὰν θέλουμε μὲ ἀσφάλεια νὰ βαδίσουμε τὸν προκείμενο δρόμο τῆς ζωῆς καὶ νὰ παρουσιάσουμε στὸν Χριστὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζὶ ἐλεύθερα ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῶν τραυμάτων καὶ νὰ λάβουμε τὰ νικητήρια στεφάνια, νὰ περιφέρουμε πάντοτε ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας παντοῦ καὶ νὰ ὑποψιαζόμασθε ὅλα τὰ εὐχάριστα κι ἀμέσως νὰ τὰ παρατρέχουμε καὶ σὲ τίποτε νὰ μὴ προσκολλοῦμε τὴν προσοχή μας. Οὔτε κι ἂν ἀκόμη φαινόταν νἆναι ἐμπρὸς ἄφθονο χρυσάφι, ἕτοιμο νὰ περιέλθει στὰ χέρια αὐτῶν ποὺ θἄθελαν («διότι ὁ πλοῦτος, λέγει, ἐὰν αὐξάνει, μὴ προσκολλᾶτε σ’ αὐτὸν τὴν καρδιά σας»2), οὔτε ἐὰν ἡ γῆ βλάστανε κάθε εὐχαρίστηση καὶ παρουσίαζε πολυτελῆ σπίτια («διότι τὸ πολίτευμά μας εἶναι στὸν οὐρανό, ἀπ’ ὅπου καὶ περιμένουμε σωτῆρα τὸν Χριστό»3). Οὔτε ἐὰν χοροὶ καὶ διασκεδάσεις καὶ μεθύσια καὶ τραπέζια μὲ συνοδεία μουσικῆς («διότι ματαιότης, λέγει, ματαιοτήτων, τὰ πάντα εἶναι ματαιότης»4). Οὔτε ἐὰν πρότεινε σωματικὰ κάλλη, στὰ ὁποῖα κατοικοῦν πονηρὲς ψυχὲς (διότι ὁ σοφὸς λέγει: «ν’ ἀποφεύγεις τὸ πρόσωπο τῆς γυναῖκας, ὅπως ἀποφεύγεις τὴν ὄψη τοῦ φιδιοῦ»5). Οὔτε ἐὰν δυναστεῖες καὶ βασιλικὰ ἀξιώματα καὶ πλήθη ἀπὸ δορυφόρους καὶ κόλακες, οὔτ’ ἐὰν ὑψηλὸς θρόνος καὶ λαμπρός, ποὺ ὑπέταξε σ’ ἑκούσια δουλεία λαοὺς καὶ πόλεις («διότι κάθε σάρκα εἶναι ὅπως τὸ χορτάρι καὶ ὅλη ἡ ὁμορφιά της εἶναι ὅπως τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ· ξεράθηκε τὸ χορτάρι κ’ ἔπεσε ἀπὸ πάνω του τὸ ἄνθος»6). Διότι σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ τόσο τερπνὰ κρύβεται ὁ κοινὸς ἐχθρός, περιμένοντας μήπως τυχὸν μὲ τὸ νὰ δελεασθοῦμε ἀπ’ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, ξεστρατίσουμε ἀπ’ τὸν εὐθὺ δρόμο καὶ πέσουμε στὴν ἐνέδρα του. Καὶ ὑπάρχει φόβος μεγάλος μὴ τυχόν, ἀφοῦ προστρέξουμε σ’ αὐτὰ χωρὶς προφύλαξη καὶ νομίσουμε ὅτι ἡ τέρψη ἀπὸ τὴν ἀπόλαυσή τους δὲν εἶναι τίποτε τὸ βλαβερό, καταπιοῦμε μὲ τὴν πρώτη γεύση τὸ ἀγκίστρι τοῦ δόλου ποὺ εἶναι κρυμμένο ἐκεῖ κ’ ἔπειτα, ἄλλοτε μὲ τὴν θέλησή μας κι ἄλλοτε ὄχι μὲ τὴν θέλησή μας, προσδεθοῦμε σ’ αὐτὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε συρθοῦμε ἀπ’ τὶς ἡδονὲς στὸ φοβερὸ σπήλαιο τοῦ λῃστοῦ, δηλαδὴ τὸν θάνατο.

   2. Ὥστε εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ὠφέλιμο σ’ ὅλους, ἀδελφοί, ἀφοῦ ἀνασκουμπωθοῦμε σὰν ὁδοιπόροι ἢ δρομεῖς κι ἐπινοήσουμε ἀπὸ παντοῦ τὸ ἐλαφρὸ στὶς ψυχὲς γι’ αὐτὸν τὸν δρόμο, χωρὶς καμμία ἀπόκλιση νὰ σπεύσουμε πρὸς τὸ τέρμα τοῦ δρόμου. Καί, παρακαλῶ, ἂς μὴ μὲ ἐκλάβει κανεὶς ὅτι πλάθω καινούργια ὀνόματα, διότι ἀποκάλεσα τώρα ὁδό τὴν ἀνθρώπινη ζωή, διότι καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ ἔτσι ὀνόμασε τὸν βίο, μὲ τὸ νὰ λέει ἄλλοτε μέν· «μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ἡ ὁδὸς εἶναι ἄμωμος, οἱ ὁποῖοι περιπατοῦν κατὰ τὸν νόμο τοῦ Κυρίου»7, ἄλλοτε δὲ μὲ τὸ νὰ βοᾷ πρὸς τὸν Κύριό του· «ἀπομάκρυνε ἀπὸ μὲνα τὴν ὁδὸ τῆς ἀδικίας καὶ χάρισέ μου τὸν νόμο σου»8. Ἄλλοτε δὲ ἐξυμνῶντας τὴν ταχεῖα βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ κατὰ τῶν ἐχθρῶν του, καὶ ψάλλοντας ἡδονικὰ μὲ τὴν λύρα ἔλεγε: «Καὶ ποιός εἶναι θεὸς πλὴν τοῦ Θεοῦ μας; Ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος μὲ περιζώνει μὲ δύναμη καὶ καθιστᾷ τὴν ὁδό μου ἄμωμη»9, εὐλόγως νομίζοντας ὅτι ἔτσι πρέπει ν’ ἀποκαλεῖται σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, εἴτε αὐτὴ θαυμάζεται εἴτε εἶναι κακή. Διότι ὅπως αὐτοὶ ποὺ διανύουν κάποιο σύντομο δρόμο, παίρνουν καὶ ἀφήνουν δρόμο, κινῶντας ἐμπρὸς τὰ πέλματα τῶν ποδιῶν, ποὺ ἁμιλλῶνται μεταξύ τους, καὶ φέροντας δεύτερο τὸ πέλμα ποὺ πάντοτε πρῶτο στηρίζεται στὴν γῆ διὰ τῆς ταχείας μετακινήσεως τοῦ ἄλλου, εὔκολα προχωροῦν πρὸς τὸ τέρμα τοῦ δρόμου, ἔτσι κι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν στὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν Κτίστη. Εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ χρόνου βαδίζοντας τμηματικὰ καὶ ἀφήνοντας πάντοτε τὸ πρῶτο διάστημα δεύτερο, φθάνουν στὸ τέρμα τῆς ζωῆς. Ἢ μήπως καὶ σεῖς δὲν νομίζετε ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ ἔχει ἁπλωθεῖ ὅπως κάποιος συνεχὴς δρόμος καὶ πορεία ποὔχει κατανεμηθεῖ σὰν σὲ σταθμούς, στὶς ἡλικίες; Αὐτὴ δίδει στὸν καθένα ὡς ἀρχὴ μὲν τῆς ὁδοιπορίας τὶς μητρικὲς ὠδῖνες, ὑποδεικνύει δὲ ὡς τέρμα τοῦ δρόμου τὴν διαμονὴ τῶν τάφων, καὶ ὁδηγεῖ πρὸς αὐτὴν ὅλους· ἄλλους μὲν γρηγορώτερα, ἄλλους δὲ βραδύτερα καὶ ἄλλους ἀφοῦ διῆλθαν ὅλες τὶς ἡλικίες τῆς ζωῆς, ἄλλους χωρὶς κἂν νἄχουν αὐλισθεῖ στὰ πρῶτα στάδια τοῦ βίου. Καὶ τοὺς μὲν ἄλλους δρόμους, ὅσοι ὁδηγοῦν ἀπὸ πόλεως σὲ πόλη, εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς ἀποφύγει καὶ νὰ μὴ τοὺς βαδίσει, αὐτὸς ποὺ δὲν θέλει· ἡ ὁδὸς ὅμως αὐτή, καὶ ἂν ἐμεῖς θελήσουμε ν’ ἀναβάλλουμε τὴν πορεία, ἀφοῦ διὰ τῆς βίας περιαδράξει, τοὺς σύρει αὐτοὺς ποὔχει στὴν ἐξουσία της, στὸ τέλος ποὔχει ταχθεῖ ἀπ’ τὸν Δεσπότη. Καὶ δὲν εἶναι δυνατόν, ἀγαπητοί, αὐτός, ποὺ μιᾶς καὶ δρασκέλισε τὴν πύλη ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ καὶ βάδισε τὴν ὁδὸ αὐτή, νὰ μὴ ἔλθει καὶ πρὸς τὸ τέλος αὐτῆς. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ξεγλιστρήσει ἀπ’ τοὺς μητρικοὺς κόλπους, ἀμέσως ἀφοῦ προσδεθεῖ στὴν ροὴ τοῦ χρόνου σύρεται πρὸς τὰ κάτω. Κατόπιν πάντοτε, ἀφήνοντας τὴν ἡμέρα ποὺ ἔζησε, δὲν μπορεῖ, κι ἂν ἀκόμη τὸ θέλει, νὰ ἐπανέλθει ποτὲ στὴν χθεσινὴ ἡμέρα. Ἐμεῖς ὅμως χαιρόμασθε, ὁδηγούμενοι πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ἀλλάζοντας τὶς ἡλικίες· χαιρόμασθε σὰν ν’ ἀποκτοῦμε κάτι καὶ θεωροῦμε μακάριο πρᾶγμα, ὅταν κάποιος ἀπὸ παιδὶ γίνει ἄνδρας καὶ ἀπὸ ἄνδρας γέρος. Ἄρα ἀγνοοῦμε ὅτι κάθε φορὰ χάνουμε τόσο χρόνο ἀπ’ τὴν ζωή, ὅσο ζήσαμε καὶ δὲν αἰσθανόμασθε ὅτι χάνεται ὁ χρόνος, μολονότι πάντοτε τὸν  μετροῦμε ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πέρασε κ’ ἔφυγε. Οὔτε σκεπτόμασθε, εἶναι ἄλλωστε ἀβέβαιο, πόσο χρόνο στὸν δρόμο θὰ θελήσει νὰ μᾶς παραχωρήσει πρὸς ὁδοιπορία αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀπέστειλε, καὶ πότε θ’ ἀνοίξει τὶς πύλες τῆς εἰσόδου στὸν καθένα ἀπ’ τοὺς δρομεῖς καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἑτοιμαζόμασθε καθημερινὰ γιὰ τὴν ἀποδημία μας ἀπ’ ἐδῶ καὶ νὰ περιμένουμε τὸ νεῦμα τοῦ Δεσπότου μὲ ὀρθάνοικτα τὰ μάτια. Διότι «ἂς εἶναι, λέγει, ἡ μέση σας ζωσμένη καλὰ καὶ τὰ λυχνάρια ἀναμμένα καὶ σεῖς ὅμοιοι μὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι περιμένουν τὸν Κύριό τους πότε θὰ ἐπιστρέψει ἀπ’ τοὺς γάμους, γιὰ νὰ τοῦ ἀνοίξουν ἀμέσως, ὅταν ἔλθει καὶ κρούσει τὴν θύρα»10.

   3. Οὔτε θέλουμε νὰ ἐξετάζουμε μὲ ἀκρίβεια, ποιά φορτία μᾶς εἶναι ἐλαφρὰ γιὰ τὸν δρόμο αὐτὸν καὶ μποροῦν νὰ μετακινοῦνται μαζὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ τἄχουν συλλέξει καὶ τὰ ὁποῖα καθιστοῦν ἐκεῖ γιὰ μᾶς εὐχάριστον τὸν βίο καὶ τὰ ὁποῖα γίνονται κτῆμα αὐτῶν ποὺ τ’ ἀπέκτησαν. Οὔτε εἶναι βαρέα καὶ δύσκολα κι ἀσήκωτα ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ποὺ ἀπ’ τὴν φύση τους δὲν οἰκειώνονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους διὰ μιᾶς, οὔτε ἐπιτρέπουν αὐτοὺς ποὺ τἄχουν νὰ βαδίσουν διὰ τῆς στενῆς ἐκείνης πύλης. Ἀλλ’ ὅσα μὲν ἔπρεπε νὰ συλλέγουμε, τὰ ἔχουμε ἀφήσει· αὐτὰ δὲ ποὺ ἁρμόζει νὰ περιφρονοῦμε, αὐτὰ μαζεύουμε. Καὶ αὐτὰ μὲν ποὺ μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν μὲ μᾶς καὶ νὰ γίνουν πράγματι ταιριαστὸ στολίδι τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, αὐτὰ δὲν τὰ προσέχουμε. Κι αὐτὰ ποὺ παραμένουν αἰωνίως ξένα καὶ ποὺ μόνο ντροπὴ μᾶς προσάπτουν, αὐτὰ προσπαθοῦμε νὰ συγκεντρώνουμε, μοχθοῦντες στὰ χαμένα καὶ κοπιάζοντες, ὅπως ἐὰν κάποιος, ἐξαπατῶντας τὸν ἑαυτό του, θὰ ἤθελε ν’ ἀδειάζει σὲ τρυπημένο πιθάρι. Διότι αὐτὸ νομίζω ὅτι τὸ γνωρίζουν ἀκόμη καὶ ὅλα τὰ μικρὰ παιδιά, ὅτι δηλαδὴ τίποτε ἀπ’ τὰ τερπνὰ τοῦ βίου, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ περισσότεροι ἔχουν ξετρελλαθεῖ, εἶναι πράγματι δικό μας, ἢ ἐκ φύσεως γίνεται (δικό μας). Ἀλλ’ ἐξίσου φαίνονται ὅτι εἶναι ξένα ὅλων καὶ αὐτῶν ποὺ νομίζουν ὅτι τ’ ἀπολαμβάνουν καὶ αὐτῶν ποὺ οὔτε κἂν τ’ ἀγγίζουν. Διότι οὔτε ἐὰν μερικοὶ συγκεντρώσουν ἄφθονο χρυσάφι στὴν ζωή τους, παραμένει διαρκῶς κτῆμα τους. Ἀλλά, ἢ ἐνῶ ζοῦν ἀκόμη καὶ τὸν περισφίγγουν ἀπὸ παντοῦ δραπετεύει, μὲ τὸ νὰ περιέλθει στοὺς πιὸ ἰσχυρούς, ἢ τοὺς ἐγκαταλείπει πλέον ἀφοῦ φθάσουν στὸν θάνατο καὶ δὲν θέλει νὰ συνεκδημήσει μαζὶ μὲ τοὺς κατόχους του. Ἀλλ’ οἱ μὲν συρόμενοι πρὸς τὸν ἀναπότρεπτο δρόμο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ διὰ τῆς βίας χωρίζει τὶς ψυχὲς ἀπ’ τὴν ταλαίπωρη αὐτὴ σάρκα, μὲ τὸ νὰ στρέφονται διαρκῶς πρὸς τὰ χρήματα, θρηνοῦν τοὺς ἱδρῶτες ποὺ ἔχυσαν γι’ αὐτὰ ἀπ’ τὰ νειᾶτα τους, ὁ δὲ πλοῦτος περιέρχεται στὰ χέρια ἄλλων, ἀφοῦ ἁφήσει σ’ ἐκείνους μόνο, τὸν κόπο γιὰ τὴν συλλογή του καὶ τὸ ἔγκλημα τῆς ἁρπαγῆς. Οὔτε ἐὰν κάποιος ἀποκτήσει πάνω στὴν γῆ ἄπειρα στρέμματα καὶ μεγαλοπρεπῆ σπίτια καὶ κοπάδια ἀπὸ διάφορα ζῶα, καὶ περιβληθεῖ ὅλες τὶς ἐξουσίες ποὺ ὑπάρχουν στοὺς ἀνθρώπους, ἀπολαμβάνει αὐτὰ αἰωνίως. Κι ἀφοῦ γιὰ λίγο γίνει ὀνομαστὸς μὲ αὐτά, σὲ ἄλλους πάλι θὰ μεταθέσει τὴν εὐπορία, ὅταν ὁ ἴδιος χωθεῖ κάτω ἀπὸ λίγο χῶμα. Καὶ πολλὲς φορὲς καὶ μάλιστα προτοῦ πεθάνει καὶ φύγει ἀπό ’δῶ, θὰ δεῖ τὸν πλοῦτο νὰ μεταβαίνει σὲ ἄλλους καὶ ἴσως σ’ ἐχθρούς. Ἢ δὲν ξέρουμε πόσα μὲν χωράφια, πόσα δὲ σπίτια καὶ πόσα ἔθνη καὶ πολιτεῖες δὲν πῆραν τὰ ὀνόματα ἄλλων κυρίων, ἐνῶ ζοῦσαν ἀκόμη αὐτοὶ ποὺ τὰ κατεῖχαν; Καὶ ὅτι αὐτοὶ μὲν ποὺ ἄλλοτε ὑπῆρξαν δοῦλοι ἀνέβηκαν στὸν θρόνο τῆς ἐξουσίας, αὐτοὶ δὲ ποὺ ὀνομάζονταν κύριοι καὶ δεσπότες ἀρκέσθηκαν νὰ σταθοῦν μεταξὺ τῶν ὑπηκόων κ’ ἔσκυψαν τὸ κεφάλι τους στοὺς δούλους τους, ὅταν τὰ πράγματα ἄλλαξαν γι’ αὐτοὺς ξαφνικά, ὅπως ἀντιστρέφονται τὰ ζάρια;


(συνεχίζεται…)


* PG 31, σελ. 304-328.

 

1. Παροιμ. θ΄ 8: «ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε.»

2. Ψαλμ. ξα΄ 11: «πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν.»

3. Φιλιπ. γ΄ 20: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.»

4. Ἐκκλησ. α΄ 2: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.»

5. Σοφ. Σειρ. κα΄ 2: «ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως φεῦγε ἀπὸ ἁμαρτίας.»

6. Ἡσ. μ΄ 6, 7: «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπεσε.»

7. Ψαλμ. ριη΄ 1: «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου.»

8. Ψαλμ. ριη΄ 29: «ὁδὸν ἀδικίας ἀπόστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ τῷ νόμῳ σου ἐλέησόν με.»

9. Ψαλμ. ιζ΄ 32, 33: «καὶ τίς θεὸς πλὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν; ὁ Θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου.»

10. Λουκ. ιβ΄ 35, 36: «Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι· καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων, ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῷ.»