Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Τὸ νερὸ τῆς Ἀναστάσεως




Τὸ νερὸ τῆς Ἀναστάσεως

«Δὸς μοὶ τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἶνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν»

(Ἰωάν. δ΄ 15)


Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*


Λειψυδρία

   Πόσο πουλιέται τὸ νερό; Ἐρώτημα καυτὸ στὶς ἡμέρες μας. Καυτό, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει νερὸ νὰ τὸ σβήσει! Τὸ πρόβλημα τοῦ νεροῦ εἶναι ὀξύτατο. Ἡ λειψυδρία εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν. Ἡ λειψυδρία ὀφείλεται στὴν ἀνομβρία. Καὶ ἡ ἀνομβρία ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη εὐλογίας. Ἀπεγνωσμένες προσπάθειες γιὰ ἀνεύρεση νεροῦ.

   – Θὰ κτυπήσουμε τὰ σπλάχνα τῆς γῆς. Θὰ κάνουμε γεωτρήσεις...

   Μὰ εἴμεθα σίγουροι, ὅτι θὰ βροῦμε νερό; Μήπως στερεύουν σιγὰ-σιγὰ καὶ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, ὅπως ἔχει στερέψει καὶ ἡ καρδιά μας ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη; Ἂν κάνουμε γεώτρηση μέσα στὴν καρδιά μας, θὰ ξεπηδήσει νερὸ πίστεως ἢ θὰ συναντήσει στρῶμα ἀδιαπέραστο ἀπιστίας καὶ πωρώσεως; Τὸ ἐρώτημα ἔχει σχέση μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν. ζ΄ 38).

   – Θὰ βομβαρδίσουμε τὰ σύννεφα καὶ θὰ ἔχουμε τεχνητὴ βροχή!

   Μακάρι, ἀλλὰ καὶ δύσκολο καὶ ἀβέβαιο σὲ ἀποτελέσματα τὸ ἐγχείρημα. Γιατί δὲν κάνουμε κάτι πιὸ ἁπλό, ἀλλ’ ἀπείρως ἀποτελεσματικότερο; Νὰ βομβαρδίσουμε ὄχι τὰ σύννεφα, ἀλλὰ τὸν Οὐρανὸ μὲ τὸν πύραυλο τῆς προσευχῆς. Καὶ τότε θὰ δοῦμε, πῶς ἔρχεται, πῶς κατέρχεται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὸ πιστεύετε; Ἀλλὰ μᾶς τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος: «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄ 7).

   Ἀντὶ νὰ χτυπᾶμε τὸν βράχο ἢ τὰ σύννεφα, ἂς κτυπήσουμε τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ, ποὺ στέλνει τὴν εὐλογία. Καὶ τότε θ’ ἀνοίξουν οἱ καταρράκτες τοῦ Οὐρανοῦ ὄχι γιὰ νὰ καταστρέψουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ποτίσουν τὸν κόσμο. Δὲν ξέρετε, ὅτι τὸ κλειδὶ τῆς πόρτας τοῦ Θεοῦ τὸ κρατοῦν οἱ ἅγιοι; Ὅποτε θέλουν, ἀνοίγουν, καὶ ὅποτε θέλουν, κλείνουν τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ. Τὸ κλειδὶ εἶναι ἡ προσευχὴ τῶν ἁγίων. Διέθετε αὐτὸ τὸ κλειδὶ ὁ προφήτης Ἠλίας. Τριάμισυ χρόνια ἔμειναν κλειστοὶ οἱ οὐρανοί. Δὲν ἔβρεξε. Καὶ προσευχήθηκε ὁ Ἠλίας καὶ ἄνοιξαν. «Καὶ πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκε καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπὸν αὐτῆς» (Ἰακ. ε΄ 18).

   Τὸ πρόβλημα λοιπόν, τοῦ νεροῦ δὲν εἶναι πρόβλημα κυρίως τῆς ΕΥΔΑΠ. Εἶναι κυρίως πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Στερεύουν οἱ πηγές, γιατί στερεύουν οἱ καρδιές. Ὅσα προβλήματα δὲν τὰ λύνει ἡ καρδιὰ μὲ τὴν πίστη, δὲν τὰ λύνει ἡ τσέπη μὲ τὸ πορτοφόλι της. Ἂν δὲν ἔλθει ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔλθει καιρός, ποὺ μία σταγόνα νεροῦ θὰ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ἕνα γραμμάριο χρυσάφι.

   Οἱ ἄνθρωποι θὰ διψάσουμε, διότι δὲν διψάσαμε τὸν Χριστό, ποὺ ἦλθε ὡς διψασμένος ὁδοιπόρος.


Διάλογος θεογνωσίας

   Διψασμένο βλέπουμε τὸν Χριστὸ στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Σαμαρείτιδος. Διψασμένο Τὸν εἴδαμε καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή. Ζήτησε πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ λίγο νερὸ καὶ ἀπόκριση δὲν πῆρε. «Διψῶ» (Ἰωάν. ιθ΄ 28). Ζήτησε νερὸ στὸ πηγάδι Συχὰρ ἀπὸ μία γυναῖκα, κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε. Δὲν θέλει τίποτε ἄλλο ὁ Χριστός. Θέλει ἁπλῶς ν’ ἀπαντήσουμε, ν’ ἀνταποκριθοῦμε στὴν δίψα Του. Διψάει ὁ Χριστὸς τὸ δικό μας ξεδίψασμα. Διψάει τὴν δική μας σωτηρία. Καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὴν προσφέρει. Πῶς;

   Μὲ τὸν διάλογο. Κάνει ὁ Χριστὸς διάλογο στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή. Διάλογο μὲ μία ψυχή, μ’ ἕναν ἄνθρωπο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πάντοτε ἦταν ὁ Λόγος. Ἔγινε κάποτε καὶ διάλογος. Ἦταν μόνο Λόγος, Θεὸς Λόγος, ἄσαρκος Λόγος. Καὶ ἔγινε σαρκωμένος Λόγος. Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ κοντὰ διάλογος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, μετὰ τὴν διακοπὴ τοῦ διαλόγου μέσα στὸν παράδεισο τῆς Ἐδέμ.

   Στὸν διάλογο γίνεται κοινωνία, συνάντηση, ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων. Στὴν σάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τὴν ἱστορικὴ συνάντηση τῶν δύο κόσμων. Ὁ Θεὸς συναντᾶται μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἔχουμε τὴν πιὸ δυνατὴ κοινωνία καὶ ἐπικοινωνία. Ἔχουμε ὄχι ἁπλῶς ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων, ἀλλ’ ἀνταλλαγὴ ὄψεων! Παίρνει Ἐκεῖνος τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ πάρει ὁ ἄνθρωπος τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ.

   Καὶ ἂν ἀκόμα ἕνας μόνο ἄνθρωπος ἦταν στὸν κόσμο, καὶ γι’ αὐτὸν τὸν ἕνα ὁ Θεὸς θὰ ἔκανε τὸ μεγάλο ἅλμα, ποὺ ὀνομάζεται σάρκωση. Ἀπόδειξη ὁ διάλογος στὸ πηγάδι Συχάρ.

   • Ὁ Χριστὸς κάνει διάλογο μ’ ἕναν ἄνθρωπο. Τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μπροστὰ στὸ σύμπαν; Ὅ,τι εἶναι ὁ Θεὸς γιὰ τὸ σύμπαν. Ὄχι διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεός, ἀλλὰ διότι γιὰ τὸν ἄνθρωπο σαρκώθηκε ὁ Θεός.

   • Ὁ Χριστὸς κάνει διάλογο μὲ μία γυναῖκα. Ὁ κόσμος ὑποτιμᾶ τὴν γυναῖκα. Τὴν θέλει ἄντλημα γιὰ ν’ ἀντλεῖ ἡδονὴ καὶ νὰ ξεδιψᾶ τὴν ἁμαρτωλή του σάρκα. Ὁ Χριστὸς τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς ἄντλημα γιὰ ν’ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ πηγάδι τοῦ Οὐρανοῦ τὸ νερὸ τῆς ἀλήθειας. Ὅταν εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα, ὅτι Ἐκεῖνος θὰ τῆς ἔδινε νερό, ἡ Σαμαρείτιδα τοῦ ἀπάντησε: «Οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθὺ» (στ. 11). Τὸ δεύτερο σκέλος τῆς φράσεως εἶναι σωστό, τὸ πρῶτο λάθος. Ὁ Χριστὸς καὶ φρέαρ βαθὺ εἶναι καὶ ἄντλημα ἔχει. Βάθος μεγάλο, ἀπροσμέτρητο, εἶναι ὁ Χριστὸς ὡς Θεός. Μπορεῖς νὰ μετρήσεις τὸ βάθος τοῦ οὐρανοῦ; Τὰ μέτρα καὶ τοῦ βαθύτερου πηγαδιοῦ τὰ ὑπολογίζεις. Τὸ βάθος τοῦ Οὐρανοῦ ὄχι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφωνεῖ: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ» (Ρωμ. ια΄ 33).

   Θέλησαν φιλόσοφοι νὰ ἐρευνήσουν τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἄντλημά τους, μὲ τὸ κουβαδάκι τῆς διανοίας τους. Εἶναι δυνατὸ μὲ σχοινὶ δύο μέτρων ν’ ἀντλήσεις νερὸ ἀπὸ πηγάδι χιλίων μέτρων; Πῶς, λοιπόν, μὲ τὰ μέτρα τοῦ πεπερασμένου μυαλοῦ ν’ ἀντλήσεις τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἀπείρου Θεοῦ; Ἀδύνατον.

   Καὶ ὅμως, τὸ ἀδύνατον ἔγινε δυνατό. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ βαθὺ φρέαρ τῆς Θεότητος. Μὲ τὴν σάρκωσή του, μὲ τὴν σαρκωμένη ἀγάπη του μᾶς δίνει καὶ τὸ ἄντλημα. Μᾶς δίνει τὸν τρόπο ν’ ἀντλοῦμε τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι Του. Καὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, στὸν ὁποῖο προσέφερε ὁ Χριστὸς τὸ νερὸ τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἦταν μία γυναῖκα, ἡ Σαμαρείτιδα.

   Μὲ γυναῖκα ἔγινε ἀπύθμενο τὸ πηγάδι τοῦ Θεοῦ καὶ φθάσαμε στὴν ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ περιέργεια τῆς Εὔας βυθισθήκαμε στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Μὲ γυναῖκα θέλησε ὁ Χριστὸς νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ φῶς τῆς θεογνωσίας. Ἡ ἁγία περιέργεια τῆς Σαμαρείτιδος ἔκανε τὸν Χριστὸ ν’ ἀποκαλύψει τὸ βάθος τοῦ Θεοῦ: «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (στ. 24).


Ἀστείρευτη πηγὴ

   Ἂς σταθοῦμε στὸ νερό, ποὺ ἄντλησε ἡ Σαμαρείτιδα ἀπὸ τὸ πηγάδι, ποὺ ὀνομάζεται Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Πηγὴ τῆς ζωῆς, ὅπως ψάλλουμε στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Πᾶσι Σωτὴρ ἐβόησας: Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω, ἡ Πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα σοι».

   Ὅταν ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε, ὅτι θὰ τῆς ἔδινε τὸ νερό, ποὺ θὰ ξεδιψοῦσε μιὰ γιὰ πάντα, ἐκείνη τὸν ρώτησε: «Πόθεν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;» (στ. 11). Ἀπὸ ποῦ ἔχεις τὸ νερὸ τῆς ζωῆς; Ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ; Ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη δεξαμενή, ποὺ λέγεται Θεότητα. Θεὸς ὁ Χριστός! Γι’ αὐτὸ ὄχι ἁπλῶς εἶναι ἄφθονος, ὄχι ἁπλῶς εἶναι ἀστείρευτος, ὄχι ἁπλῶς εἶναι ἀκένωτος, ἀλλ’ εἶναι ἀνεξάντλητος πηγὴ ὁ Χριστός. Ὅλοι κάποτε ἐξαντλοῦνται καὶ χρειάζεται νὰ συνδεθοῦν μὲ νέα πηγή. Ἕνας δὲν ἐξαντλεῖται ποτέ: ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ ἀναλίσκεται ἡ χάρις. Οὐ δαπανᾶται ἡ δωρεά. Οὐ ρυποῦται τὰ νάματα. Καινὸς καθάρσεως τρόπος. Οὐ γὰρ ἔστι σωματικός. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν σωμάτων ὅλων πλείονας ἀποπλύνῃ τὰ νάματα, πλείονα τὴν κηλῖδα δέχεται. Ἐνταῦθα δὲ ὅσα πλύνει πλείονας, τοσούτω καθαρώτερα γίνεται» (Ε.Π.Ε. 36, 164).

   Εἴδατε ποτὲ νερὸ νὰ πλένει ροῦχα βρώμικα, νὰ τὰ καθαρίσει, καὶ νὰ παραμένει καθαρό, ὁλοκάθαρο; Εἴδατε ποτὲ νερὸ νὰ ποτίζει ἀμέτρητες ἐκτάσεις καὶ νὰ μὴ λιγοστεύει; Αὐτὸ βλέπουμε στὸν Χριστό.

   Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀστείρευτη Πηγή. Φάνηκε μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι σὲ πασχαλινὴ περίοδο διαβάζεται ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Σαμαρείτιδος. Πρόκειται γιὰ Ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο. Μιλάει γιὰ τὸ ἀθάνατο νερό, ποὺ ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὸν κενὸ τάφο τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ. Γιὰ τὸν μυθικὸ ἥρωα Ἀχιλλέα λέγεται, ὅτι ἡ μητέρα του Θέτις τὸν ἔπλυνε, σὰν ἦταν βρέφος στὰ ἀθάνατα νερὰ τῆς Στυγός. Ἔτσι ἦταν ἄτρωτος κι ἀθάνατος. Μὰ ἡ πτέρνα, ἀπ’ ὅπου τὸν κρατοῦσε ἡ μητέρα του, δὲν βράχηκε κι ἔμεινε τρωτή. Ἐκεῖ τὸν κτύπησε ὁ Πάρις καὶ τὸν θανάτωσε...

   Τί θυμίζει ὁ μῦθος αὐτός; Τὸν λόγο τοῦ Πρωτευαγγελίου. Θὰ ἔλθει ὁ Ἀθάνατος, «μέσα ἀπ’ τὰ βάθη τῶν γενιῶν καὶ τῶν καιρῶν». Δὲν θἆναι μυθικὸς ἥρωας. Θἆναι πραγματικὸ πρόσωπο. Δὲν θἆναι ἡμίθεος θἆναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Θἆναι «τὸ σπέρμα τῆς γυναικός», ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Βαπτισμένος ὁλόκληρος στὸ ὄντως Ἀθάνατο νερό, στὴν οὐσία τῆς Θεότητος. «Φύσει Θεὸς ὑπάρχων καὶ φύσει γενόμενος ἄνθρωπος» (θεοτοκίον ἑσπερινοῦ Σαββάτου πλ. β΄). Ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς εἶχε τὴν «ἀχίλλειον πτέρναν», ὄχι τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ εἶναι ὁ Ἀναμάρτητος, ἀλλὰ τοῦ θανάτου, διότι θέλησε ἡ ἀνθρώπινη φύση του νὰ εἶναι παθητῆ καὶ θνητή. Ἔτσι κτυπήθηκε ἀπὸ τὸ βέλος τοῦ θανάτου. Καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη, ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀναστηθεῖ καὶ νὰ γίνει ὁ τάφος Του «ἡ πηγὴ τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως».


Διϋλιστήριο

   Τί συμβαίνει μὲ τὸ νερό; Ὅταν πέφτει ἀπὸ τὰ σύννεφα στὴν γῆ, δὲν εἶναι πάντοτε κατάλληλο γιὰ πόση. Περνάει ἀπὸ τὰ διϋλιστήρια τῆς γῆς, καθαρίζεται καὶ ἀναβλύζει ἀπὸ τὸν βράχο καθαρό, κρυστάλλινο. Κάτι τέτοιο συνέβη μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπεσε στὸν τάφο τὸ θνητὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖνο, ποὺ τραυματίσθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ὅπως λέγει ὁ πρoφήτης Ἠσαΐας. Μὰ τὸ θνητὸ αὐτὸ σῶμα πέρασε ἀπὸ τὸ διϋλιστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἐξῆλθε Ἀθάνατο νερό. Ὁ Χριστὸς εἶναι Ἀθάνατος. Ὄχι ὡς Θεός, ἀφοῦ περὶ αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει πρόβλημα ὁ Θεὸς δὲν πεθαίνει. Εἶναι πλέον Ἀθάνατος καὶ ὡς ἄνθρωπος, ὡς Θεάνθρωπος. «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. ς΄ 9).

   Καὶ ὄχι μόνο Αὐτό. Ὅσοι πίνουν ἀπὸ τὸ ἀθάνατο νερό, ποὺ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸ κενὸ μνημεῖο, δὲν πεθαίνουν ποτέ. Ὅσοι πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση, ζοῦν αἰώνια. Τὸ βεβαιώνει ὁ Κύριος: «Ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῶ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (στ. 14).

   Ὅταν γίνεται ἡ ἐκταφὴ κάποιου νεκροῦ, τὰ ὀστᾶ πλένονται μὲ νερό, καθαρίζονται, γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν στὸ ὀστεοφυλάκιο. Εἶναι πολὺ συμβολικό. Τὸ σῶμα τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου πλένεται μὲ τὸ νερὸ τῆς Ἀναστάσεως. Γι’ αὐτὸ κάποια ἡμέρα, ὄχι ἁπλῶς καθαρισμένο ἀπὸ τὴν λάσπη, ἀλλὰ ἀναστημένο, χρυσαφένιο, ἀφθαρτοποιημένο, θεωμένο, θὰ τοποθετηθεῖ ὄχι στὸ ὀστεοφυλάκιο, ἀλλὰ στὴν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιὰ νὰ ζεῖ ἑνωμένο μὲ τὴν ψυχὴ αἰώνια.

   Τὸ νερὸ τῆς ζωῆς μας πέφτει στὸν τάφο. Χάνεται. Ἔτσι χάνεται καὶ τὸ νερό, ποὺ κυλάει. Ἀλλ’ ἂν προχωρήσουμε πιὸ κάτω, θὰ τὸ δοῦμε νὰ ἐπανεμφανίζεται, ν’ ἀναπηδᾶ καθαρώτερο. Ἔτσι καὶ τὸ νερὸ τῆς ζωῆς. Φαίνεται νὰ στερεύει μὲ τὸν θάνατο. Ἀλλὰ δὲν χάνεται. Ἁπλῶς περνάει ἀπὸ τὰ διϋλιστήρια τῆς γῆς μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Πέφτει μὲ δύο μικρόβια, μὲ τὸ μικρόβιο τῆς ἁμαρτίας καὶ μὲ τὸ μικρόβιο τοῦ θανάτου. Καὶ ὅταν ἀναπηδήσει, ὅταν ἐπανεμφανισθεῖ, θὰ εἶναι καθαρό, ἀπαλλαγμένο καὶ ἀπὸ τὰ δύο μικρόβια. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Χριστός: Τὸ νερό, ποὺ ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω, «γενήσεται πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (στ. 14). Θ’ ἀναβλύσει νερὸ ἀθανάτου ζωῆς ἀπὸ τοὺς τάφους.

   Πῶς θὰ γίνει αὐτό; Τὴν ἀπάντηση δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ποιός ἔπλασε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ Θεός. Πῶς; Μὲ λόγο καὶ μὲ χῶμα. Αὐτός, ποὺ ἔπλασε ἀπὸ τὸ μηδὲν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀναπλάσει καὶ ἀπὸ θνητὸ νὰ τὸ μεταβάλει σὲ ἀθάνατο; Μπορεῖ. Πῶς; Μέσα στὸ χῶμα, μέσα στὸν τάφο, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. Ποῦ βρίσκεται τὸ χρυσάφι: Θαμμένο στὴν γῆ, ἀνακατεμένο μὲ ξένες οὐσίες. Τὸ παίρνει ὁ ἔμπειρος χρυσοχόος καὶ τὸ περνάει ἀπὸ χωνευτῆρι καὶ βγαίνει ὁ καθαρός, ἀμιγὴς χρυσός. Θαμμένο στὴν γῆ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀνακατεμένο μὲ τὴν φθορά. Μυρίζει θάνατο. Θὰ περάσει ὅμως ἀπὸ τὸ χωνευτῆρι τῆς Ἀναστάσεως καὶ θὰ βγεῖ εὐωδιαστὴ zωή. «Τὴν γοῦν χρυσίτιν γῆν λαμβάνουσιν οἱ περὶ ταῦτα ἔμπειροι, καὶ τὰ χωνευτηρίῳ παραδιδόντες χρυσίου ἐργάζονται, καὶ ἄμμον καὶ ἑτέραν ὕλην ἀναμιγνύντες, ὕελον καθαρὸν ἐποίησαν. Εἴτα, ὅπερ ἡ τοῦ πυρὸς δύναμις, τοῦτο ἡ τοῦ Θεοῦ οὐ δυνήσεται χάρις, εἰπέ μοι; Καὶ τίς ἂν ταῦτα εἴποι τῶν ὁπωσοῦν νοῦν ἐχόντων; Πῶς σὲ παρὰ τὴν ἀρχὴν ἐποίησεν, ἐννόησον, καὶ μηκέτι ἀμφίβαλλε περὶ τῆς Ἀναστάσεως. Οὐχὶ γῆν ἔλαβε καὶ ἔπλασε; καίτοι τὸ δυσκολώτερον. Φθαρτὸν γενόμενον ἀθάνατον οὐ δύναται ἐργάσασθαι;» (Ε.Π.Ε. 36,130-132).


Τρεῖς κῆποι ποτίζονται

   Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ νερὸ τῆς Ἀναστάσεως. Τρεῖς κήπους πότισε αὐτὸ τὸ νερό, ὅπως βλέπουμε στὴν Ευαγγελικὴ περικοπή.

   • Ὁ ἕνας εἶναι ὁ κῆπος τῆς καρδιᾶς τῆς Σαμαρείτιδος. Φλεγόταν ἀπὸ τὴν φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας. «ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ», λέγει ὁ κολασμένος πλούσιος (Λουκ. ις΄ 24). Ἡ ἁμαρτία εἶναι κόλαση πρὶν ἀπὸ τὴν κόλαση. Φλέγεται κανείς. Πόσες φωτιὲς εἶχε ἀνάψει ἡ γυναῖκα ἐκείνη μὲ τὰ ἁμαρτωλά της σκιρτήματα! Ἡ φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας ἔκαιγε καὶ τὴν δική της καρδιά. Διψοῦσε γιὰ συγχώρηση, γιὰ ἄφεση. Ὁ Χριστὸς ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι, τὸ νερό τῆς ἀφέσεως, τὸ νερό, ποὺ ξεπλένει ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Ἡ δροσοβόλος χάρις Του δροσίζει τὰ σωθικά της. Μὲ ἀγωνία Τοῦ λέγει: «Δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ» (στ. 15).

   Διψᾶμε. Ρουφᾶμε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ξεδιψάσουμε. Ἀλλ’ ἡ δίψα φουντώνει. Μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ξεδιψάσει, νὰ μᾶς χαρίσει τὸ νερὸ τῆς ἀφέσεως. Κύριε, σὲ παρακαλῶ, δός μου καὶ τὴν πηγὴ τῶν δικῶν μου δακρύων καὶ τὴν πηγὴ τῆς δικῆς σου χάριτος!

   • Διψοῦσε καὶ τὸ μυαλὸ τῆς Σαμαρείτιδος. Πρόκειται γιὰ τὴν δίψα τῆς ἀλήθειας. Τί εἶναι ὁ Θεός; Πῶς λατρεύεται ὁ Θεός; Ποιός διψασμένος, ποὺ ξεράθηκαν τὰ χείλη του, σὰν βρεῖ καθαρὸ νερό, δὲν θ’ ἁπλώσει τὸ χέρι του νὰ ρουφήξει; Ἡ διψασμένη Σαμαρείτιδα αὐτὸ ἔκανε. Βρῆκε νερό, πηγὴ οὐράνια. «Θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ» (στ. 19). Τώρα ποὺ Σὲ βρῆκα, πές μου... Πές μου... Τί λαχτάρα! Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὴν λαχτάρα. Προσφέρει τὸ νερὸ τῆς θείας ἀποκαλύψεως: «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (στ. 24). Ποὖναι ἡ δική μας μεταφυσικὴ λαχτάρα; Κοντά μας εἶναι ἡ Πηγή, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, τὸ Εὐαγγέλιό Του, ἡ Ἐκκλησία Του. Τὰ χείλη μας ξεράθηκαν πλέον ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὶς ψεύτικες θεωρίες τοῦ κόσμου. Καιρὸς νὰ τρέξουμε, νὰ ρουφήξουμε τ’ ἀθάνατο νερὸ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἄφθονο καὶ ἀναλλοίωτο τρέχει στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας.

   • Διψοῦσε καὶ γιὰ ζωὴ ἡ Σαμαρείτιδα. Ὅλοι διψᾶμε γιὰ ζωή. Δὲν θέλουμε νὰ πεθάνουμε. Καὶ δὲν θὰ πεθάνουμε, ἀρκεῖ νὰ πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε. Τὸ ποτάμι τρέχει γρήγορα. Κυλάει. Κάνει ν’ ἀνθίζει ἡ περιοχή. Ἀλλὰ δὲν σταματᾶ, μέχρι νὰ καταλήξει στὴν θάλασσα, στὸν ἀπέραντο ὠκεανό. Τὸ ποτάμι τῆς ζωῆς κυλάει, ὄχι γιὰ νὰ χαθεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλήξει στὴν θάλασσα τῆς αἰωνιότητος.


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Κυριακοδρόμιο Εὐαγγελίων», ἔκδοσις δευτέρα, Ἀθήνα 1999, σελ. 33 - 38. (Τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)