Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Ἡ ὁσία Πιαμοῦν ἡ παρθένος

 



Ἡ ὁσία Πιαμοῦν ἡ παρθένος

Ἑορτάζει τὴν γ΄ () Μαρτίου.


Ἐκ τοῦ ΛΑΥΣΑΪΚΟΥ*


Κροσσωτὰ χρυσᾶ Πιαμοῦν μελαμφόρος,

Τὰς ἀρετὰς ἄπεισιν ἠμφιεσμένη.


   Αὐτὴ ἡ παρθένος ἡ Πιαμοῦν, ὅταν ζοῦσε μὲ τὴν μητέρα της, ἔτρωγε πάντοτε μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα, κι ἔγνεθε νῆμα γιὰ νὰ τρέφεται. Αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ λάβει χάρη Θεοῦ.

   Μιὰ φορὰ συνέβη στὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου, μία χώρα νὰ κάμει μάχη μὲ μιὰ ἄλλη γιὰ τὴν μοιρασιὰ τοῦ νεροῦ ποὺ ἐρχόταν στὶς χῶρες, καὶ στὶς ὁποῖες μοιρασιὲς ἀκολούθησαν (ἔγιναν) πολλὰ φονικά. Κατὰ τοῦτο λοιπόν, ἐπειδὴ ἡ μία χώρα ἦταν μεγαλύτερη καὶ πολυάνθρωπη, βγῆκαν ὅλοι ὁπλισμένοι μὲ κοντάρια κι ἄλλα ἅρματα, κι ὅρμησαν νὰ πᾶνε νὰ φονεύσουν τοὺς ἀνθρώπους τῆς μικρότερης χώρας, στὴν ὁποία ἦταν καὶ ἡ παρθένος Πιαμοῦν. Πρὸς αὐτὴν ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς ἔδωκε εἴδηση, ὅτι ἔρχονται ν’ ἀφανίσουν τὴν χώρα τους. Καί ’κείνη παρευθὺς ἔστειλε καὶ λάλησε τοὺς Ἱερεῖς, καὶ τοὺς εἶπε νὰ βγοῦν νὰ προϋπαντήσουν τοὺς φονεῖς, νὰ τοὺς παρακαλέσουν γιὰ νὰ μὴ φονευθοῦν κι αὐτοὶ καὶ ὅλοι τῆς χώρας. Ὅμως οἱ Ἱερεῖς φοβήθηκαν νὰ βγοῦν σὲ προϋπάντηση τέτοιας ὁρμῆς (ἐπίθεσης). Διὰ τοῦτο ἔπεσαν ὅλοι μικροὶ καὶ μεγάλοι στὰ πόδια τῆς Ἁγίας, μ’ ὅποιον τρόπο μπορέσει νὰ βοηθήσει τὴν χώρα της.

   Τότε αὐτὴ ἡ μακαρία λυπήθηκε στὴν καρδιά της, καὶ λέγοντάς τους νὰ ἡσυχάσουν καὶ νἄχουν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό, ἀνέβηκε στὸ δωμάτιό της. Κι ὅλη τὴν νύκτα ἐκείνη γονατιστὴ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ λέγοντας:

   «Κύριε, Κύριε, ἐσὺ ποὺ κρίνεις τὴν γῆ, ἐσὺ Κύριε ποὺ μισεῖς τὴν ἀδικία, παρακαλῶ τὸ ἔλεός σου νὰ γίνει εὐπρόσδεκτη αὐτὴ ἡ προσευχή μου ἐνώπιόν σου. Εὐδόκησον, Κύριε, ἐκεῖ ποὺ θὰ βρεθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ κάμουν τὴν ὁρμὴ (ἐπίθεση), ἐκεῖ νὰ μείνουν, καὶ ὄχι παρεμπρός.»

   Καί, –ὦ τοῦ θαύματος!– ἔτσι κ’ ἔγινε· τρεῖς ὧρες διάστημα (ἀπόσταση) ἔμενε νἀ ἔλθουν στὴν χώρα, καί ’κεῖ ἔμειναν ἀκίνητοι, μὴ μπορῶντας νὰ σαλεύσουν καθόλου. Κ’ ἐπειδὴ ἀποκαλύφθηκε καὶ σ’ ἐκείνους, ὅτι γιὰ τὴν προσευχὴ τῆς ἁγίας Πιαμοῦν ἔγινε τὸ ἐμπόδιο, τότε ’κεῖνοι μὲ φόβο διεμήνυσαν, κ’ ἔστειλαν παρακαλεστὲς (ἱκέτες) νὰ γίνει εἰρήνη ἀναμεταξύ τους, λέγοντας, ὅτι πρέπει νὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό, ποὺ εἰσάκουσε τὴν ὁσία καὶ παρθένο Πιαμοῦν, καί ’γινε τὸ ἐμπόδιο τῆς ὁρμῆς (ἐπίθεσης) ἀπὸ τόσα φονικά, ποὺ ἔμελλαν νὰ γίνουν.


Ταῖς Αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «ΛΑΥΣΑΪΚΟΝ», Βενετία 1866, σελ. 69. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).