Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων

 



Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων

Ἑορτάζει τὴν ιη΄ (18η) Μαρτίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Εἴσελθε, κέρδος ἐκ ταλάντων προσφέρων,

Εἰς τὴν χαράν, Κύριλλε, τοῦ σοῦ Κυρίου.

Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ θάνατος μέλας εἷλε Κύριλλον.


   Τοῦτος ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν Κύριλλος ἦταν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου γυιοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐν ἔτει τμ΄ (340), καί, ἐπειδὴ ἦταν γυιὸς εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων γονέων, ἐκπαιδεύθηκε ἀπ’ αὐτοὺς κι ἀνατράφηκε μ’ εὐσεβῆ καὶ ὀρθὰ δόγματα. Ἀφοῦ δὲ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἀπῆλθε στὴν ἄλλη ζωή, ὁ μακάριος τοῦτος Κύριλλος ἀνέβηκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων ὑπερμαχῶντας διὰ τὰ δόγματα τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.

   Τότε ἦταν καὶ ὁ ἀρειανὸς Ἀκάκιος, ποὖχε τὸν θρόνο τῆς Καισάρειας στὴν Παλαιστίνη, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀποκηρύχθηκε καὶ καθαιρέθηκε ἀπ’ τὴν ἐν Σαρδικῇ γενομένη τοπικὴ Σύνοδο, –διότι δὲν ἤθελε νὰ ὁμολογήσει τὸν Υἱὸ ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα–, δὲν ἀποδέχθηκαν ὅμως τὴν συνοδικὴ αὐτὴ καθαίρεση, ἀλλὰ τυραννικὰ κρατοῦσε τὸν θρόνο τῆς Καισαρείας, ὄντας γνώριμος καὶ φίλος τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου, ποὺ φρονοῦσε ἀπὸ κουφότητα (ἐπιπολαιότητα) γνώμης τὰ δόγματα τοῦ Ἀρείου. Κι ἔτσι αὐτὸς λαμβάνοντας ἐξουσία ἀπ’ τὸν βασιλέα κατέβασε ἀπ’ τὸν θρόνο τὸν μακάριο τοῦτον Κύριλλο καὶ τὸν ἐξόρισε ἀπ’ τὰ Ἱεροσόλυμα.

   Ὁ δὲ θεσπέσιος Κύριλλος ἦλθε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ συνανεστρέφετο μὲ τὸν ἐκεῖ ὄντα θαυμαστὸ Σιλβανό. Ἐπειδὴ ὅμως συγκροτήθηκε σύνοδος στὴν Σελεύκεια καὶ μέλος αὐτῆς ἦταν ὁ ἅγιος τοῦτος Κύριλλος, διὰ τοῦτο ὁ προαναφερόμενος κακόδοξος Ἀκάκιος ἀποσκίρτησε ἀπ’ τὴν Σύνοδο καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διαβάλλοντας τὸν θεῖο Κύριλλο ἄναψε τὸν θυμὸ τοῦ βασιλέως κατὰ τοῦ ἁγίου, κι ἔτσι τὸν κατεδίκασε σ’ ἐξορία. Ἀφοῦ δὲ πέθανε ὁ Κωνστάντιος, ἔλαβε τὴν βασιλεία ὁ παραβάτης Ἰουλιανός, ἐν ἔτει τξα΄ (361), ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ ἑλκύσει σ’ εὔνοια καὶ ἀγάπη τοὺς Ἐπισκόπους, ὅσους εἶχε ἐξορίσει ὁ Κωνστάντιος, πρόσταξε νὰ ἐπανέλθουν ὅλοι οἱ ἐξόριστοι στὶς ἐπαρχίες τους· κ’ ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀπέλαβε τὸν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τοῦτος ὁ ἅγιος.

   Κι ἀφοῦ, λοιπόν, καλῶς καὶ θεοφιλῶς ἐποίμανε τὸ ἐμπιστευθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ποίμνιο, καὶ κατέλιπε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς μνημόσυνο τῆς σοφίας του τὶς «Κατηχήσεις» του, μαζὶ μὲ ἄλλους λόγους, κ’ ἔζησε λίγους χρόνους μετὰ τὴν ἐπάνοδό του, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ μὲ τέλος μακάριο.

   Ἦταν δὲ στὸν τύπο τοῦ σώματος μέτριος κατὰ τὸ μέγεθος, ὠχρός, ἔχοντας μαλλιὰ πολλὰ στὴν κεφαλή, λίγο κοντομύτης, εἶχε τὸ πρόσωπο τετράγωνο, τὰ δὲ φρύδια εὐθέα καὶ ἴσα καὶ τὸ γένι λευκό, δασὺ καὶ στὰ δύο χωρισμένο, τὸ δὲ ἦθός του ἔμοιαζε μὲ ἦθος ἀγροίκου (ἀγρότη, τραχὺ) ἀνθρώπου καὶ χωρικοῦ.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 101, 102. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).