Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν τῷ φρέατι

 



Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν τῷ φρέατι

Ἑορτάζει τὴν λ΄ (30η) Μαρτίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ὁ ἐν φρέατι ζῶν Ἰωάννης κάτω,

Ἄνω πίνει νῦν ζῶντος ὕδατος φρέαρ.


   Κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἦταν μιὰ γυναῖκα πολὺ πλούσια ποὺ εἶχε φόβο Θεοῦ κι ὀνομαζόταν Ἰουλιανή, ἡ ὁποία ὅταν ἦταν ἀκόμη νέα ἔμεινε χήρα μὲ δυὸ ὀρφανὰ νήπια, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Θεμιστία. Κ’ ἐπειδὴ οἱ τότε εἰδωλολάτρες βασιλεῖς ἔβγαλαν δόγμα καὶ προσταγὴ νὰ τιμωροῦνται ὅσοι πιστεύουν καὶ λατρεύουν τὸν Χριστό, φοβήθηκε ἡ χήρα κ’ ἔλαβε τὰ δυό της παιδιὰ καὶ πῆγε σ’ ἕνα οἶκο, ὅπου κρυμμένη ἀνέτρεφε τὰ τέκνα της ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ὁ δὲ γυιός της Ἰωάννης, ὅταν ἐρχόταν ὁ καιρὸς τῆς προσευχῆς, ἄφηνε τὴν μητέρα του καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησιά, κι ἀφοῦ προσευχόταν ἐκεῖ κρυφὰ  ἐπέστρεφε πάλι στὴν μητέρα του, διότι τότε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ κρυβόντουσαν γιὰ τὸν φόβο τῶν εἰδωλολατρῶν.

   Καὶ μιὰ φορά, ἐνῶ πήγαινε ὁ Ἰωάννης στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθεῖ κατὰ τὴν συνήθειά του, τὸν βρῆκε κάποιος φιλόθεος Χριστιανός, ὁ ὁποῖος τὸν συμβούλεψε νὰ πάει καλύτερα στὸ βουνὸ νὰ προσεύχεται παρὰ στὴν ἐκκλησία καὶ ἐκ τούτου νὰ κινδυνεύει νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν. Κι ὁ Ἰωάννης ἀκούγοντας τὴν συμβουλὴ αὐτὴ εἶπε στὴν μητέρα του:

   – Μητέρα μου, ἕνας φιλόθεος Χριστιανὸς μοῦ εἶπε νὰ πάω σὲ αὐτόν, κ’ ἐγὼ ἔκρινα ὅτι εἶναι πρέπον νὰ ζητήσω τὴν εὐχή σου καὶ τότε νὰ πάω.

   Καὶ ἡ μητέρα του τὸν ἄφησε νὰ πάει νομίζοντας ὅτι θὰ ἐπιστρέψει γρήγορα. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὴν μητέρα του καὶ τὴν ἀδελφή του πῆγε στὴν ἔρημο πρὸς ἕναν Αἰγύπτιο μοναχὸ ποὺ ὀνομαζόταν Φαρμουθέ, κι ἀφοῦ ἔλαβε τὶς εὐχές του πῆγε στὴν βαθύτερη ἔρημο. Καὶ βρίσκοντας ἐκεῖ ἕνα ξηροπήγαδο γεμάτο ἀπὸ σκορπιοὺς καὶ φίδια κι ἄλλα διάφορα ἑρπετὰ προσευχήθηκε κ’ ἔπειτα ἔριξε τὸν ἑαυτό του μέσα στὸ ξηροπήγαδο. Ἄγγελος δὲ Κυρίου τὸν δέχθηκε, ὅταν κατέβαινε κάτω, κι ἔτσι τὸν φύλαξε ἀβλαβῆ, διότι τὸ πηγάδι ἦταν εἴκοσι πήχεις βαθύ.

   Κι ἀφοῦ κατέβηκε ’κεῖ, ἅπλωσε ὁ ἀοίδιμος τὰ χέρια του σταυροειδῶς καὶ στάθηκε προσευχόμενος γιὰ διάστημα σαράντα ἡμερῶν, χωρὶς νὰ φάει, χωρὶς νὰ πιεῖ, χωρὶς νὰ κοιμηθεῖ καὶ χωρὶς νὰ κατεβάσει κάτω τὰ χέρια του. Καὶ τὰ μὲν θηρία κ’ ἑρπετὰ εὐθὺς ἔφυγαν, ἄγγελος δὲ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἔφερνε καθημερινὰ φαγητὸ στὸν Φαρμουθέ, αὐτὸς ἔφερνε καὶ στὸν Ἰωάννη ψωμί· πλὴν ὅμως, ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης ἦταν νέος στὴν ἡλικία, δὲν ἔφερνε ὁ ἄγγελος τὸ ψωμὶ σ’ αὐτόν, γιὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθεῖ, ἀλλὰ τὸ ἔδιδε στὸν Φαρμουθέ, λέγοντάς του:

   – Ἰδού, ὁ Κύριος σοῦ ἔστειλε τὸ ψωμὶ αὐτό, γιὰ νὰ τὸ πᾶς στὸν ἀββᾶ Ἰωάννη ποὺ βρίσκεται στὸ ξηροπήγαδο.

   Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀφοῦ δέχθηκε τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸν Φαρμουθὲ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ κ’ ἔφαγε. Καὶ λοιπὸν δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ καθ’ ἑκάστη ἐλάμβανε τροφὴ ἀπ’ τὸν γέροντα, ἕως κάποιους χρόνους. Ἀλλ’ ὁ διάβολος μὴ ὑποφέροντας νὰ βλέπει τοὺς μεγάλους ἀγῶνες τοῦ Ἰωάννου μετασχηματίσθηκε σὲ ἕνα δοῦλο τοῦ Ὁσίου καὶ ἦλθε πρὸς τὸν γέροντα Φαρμουθὲ καὶ τὸν ἐξαπάτησε μὲ τὰ λόγια του. Ἀκολούθως, τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔφερε ἐπάνω στὸ στόμιο τοῦ ξηροπήγαδου κι ἄρχισε νὰ συμβουλεύει τὸν Ἰωάννη ὅσα δὲν ἔπρεπε. Ὁ δὲ Ἰωάννης ἐνόησε τὴν μηχανὴ τοῦ διαβόλου καὶ διόρθωσε τὸν γέροντα καὶ καταντρόπιασε τὸν διάβολο, κι ἔτσι ἀπέστειλε καὶ τοὺς δύο, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ λάβει στὸν ἑαυτό του καμμιὰ βλάβη.

   Μετὰ ταῦτα σύναξε ὁ διάβολος πλήθη δαιμόνων καὶ τοὺς μετασχημάτισε στὰ πρόσωπα τῆς μητέρας τοῦ Ἰωάννου καὶ τῆς ἀδελφῆς καὶ φίλων καὶ συγγενῶν καὶ δούλων καὶ ὑπηρετριῶν καὶ ἄλλων γνωστῶν του, οἱ ὁποῖοι ὅλοι πῆγαν στὸ στόμιο τοῦ πηγαδιοῦ καὶ θρηνοῦσαν κ’ ἔκλαιγαν παρακαλῶντάς τον ἔστω νὰ βγεῖ νὰ τὸν δοῦν, ἢ τοὐλάχιστον νὰ τοὺς μιλήσει. Ὁ δὲ Ἅγιος προσευχόταν ἀπὸ κάτω κ’ ἐντελῶς μ’ αὐτοὺς δὲν μίλησε, κι ἔτσι οἱ δαίμονες ἔγιναν ἄφαντοι. Ἀφοῦ δὲ ὁ Ὅσιος ἔζησε στὸ ξηροπήγαδο δέκα χρόνους καὶ κατόρθωσε πᾶσα ἄσκηση κι ἀρετὴ καὶ εὐαρέστησε γνησίως στὸν Θεό, τότε κάποιος μοναχὸς ὀνομαζόμενος Χρύσιος, ὁ ὁποῖος εἶχε στὴν ἔρημο τριάντα χρόνους, ὁδηγηθεὶς ἀπὸ θεϊκὸ ἄγγελο πῆγε γιὰ νὰ ἐνταφιάσει τὸν Ἰωάννη. Στάθηκε λοιπὸν τρεῖς ἡμέρες πάνω ἀπ’ τὸ πηγάδι καὶ ὅρκιζε τὸν Ἰωάννη στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ κρύψει ἀπ’ αὐτὸν καμμιὰ ἀρετή του, ἀλλὰ νὰ τὶς φανερώσει, καθὼς ἔτσι φάνηκε ἀρεστὸ στὸν Θεό. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔγινε ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἐκπλήττει πᾶσα ἀκοή· δηλαδή, ἡ γῆ τοῦ πηγαδιοῦ σηκώθηκε κάτω ἀπ’ τὸν πυθμένα τῶν εἴκοσι πηχῶν κι ἀνέβηκε ἐπάνω κ’ ἔτσι ἀνταμώθηκαν καὶ οἱ δύο ὅσιοι καὶ χαιρετίσθηκαν.

   Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἔπρεπε ν’ ἀθετηθεῖ ὁ ὁρκισμὸς τὸν ὁποῖο ἔκαμε ὁ Χρύσιος στὸν Ἰωάννη, διὰ τοῦτο διηγήθηκε ὁ Ἰωάννης σ’ αὐτὸν ὅλη τὴν ζωὴ καὶ τὰ κατορθώματά του. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἀσπάσθηκε τὸν Χρύσιο ἐν φιλήματι ἁγίῳ καὶ τὸν ἀποχαιρέτησε, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Τότε ὁ Χρύσιος ἔκαμε τάφο κ’ ἔβαλε τὸ ἐπανωφόρι του στὸ λείψανο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου καὶ τὴν πλάκα τοῦ στόματος τοῦ πηγαδιοῦ ἔβαλε πάνω ἀπ’ τὸν τάφο του. Ἔπειτα ἀνέγνωσε τοὺς συνήθεις ψαλμοὺς καὶ φύτεψε στὸν τόπο ἐκεῖνο ἕνα φοίνικα, ὁ ὁποῖος, ὢ τοῦ θαύματος!, εὐθὺς ριζώθηκε, εὐθὺς αὔξησε, εὐθὺς κατεστάθη τέλειο δέντρο, εὐθὺς ἄνθησε, κ’ εὐθὺς γέμισε ἀπὸ καρπούς. Τοῦτο τὸ παράδοξο βλέποντας ὁ Χρύσιος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ λέγοντας:

   «Δόξα σοι, Κύριε, ὅτι αὐτοὺς ποὺ σ’ ἀγαποῦν καὶ σὲ δοξάζουν ξέρεις νὰ τοὺς δοξάζεις καὶ νὰ τοὺς κάνεις κληρονόμους τῆς βασιλείας σου.»

   Καὶ ἐνῶ ὁ Χρύσιος αὐτὰ διαλογιζόταν προσευχόμενος, τὸν ἅρπαξε πνεῦμα Κυρίου καὶ τὸν ἔφερε στὸν τόπο, ὅπου ἡσύχαζε. Ὕστερα δέ, ἀφοῦ προσκάλεσε ἕναν εὐλαβῆ κι ἔμπειρο ἄνθρωπο τὸν παρεκάλεσε νὰ τὰ γράψει αὐτά, ὅπως ἀκριβῶς τὰ εἶδε καὶ τ’ ἄκουσε.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 158-161. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).