Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ὁ μέγας




Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ὁ μέγας

Ἑορτάζει τὴν η΄ () Μαΐου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα,

Ὃς οὐδὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.


   Τοῦτος ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς μεγαλουπόλεως παλαιᾶς Ρώμης, καὶ ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας ἐφύλαξε τὸν ἑαυτό του καθαρὸ ἐνδιαίτημα τοῦ Θεοῦ. Κ’ ἐπειδὴ ἦταν γεμάτος ἀπὸ ἀρετὴ καὶ σοφία, καὶ τὴν ἐσωτερικὴ καὶ θεία ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ κι ἀνθρώπινη, γιὰ τοῦτο ἔλαβε καὶ τὴν χειροτονία τοῦ διακόνου, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου, ἐν ἔτει τοθ΄ (379).

   Τὸν δὲ καιρὸ ἐκεῖνο ζητοῦσε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος κάποιον ἄνδρα πνευματικὸ καὶ σοφό, γιὰ νὰ διδάξει τοὺς γυιούς του Ὀνώριο καὶ Ἀρκάδιο τὰ μαθήματα τῆς φιλοσοφίας καὶ μάλιστα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς θεραπεύεται (ὑπηρετεῖται καὶ εὐαρεστεῖται). Γι’ αὐτό, γράφει πρῶτα μὲν στὸν Γρατιανὸ τὸν βασιλεύοντα ἐν ἔτει τος΄ (376), κ’ ἔπειτα καὶ στὸν τότε Πάπα Ἰννοκέντιο περὶ τοῦ Ἀρσενίου, καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας μπόρεσε νὰ τύχει τοῦ ποθουμένου.

   Ἀναχώρησε λοιπὸν ἀπ’ τὴν Ρώμη ὁ θεῖος Ἀρσένιος, ἀνέβηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρουσιάσθηκε μπροστὰ στὸν Θεοδόσιο· βλέποντάς τον ὁ βασιλεὺς σεμνὸν στὸ πρόσωπο καὶ τὸ χρῶμα, εὔτακτον στὸ βλέμμα, καὶ ταπεινὸν στὸ φρόνημα καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, στολισμένον μὲ κάθε ἀρετή, γέμισε ἀπὸ πολλὴ χαρὰ κ’ εὐφροσύνη. Κ’ ἔτσι ἔκτοτε τὸν τιμοῦσε ὡς πατέρα καὶ τὸν σεβόταν ὡς διδάσκαλο, οἱ δὲ ἄρχοντες τῆς βασιλικῆς Συγκλήτου τὸν θεωροῦσαν ὡς μέγα θησαυρὸ καὶ κειμήλιο. Ὁ δὲ Ἀρσένιος μισοῦσε μὲν τὴν δόξα καὶ τὴν θεωροῦσε ὡς σκύβαλα, ἀγαποῦσε δὲ τὸν Θεὸ καὶ ποθοῦσε τὴν μοναχικὴ πολιτεία· γι’ αὐτὸ παρακαλοῦσε καθ’ ἑκάστην τὸν Κύριο νὰ τελειώσει τὴν αἴτησή του καὶ παρευθὺς ἀκούει ἄνωθεν φωνὴ νὰ λέγει· «Ἀρσένιε, φεῦγε τοὺς ἀνθρώπους καὶ σώζου».

   Κ’ ἔτσι ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἄλλαξε τὰ φορέματά του καὶ ἀναχωρεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια κι ἀφοῦ κούρεψε τὰ μαλλιά του ἔγινε μοναχὸς στὴν Σκήτη ὑποβάλλοντας τὸν ἑαυτό του σὲ κάθε σκληραγωγία καὶ ἄσκηση καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος πάλι ἄκουσε θεία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε· «Ἀρσένιε, φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε καὶ σώζου».

   Πρὸς τοῦτον τὸν μέγα Ἀρσένιο πῆγε κάποτε ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος μαζὶ μὲ ἄλλους καὶ τὸν ρώτησε λέγοντας:

   – Πές μας, πάτερ, λόγο ὠφελείας.

   Ὁ δὲ Ὅσιος ἀποκρίθηκε:

   – Ἐὰν σᾶς πῶ, θὰ φυλάξετε τὸν λόγο μου;

   Κ’ ἐκεῖνοι εἶπαν:

   – Ναί, ὁπωσδήποτε θὰ τὸν φυλάξουμε.

   Τότε λέγει ὁ Ὅσιος:

   – Ὅπου ἀκοῦτε ὅτι βρίσκεται ὁ Ἀρσένιος μὴ πλησιάσετε σ’ αὐτόν.

   Περὶ τούτου τοῦ Ὁσίου λέγουν ὅτι σὲ ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του κατασκευάζοντας κοφίνια εἶχε κ’ ἕνα παλαιὸ μαντῆλι στὸν κόρφο του, μὲ τὸ ὁποῖο σπόγγιζε τὰ δάκρυα τῶν ματιῶν του. Ἦταν δὲ νόστιμος καὶ χαριτωμένος στὸ σῶμα, ὅλος λευκὸς στὰ μαλλιά, ξηρὸς κατὰ τὸ σῶμα καὶ μακρὺς στὸ μέγεθος, ἂν καὶ ἀπ’ τὸ πολὺ γῆρας εἶχε λίγο κυρτώσει· εἶχε τὰ γένια μακριὰ ἕως τὴν κοιλιά, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦταν ἀγγελικὸ καὶ σεβάσμιο, ὅπως τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ, γιὰ τοῦτο δὲν ἤθελε νὰ φαίνεται σὲ κανένα κατὰ τὸ πρόσωπο. Ἀγρυπνοῦσε συχνὰ καὶ στεκόταν ὄρθιος στὴν προσευχή, χωρὶς τελείως νὰ κλίνει τὰ γόνατα ἀπ’ τὸ ἑσπέρας ἕως ὅτου ἀνέτελλε ὁ ἥλιος, καὶ τότε ἔπαυε ἀπὸ τὸ στάσιμο.

   Κι ἔτσι, διὰ τούτων τῶν ἀγώνων ἔφθασε ὁ μακάριος στὸ ἄκρο τῆς ἀπαθείας καὶ μὲ τ’ ἀείρρυτα δάκρυά του ἔσβησε τελείως τὴν ψυχόλεθρο πύρωση τῆς σάρκας· ἔφθασε δὲ σὲ βαθιὰ γηρατειὰ καὶ πλησίασε τοὺς ἑκατὸ χρόνους. Κι ὅταν πιὰ ἔμελλε ν’ ἀπέλθει πρὸς τὸν Κύριο, τὸν ρώτησαν οἱ μαθητές του, σὲ ποιόν τόπο καὶ πῶς νὰ τὸν ἐνταφιάσουν· ὁ δὲ Ὅσιος ἀποκρίθηκε σ’ αὐτούς:

   – Δὲν ξέρετε, ὦ παιδιά μου, νὰ δέσετε σχοινὶ στὰ πόδια μου καὶ νὰ μὲ σύρετε στὸ βουνό;

   Ἔπειτα λέγει πάλι σ’ αὐτούς:

   – Βλέπετε, παιδιά μου, πόσος φόβος βρίσκεται σὲ μένα τὴν φοβερὴ ὥρα τούτη τοῦ θανάτου;

   Οἱ δὲ μαθητές του εἶπαν:

   – Ναί, βλέπουμε.

   Κι ὁ Ὅσιος ἀποκρίθηκε:

   – Πιστέψτε με, ὅτι ὁ φόβος τοῦτος δὲν χωρίσθηκε τελείως ἀπ’ τὴν καρδιά μου, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινα μοναχός.

   (Τὸν κατὰ πλάτος βίον αὐτοῦ βλέπε στὴν Καλοκαιρινή).


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 53-56. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).