Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΩΜΑΣΘΕ ΣΤΑ ΒΙΟΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ... (3)




ΟΜΙΛΙΑ

ΠΕΡΙ  ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΩΜΑΣΘΕ ΣΤΑ ΒΙΟΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

ΚΑΙ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (3)


Μεγάλου Βασιλείου*


   7. Ἂς προφυλαχθοῦμε λοιπόν, ὅσο μποροῦμε πιὸ γρήγορα· ἂς μὴ συνθλίψουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὴν θέλησή μας. Κ’ ἐὰν κάποιος κάποτε μὲ τὸ νὰ δελεασθεῖ, ἐπισώρευσε στὸν ἑαυτό του σκόνη ἄδικου πλούτου καὶ μὲ τὶς φροντίδες γι’ αὐτὸν φυλάκισε τὸν νοῦ, ἢ προσῆψε στὴν φύση του βδέλυγμα ἀκολασίας, ποὺ δύσκολα ξεπλένεται, ἢ γέμισε τὸν ἑαυτό του μὲ ἄλλα ἐγκλήματα, αὐτός, ὅσο ἀκόμη εἶναι καιρός, προτοῦ φθάσει στὴν τέλεια καταστροφή, ἂς ἀποβάλει τὰ περισσότερα ἀπ’ τὰ φορτία. Καὶ προτοῦ τὸ σκάφος καταποντισθεῖ, ἂς ἀπορρίψει τὰ ἐμπορεύματα, ποὺ δὲν τὰ μάζεψε, ὅπως ἔπρεπε, κι ἂς μοιάσει μὲ τοὺς ναυτικούς. Διότι ἐκεῖνοι, κ’ ἐὰν ἀκόμη συμβεῖ νὰ φέρουν στὸ πλοῖο κάτι ἀπ’ τ’ ἀναγκαῖα, καὶ ξεσηκωθεῖ φορτούνα στὴν θάλασσα κι ἀπειλήσει νὰ σκεπάσει τὸ πλοῖο, ποὺ πιέζεται ἀπ’ τὸ φορτίο, ὅσο μποροῦν πιὸ γρήγορα, ἀποσκευάζουν τὸ πολὺ βάρος καὶ χωρὶς λύπη ἀδειάζουν στὴν θάλασσα τὰ ἐμπορεύματα, γιὰ νὰ κάμουν τὸ πλοῖο νὰ ἐπιπλεύσει στὰ κύματα καὶ νὰ σώσουν, ἐὰν βέβαια εἶναι δυνατόν, μόνο τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα ἀπ’ τὸν κίνδυνο. Πολὺ δὲ περισσότερο ἀπὸ ’κείνους, ἐμεῖς αὐτὰ πρέπει καὶ νὰ τὰ σκεφτόμαστε καὶ νὰ τὰ πράττουμε. Διότι ἐκεῖνοι ὅ,τι ἀπορρίπτουν τὸ χάνουν ἀμέσως, καὶ στὸ ἑξῆς τοὺς περιβάλλει ἡ ἀνάγκη τῆς φτώχειας. Ἐμεῖς ὅμως ἐφόσον ἀδειάσουμε τὸ πονηρὸ φορτίο, θὰ ἐπισωρεύσουμε περισσότερο καὶ καλύτερο πλοῦτο στὶς ψυχές. Διότι ἡ πορνεία καὶ τὰ παρόμοια χάνονται, ἀφοῦ ἀποβληθοῦν, καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴ ἔγιναν, ἀφοῦ μὲ τὰ δάκρυα λυθοῦν. Στὸ ἑξῆς ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ δικαιοσύνη ποὺ εἶναι πράγματα ἐλαφρὰ καὶ δὲν γνωρίζουν τὸν καταποντισμὸ στὰ κύματα καταλαμβάνουν τὸν χῶρο ἐκείνων· τὰ χρήματα ὅμως, ὅταν καλῶς ἀποβληθοῦν, δὲν χάνονται γι’ αὐτοὺς ποὺ τὰ ἀπέβαλαν καὶ τὰ ἀπέρριψαν. Ἀλλ’ ἀφοῦ μεταφερθοῦν σὰν σὲ κάποια ἄλλα πλοῖα πιὸ ἀσφαλῆ, τὶς κοιλιὲς τῶν φτωχῶν, διασώζονται καὶ φθάνουν στὰ λιμάνια καὶ φυλάσσονται ὡς κόσμημα καὶ ὄχι ὡς κίνδυνος γι’ αὐτοὺς ποὺ τ’ ἀπορρίπτουν.

   8. Ἂς σκεφθοῦμε λοιπόν, ἀγαπητοί, γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας κάτι τὸ φιλάνθρωπο. Κ’ ἐὰν γενικὰ θέλουμε τὸ βάρος τῆς εὐπορίας νὰ τὸ κάμουμε κέρδος μας, ἂς τὸ διαμοιράσουμε σὲ πολλοὺς, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ τὸ βαστάξουν μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ θὰ τὸ ἐναποθηκεύσουν σ’ ἀπαραβίαστα ταμεῖα, τοὺς κόλπους τοῦ Δεσπότου, «ὅπου ὁ σκόρος δὲν καταστρέφει, οὔτε οἱ κλέφτες κάνουν διάρρηξη, οὔτε κλέβουν»16. Ἂς ἐπιτρέψουμε στὸν πλοῦτο ποὺ θέλει, νὰ ξεχειλίσει πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχουν ἀνάγκη. Ἂς μὴ περιφρονήσουμε τοὺς Λαζάρους17 ποὺ ἀκόμη καὶ τώρα κοίτονται μπροστὰ στὰ μάτια μας. Μήτε νὰ στερήσουμε αὐτοὺς ἀπ’ τὰ ψίχουλα τῆς τραπέζης μας, τὰ ὁποῖα ἀρκοῦν νὰ τοὺς χορτάσουν. Μήτε νὰ μιμηθοῦμε ’κεῖνον τὸν ἄγριο πλούσιο, γιὰ νὰ μὴ πορευθοῦμε στὴν ἴδια μ’ ἐκεῖνον φλόγα τῆς κολάσεως. Διότι τότε θὰ παρακαλέσουμε πολὺ τὸν Ἀβραάμ, καὶ πολὺ τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν καλῶς, ἀλλὰ κανένα κέρδος δὲν θὰ προέλθει γιὰ μᾶς ἀπ’ τὴν κραυγή. Διότι «ἐὰν ὁ ἀδελφὸς δὲν μπορεῖ νὰ σώσει, θὰ λυτρώσει ἄλλος ἄνθρωπος;»18. Ὁ καθένας ἀπὸ ’κείνους θὰ μᾶς πεῖ κραυγάζοντας· μὴ ζητᾶς φιλανθρωπία τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἀγνόησες γι’ ἄλλους. Μὴ ἐπιθυμεῖς νὰ λάβεις τόσο μεγάλα πράγματα, ἐνῶ ἐσὺ λυπήθηκες τὰ πολὺ μικρά. Ν’ ἀπολαμβάνεις αὐτὰ ποὺ μάζεψες στὸν βίο σου. Χῦνε δάκρυα τώρα, διότι τότε ποὺ ἔβλεπες τὸν ἀδελφό σου νὰ δακρύζει δὲν τὸν ἐλέησες. Αὐτὰ θὰ μᾶς ποῦνε, καὶ μὲ τὸ δίκιο τους. Καί ’γὼ φοβοῦμαι μήπως μᾶς ἐπιτεθοῦν καὶ μὲ πικρότερα λόγια ἀπ’ αὐτά, διότι ξεπερνοῦμε, ὅπως ξέρετε, ἐκεῖνον τὸν πλούσιο στὴν κακία. Ἐμεῖς δηλαδὴ δὲν περιφρονοῦμε ἁπλῶς τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ εἶναι κατάκοιτοι, ἐπειδὴ λυπούμασθε τὸν πλοῦτο, οὔτε κλείνουμε τ’ αὐτιὰ στὶς παρακλήσεις τῶν φτωχῶν, ἐπειδὴ φυλάσσουμε τὴν εὐπορία μας γιὰ τὰ παιδιά μας ἢ γιὰ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς μας, ἀλλὰ δαπανοῦμε τὰ χρήματα στὰ φαῦλα κ’ ἐμφανιζόμασθε γενναιόδωροι στοὺς ἐπιτήδειους κ’ ἐκμεταλλευτές. Διότι πόσες καὶ πόσοι τέτοιοι περικυκλώνουν τὸ τραπέζι μερικῶν πλουσίων; Ἄλλοι μὲν μὲ τὸ νὰ θέλγουν αὐτὸν ποὺ προσφέρει τὸ γεῦμα μ’ αἰσχρὰ λόγια, ἄλλοι δὲ μὲ τὸ νὰ τοῦ ἀνάβουν τὴν φλόγα τῆς ἀκολασίας μὲ ἄτοπα βλέμματα καὶ σχήματα κι ἄλλοι μὲ τὸ νὰ θέλουν μὲ τὰ μεταξύ τους σκωπτικὰ πειράγματα νὰ προκαλοῦν τό γέλιο σ’ αὐτὸν ποὺ τοὺς προσκάλεσε, καὶ ἄλλοι μὲ τὸ νὰ ξεγελοῦν μὲ ψεύτικους ἐπαίνους. Κ’ ἔτσι δὲν κερδίζουν μόνο τὸ καλὸ φαγοπότι, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια κρατοῦν γεμάτα ἀπὸ πολυτελῆ δῶρα καὶ μαθαίνουν ἀπὸ μᾶς ὅτι περισσότερο ἀπ’ τὶς ἀρετὲς τοὺς ὠφελεῖ νὰ ἀσκοῦν καὶ νὰ πράττουν αὐτά. Κ’ ἐὰν ἔλθει σ’ ἐμᾶς κάποιος φτωχός, ποὺ μόλις καὶ μετὰ βίας ὁμιλεῖ ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἀποστρεφόμασθε τὸν ὅμοιο μὲ μᾶς κατὰ τὴν φύση, σιχαινόμασθε, γρήγορα προσπερνοῦμε, σὰν νὰ φοβόμασθε μήπως, μὲ τὸ νὰ βαδίσουμε σιγά, λάβουμε καὶ μεῖς μέρος σ’ αὐτὴν τὴν ἴδια δυστυχία. Κ’ ἐὰν μὲν σκύψει τὸ κεφάλι του πρὸς τὴν γῆ, ντρεπόμενος γιὰ τὴν συμφορά, τὸν λέγουμε ὑποκριτή, ἐὰν δὲ μὲ θάρρος μᾶς ἀτενίσει ἐξαιτίας τοῦ πικροῦ κεντρίσματος τῆς πείνας, τὸν ἀποκαλοῦμε πάλι ἀναιδῆ καὶ βίαιο. Κ’ ἐὰν μὲν συμβεῖ νὰ φορεῖ καλὰ ἐνδύματα ποὺ κάποιος τοῦ τά ’χει δώσει, τὸν ἀπομακρύνουμε ὡς ἄπληστο καὶ ἐξορκιζόμασθε ὅτι αὐτὸς προσποιεῖται τὸν φτωχό. Κ’ ἐὰν φορεῖ ράκη ποὔχουν λυώσει, πάλι τὸν ἀπομακρύνουμε ὡς βρώμικο. Καί ’κεῖνος δὲν μπορεῖ νὰ λυγίσει τὴν ἀνελεῆ διάθεσή μας οὔτε ὅταν ἀνακατώνει στὶς παρακλήσεις του τὸ ὄνομα τοῦ Πλάστου, οὔτε ὅταν συνεχῶς μᾶς εὔχεται νὰ μὴ περιπέσουμε σὲ τέτοια βάσανα. Γιὰ τοῦτο ὑποψιάζομαι ὅτι θἆναι βαρύτερη ἡ φωτιὰ τῆς κολάσεως γιὰ μᾶς παρὰ γιὰ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο19. Ἐὰν λοιπὸν ὁ καιρὸς τὸ ἐπέτρεπε καὶ ὑπῆρχε ἁρκετὴ δύναμη, θὰ σᾶς διηγόμουν ὁλόκληρη τὴν ἱστορία ποὺ ἀφορᾶ σ’ ἐκεῖνον, ὅπως τὴν παρουσιάζει ἡ Γραφή. Τώρα ὅμως εἶναι ὥρα νὰ σᾶς ἀφήσω, διότι ἔχετε κουρασθεῖ. Καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι, ἐὰν ἐμεῖς ἔχουμε παραλείψει κάτι ἀπὸ ἀδυναμία τῆς διάνοιας καὶ τῆς γλώσσας συνάμα, ἀφοῦ τὸ ἀναπλάσσετε στὸν νοῦ σας, προσφέρετέ το σὰν κάποιο φάρμακο στὰ τραύματα τῶν ψυχῶν. Διότι καὶ ἡ Γραφὴ λέει· «δῶσε ἀφορμὴν στὸν σοφὸ καὶ θὰ γίνει σοφώτερος»20. «Καὶ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σᾶς χορηγήσει κάθε δῶρο μὲ ἀφθονία, ὥστε νἄχετε πάντοτε αὐτάρκεια σ’ ὅλα καὶ νὰ δίδετε μὲ ἀφθονία σὲ κάθε καλὸ ἔργο»21.

   9. Ἀλλὰ μολονότι ὁ λόγος πλέον, ὅπως βλέπετε, ἔχει φθάσει πρὸς τὸ τέλος, μερικοὶ ἀπ’ τοὺς ἀδελφοὺς μᾶς ἐπαναφέρουν πάλι στὸν δρόμο τῆς συμβουλῆς, μὲ τὸ νὰ μᾶς προτρέπουν νὰ μὴ παρατρέξουμε αὐτὰ ποὺ ὁ Δεσπότης θαυματούργησε χθές, μήτε ν’ ἀποσιωπήσουμε τὴν νίκη, ποὺ ὁ Σωτῆρας κατήγαγε ἐναντίον τῆς λύσσας τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ δώσουμε σὲ σᾶς ἀφορμὴ γιὰ ὑμνολογικὰ σκιρτήματα. Πάλι λοιπόν, ὅπως γνωρίζετε, ὁ διάβολος φανέρωσε τὴν μανία του ἐναντίον μας καὶ ἀφοῦ ἐξόπλισε τόν ἑαυτό του μὲ τὴν φλόγα τῆς φωτιᾶς, ἐπιτέθηκε ἐναντίον τῶν περιβόλων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ πάλι ἡ κοινή μας μητέρα νίκησε κ’ ἔστρεψε τὸ σχέδιο κατὰ τοῦ ἐχθροῦ κι αὐτὸς δὲν κατάφερε τίποτε ἄλλο ἀπ’ τὸ νὰ γνωστοποιήσει τὴν ἔχθρα του. Ἡ χάρις ἀντεφύσηξε στὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ ναὸς ἔμεινε ἄθικτος. Δὲν κατόρθωσε ἡ συμφορὰ ποὺ ὁ ἐχθρὸς προκάλεσε ν’ ἀνατινάξει τὴν πέτρα, πάνω στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἔκτισε τὴν μάνδρα τοῦ ποιμνίου του22. Τάχθηκε καὶ τώρα μὲ τὸ μέρος μας αὐτὸς ποὺ κάποτε ἔσβησε στὴν Βαβυλῶνα τὸ καμίνι23. Πόσο, νομίζετε, στενοχωρεῖται σήμερα ὁ διάβολος, διότι δὲν χάρηκε ὅσο ἤθελε ἀπ’ τὴν ἐπιχείρηση; Διότι ὁ ἐχθρὸς ἄναψε φωτιὰ γειτονικὴ στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν εὐημερία μας. Κι ἀπὸ παντοῦ ἡ φλόγα ζωήρεψε μὲ τὰ ὁρμητικὰ φυσήματά της κ’ ἐξαπλωνόταν στὰ ὑλικὰ ποὺ ὑπόκεινται σ’ αὐτὴν καὶ κατέτρωγε τὸν γύρω ἀέρα καὶ βιαζόταν νὰ πλησιάσει τὸν ναὸ καὶ νὰ μᾶς σύρει στὴν συμφορά. Ὁ Σωτῆρας ὅμως ἔκαμε ὥστε νὰ ξεχυθεῖ ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ τὴν ἄναψε καὶ πρόσταξε πάλι νὰ περιμαζέψει τὴν μανία του στὸν ἑαυτό του. Καὶ ὁ ἐχθρὸς ἑτοίμασε μὲν τὸ ἐπίβουλο τόξο ἐμποδίσθηκε ὅμως ν’ ἀφήσει τὸ βέλος. Ἢ καλύτερα τὸ ἄφησε μέν, ἀλλὰ γύρισε στὸ κεφάλι του. Ὁ ἴδιος ἀπολαμβάνει τὰ πικρὰ ἐκεῖνα δάκρυα, ποὺ γιὰ μᾶς εἶχε ἑτοιμάσει. Ἀλλ’ ἂς κάμουμε, ἀδελφοί, βαρύτερο τὸ τραῦμα στὸν ἐχθρό· ἂς μεγαλώσουμε τὸ πένθος του. Καὶ τὸ πῶς, ἐγὼ μὲν θὰ σᾶς τὸ πῶ, σεῖς ὅμως πρᾶξτέ το. Ὑπάρχουν μερικοὶ τοὺς ὁποίους ὁ κτίστης τοὺς ἅρπαξε ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς φωτιᾶς καὶ στοὺς ὁποίους δὲν ἀπομένει καμμία αἰτία γιὰ νὰ ζήσουν τοῦ λοιποῦ, ἀφοῦ ξέφυγαν τὸν κίνδυνο μὲ μόνη τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Ἐμεῖς λοιπόν, ὅσοι δὲν δοκιμάσαμε τὴν πεῖρα τῶν κακῶν, ἂς κάμουμε κοινὴ μ’ ἐκείνους τὴν εὐπορία μας. Ἂς ἀγκαλιάσουμε τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ μόλις καὶ μετὰ δυσκολίας σώθηκαν καὶ ὁ ἕνας ἂς ποῦμε πρὸς τὸν ἄλλο «νεκρὸς ἦταν καὶ ἀνέζησε· ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε»24, κι ἂς σκεπάσουμε τὸ συγγενικὸ σῶμα. Στὶς ἐπιβουλὲς τοῦ ἐχθροῦ ἂς ἀντιτάξουμε τὴν παρηγοριά μας, ὥστε καὶ ὅταν ἐκεῖνος βλάπτει νὰ μὴ νομίζει ὅτι ἔβλαψε πολὺ καὶ ὅταν πολεμεῖ κανένα νὰ μὴ τὸν βγάζει νικημένον κ’ ἐνῶ ἁρπάζει τὴν περιουσία τῶν ἀδελφῶν, εἴθε νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὴν φιλοτιμία μας.


(συνεχίζεται…)


* PG 31, σελ. 304-328.

 

16. Ματθ. στ΄ 20: «ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν.»

17. Λουκ. ις΄ 20.

18. Ψαλμ. μη΄ 8: «ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος;»

19. Λουκ. ις΄ 24.

20. Παροιμ. θ΄ 9: «δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται.»

21. Β΄ Κορ. θ΄ 8: «δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν.»

22. Ματθ. ις΄ 18.

23. Δαν. γ΄ 23.

24. Λουκ. ιε΄ 24: «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.»