Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Κρίση - σύγκριση - διάκριση




Κρίση - σύγκριση - διάκριση

«Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ»

(Ματθ. κε΄ 41)


Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*


Γκρέμισαν τὶς γέφυρες

   Μόνοι τους γκρέμισαν τὴν γέφυρα. Αὐτὸ θὰ μπορούσαμε νὰ βάλουμε σὰν τίτλο στὸ Εὐαγγέλιο τῆς μελλούσης κρίσεως. Πολλοὶ σπεύδουν νὰ κρίνουν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν κρίση. Δὲν βλέπουν παντοῦ στὸν κόσμο αὐτὸ δικαιοσύνη καὶ λέγουν: «Ἄδικος ὁ Θεός». Ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς μελλούσης κρίσεως, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς δικαιοσύνης, καὶ λέγουν: «Σκληρὸς ὁ Θεός. Γιατί νὰ τιμωρηθοῦν οἱ κολασμένοι;».

   Τελικὰ τί θέλουν; Ἄδικο ἢ δίκαιο τὸν θέλουν τὸν Θεό; Φοβᾶμαι, ὅτι ὅσοι μὲ τόση ἐλαφρότητα κρίνουν καὶ κατακρίνουν τὸν Θεό, πότε ὡς ἄδικο, πότε ὡς ὑπεράγαν δίκαιο καὶ σκληρό, δὲν πιστεύουν ζωντανὰ στὸν Θεό. Ἂν τὸν πίστευαν καὶ τὸν γνώριζαν, θὰ ἤξεραν, ὅτι Θεὸς χωρὶς ἀγάπη εἶναι σύμπαν χωρὶς ἥλιο. Καὶ Θεὸς χωρὶς δικαιοσύνη εἶναι σύμπαν χωρὶς τάξη.

   Θὰ ἔλθει, λοιπόν, ἡ ὥρα τῆς δικαιοσύνης, ἡ ὥρα τῆς κρίσεως. Φοβερὸς ὁ Θεός. Φοβερὸς ὁ Χριστὸς ὡς Κριτής. Καὶ ὅμως, καὶ σ’ αὐτὴ τὴν στιγμὴ ὁ Χριστὸς δείχνει τὴν ἀγάπη του.

   • Δὲν θὰ εἶχε ἀγάπη ὁ Χριστός, ἂν ἔκρινε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπολόγητους. Πολλὲς φορὲς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κρίνουμε τοὺς ἄλλους ἀναπολόγητους. Τὸν ἄκουσες; Τὸν ρώτησες; Πῶς βγάζεις συμπέρασμα καὶ τὸν καταδικάζεις; Ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καταδικάζουν ἀδελφούς τους ἀναπολόγητους. Ὁ Χριστὸς τηρεῖ ὅλα τὰ στάδια τῆς δικαστικῆς διαδικασίας. Καὶ κατηγορητήριο, καὶ μάρτυρες, καὶ ἀπολογία τῶν κατηγορουμένων, καὶ ἀπόφαση αἰτιολογημένη, ὅλα τὰ βλέπουμε στὴν Κρίση. «Ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ μοι ξένος ἤμῃν καὶ οὐ συνηγάγετέ με...» (στ. 35).

   Μάρτυρες κατηγορίας ἀψευδεῖς; Κάποιο παιδάκι, ποὺ πέθανε ἀπὸ τὴν πεῖνα στὴν Ἀφρική, γιατί ἐμεῖς δὲν τοῦ δώσαμε νὰ φάει, ἐμεῖς, ποὺ πετᾶμε τόσα φαγητά. Κάποιος νέος, ὁ εἰκοσάχρονος ἐκεῖνος, ποὺ πέθανε ἀπὸ τὰ ναρκωτικά. Δὲν τοῦ δώσαμε ἐμεῖς τὸ καθαρὸ νερὸ τῆς χαρᾶς νὰ ξεδιψάσει, καὶ πῆγε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν δίψα γιὰ χαρὰ στὰ ναρκωτικά... Κάποιο παιδάκι, ποὺ πέθανε ἄστεγο, ποὺ σκοτώθηκε μᾶλλον, γιατὶ ὄχι μόνο δὲν τὸ φιλοξένησε ἡ μητέρα στὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔκανε ἔξωση - ἔκτρωση ἀπὸ τὸ μητρικό της θάλαμο. «Ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με» (στ. 43).

   Καὶ ἀπολογία; Γιὰ ν’ ἀπολογηθεῖ ἕνας κατηγορούμενος, τοῦ δίνουν προθεσμία λίγα εἰκοσιτετράωρα. Ὁ Θεός, προκειμένου νὰ ἑτοιμάσουμε τὴν ἀπολογία μας, μᾶς δίνει προθεσμία μία ζωὴ ὁλόκληρη. Καὶ ἐπιτρέπει καὶ ἔνσταση. Δὲν ἀκοῦτε; Οἱ κατηγορούμενοι ὑποβάλλουν ἔνσταση: «Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν;...» (στ. 44). Ἀστήρικτη βέβαια, ἀλλὰ πάντως ἔνσταση.

   Ἂν δὲν εἶχε ἀγάπη ὁ Χριστός, δὲν θὰ ἔκανε τόσο ἄψογο δικαστήριο!

   • Ἂν δὲν εἶχε ἀγάπη, θὰ ἑτοίμαζε τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν κόλαση ἢ θὰ ἑτοίμαζε τὴν κόλαση γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλ’ οὔτε τὸ ἕνα συμβαίνει οὔτε τὸ ἄλλο. Ὁ Θεὸς προετοίμασε γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὴν Βασιλεία του. Στὴν ἀπόφασή του γιὰ τὴν δικαίωση λέγει: «Κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν» (στ. 34). Δὲν λέγει τὸ ἴδιο στὴν ἀπόφασή του γιὰ τοὺς ἀδίκους. Ἡ κόλαση δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι γιὰ τὸν Διάβολο. «Πορεύεσθε... εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ» (στ. 41).


Διότι δικαιολογήθηκαν

   Τότε, ἀφοῦ εἶναι γιὰ τὸν Διάβολο ἡ κόλαση, γιατί θὰ βρεθοῦν σ’ αὐτὴ καὶ ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα οἱ περισσότεροι; Ὄχι διότι τὸ θέλει ὁ Χριστός, ἀλλὰ διότι τὸ θέλουν, τὸ ἐπιζητοῦν, τὸ ἐπιδιώκουν οἱ ἄνθρωποι. Παράξενη πνευματικὴ αὐτοκτονία. Mανία αὐτοκαταστροφῆς καὶ αὐτοκολάσεως. Ἔτσι εἶναι. Φαντασθεῖτε κάποιον νὰ στήνει γέφυρα, γιὰ νὰ περάσεις ἕνα ὁρμητικὸ ποτάμι. Καὶ σὺ πετᾶς μία βόμβα καὶ τινάζεις τὴν γέφυρα στὸν ἀέρα. Φταίει ὁ γεφυροποιός, ποὺ θὰ βρεθεῖς ἐσὺ στὰ ὀρμητικά νερὰ τοῦ ποταμοῦ; Γιὰ ποτάμια μιλάει ἡ Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω γιὰ ποτάμια ὁρμητικά, καὶ μάλιστα πύρινα: «Ποταμοὶ δὲ τοῦ πυρὸς πρὸ τοῦ βήματος ἕλκει» (κοντάκιο). Μὰ ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὴν γέφυρα. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ γέφυρα, ποὺ ἀπ’ αὐτὴ μᾶς διαπερνᾶ στὴν ἄλλη, στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρωτομάστορας τῆς ἀγάπης, ποὺ τὸ γεφύρι τῆς ἀγάπης τὸ πότισε μὲ τὸ αἷμα του. Τί φταίει, λοιπόν, ἂν ἐμεῖς γκρεμίζουμε τὴν γέφυρα τῆς ἀγάπης; Πῶς τὴν γκρεμίζουμε; Μὲ τὴν βόμβα τῆς κακίας μας.

   Ὥστε οἱ ἄνθρωποι δὲν δικάζονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν κόλαση. Αὐτοκαταδικάζονται στὴν κόλαση. Γιατί καταδικάσθηκαν «οἱ ἐξ εὐωνύμων»;

   • Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ποὺ καταδικάστηκε ὁ Ἀδάμ. Ποιός ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο; Ἡ ἁμαρτία; Ὄχι. Ἡ δικαιολογία τῆς ἁμαρτίας. Ἂν ἀναγνώριζε τὴν πτώση του, ἄλλη θἆταν ἡ μεταχείριση. Μά, θὰ πεῖτε, ὑπῆρχε ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ τοὺς Νινευΐτες ὑπῆρχε ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅμως δὲν ἐκτελέστηκε. Τὴν ἀνακάλεσε ἡ μετάνοια, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀναγνώριση τῶν σφαλμάτων. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔδειξε ὁ Ἀδάμ. Θέλησε νὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτό του. Ρίχνει τὰ βάρη στὴν Εὔα καὶ στὸν ὄφι.

   Ἡ δικαιολογία κάνει ἀδικαιολόγητη τὴν ἁμαρτία. Ποιός ἄφησε ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο τοὺς ἀνθρώπους τῆς περικοπῆς; Ἡ δικαιολογία. Θέλησαν νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀπραγία τους, τὴν ἔλλειψη χριστοκεντρικῆς ἀγάπης. «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε καὶ δὲν σὲ διακονήσαμε; Κάνεις λάθος, Κύριε...».... Καὶ ὅπως ὁ Ἀδὰμ ἔκανε τὸν ἀνήξερο γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι αὐτοὶ παριστάνουν τὸν ἀνήξερο: «Δὲν σὲ εἴδαμε, Κύριε...»....


Μὲ τὰ εὔκολα τὰ δύσκολα

   • Καταδικάσθηκαν καὶ γιὰ ἄλλο λόγο. Διότι τοὺς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ κερδίσουν μὲ τὰ εὔκολα τὰ δύσκολα, μὲ τὰ λίγα τὰ πολλά. Τὴν ἀπώθησαν αὐτὴ τὴν εὐκαιρία. Κάποιος μὲ τρεῖς χιλιάδες κέρδισε στὸ «Λόττο» 450 ἑκατομμύρια. Φαντασθεῖτε νὰ κλωτσοῦσε αὐτὴ τὴν εὐκαιρία καὶ νὰ μὴ πήγαινε νὰ εἰσπράξει τὸ τεράστιο ποσό! Δὲν θἆταν ἀφελής; Ἔτσι τελικὰ ἀφελεῖς, κορόϊδα εἶναι ὅσοι χάνουν τὸ λαχεῖο, τὸ ἀνυπολόγιστης ἀξίας λαχεῖο τοῦ παραδείσου καὶ κολάζονται.

   Μὲ λίγα μποροῦμε νὰ κερδίσουμε τὰ πολλά. Δὲν λέγει ὁ Χριστός: «Δὲν κάνατε πολλὲς μετάνοιες. Δὲν κάνατε πολλὲς ἀσκήσεις. Δὲν πήγατε μὲ τὰ πόδια στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου. Δὲν κάνατε θαύματα». Δὲν λέγει δύσκολα. Εὔκολα λέγει. Μὲ λίγο ψωμὶ στὸν πεινασμένο κερδίζεις τὴν αἰώνια ἀπόλαυση στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Μὲ ἐπίσκεψη στοὺς ἀρρώστους παίρνεις τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὸν παράδεισο. Μὲ λίγο ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς φυλακισμένους γλυτώνεις ἀπὸ τὴν αἰώνια φυλακὴ καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ Σατανᾶ καὶ τῆς κολάσεως. Μὲ φιλοξενία ἀστέγων ἀποκτᾶς κατοικία ἀχειροποίητη στὸν οὐρανό. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐδὲ γὰρ πολυτελῆ ἐπήτει τράπεζαν, ἀλλὰ τὴν χρείαν μόνον καὶ τὴν ἀναγκαίαν τροφήν, καὶ ἐζήτει ἐν ἱκέτου σχήματι. Ὥστε πάντα αὐτοὺς ἱκανὰ κολάσαι· τὸ εὔκολον τῆς αἰτήσεως, ἄρτος γὰρ ἦν τὸ ἐλεεινὸν τοῦ αἰτοῦντος, πτωχὸς γὰρ ἦν τὸ συμπαθὲς τῆς φύσεως, ἄνθρωπος γὰρ ἦν τὸ ποθεινὸν τῆς ἐπαγγελίας, βασιλείαν γὰρ ἐπηγγείλατο τὸ φοβερὸν τῆς κολάσεως, γέενναν γὰρ ἠπείλησε τὸ ἀξίωμα τοῦ λαμβάνοντος, Θεὸς γὰρ ἦν ὁ διὰ τῶν πτωχῶν λαμβάνων τὸ ὑπερβάλλον τῆς τιμῆς, ὅτι τοσοῦτον καταβῆναι κατηξίωσε τὸ δίκαιον τῆς παροχῆς, ἀπὸ γὰρ τῶν ἑαυτοῦ ἐλάμβανεν» (Ε.Π.Ε. 12, 108).

   Γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ καταδίκη ὄχι μόνο διότι δὲν δίνουμε τὰ λίγα, γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε τὰ πολλά, ἀλλὰ καὶ διότι δὲν δίνουμε τὰ λίγα σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὰ πολλά. «Ἐπείνασα... Ἐδίψησα...».... Ὁ Χριστὸς πεινάει. Ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς δίνει τὰ πάντα, ποὺ εἶναι «ὁ διδοὺς τροφὴν τοῖς πεινῶσι» (Ψαλμ. ρμε΄ 7). Ὁ Χριστὸς διψάει. Σ’ αὐτόν, ποὺ μᾶς δίνει τὶς πηγές, δὲν θὰ δώσουμε μία σταγόνα νερό; Θὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ φωνάζει: «Διψῶ»! (Ἰωάν. ιθ΄ 28).

   – Μά, θὰ πεῖτε, τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ θ’ ἀφήσουμε πεινασμένο καὶ διψασμένο; Ἂς τὸν εἴχαμε κοντά μας καὶ θὰ βλέπατε τί περιποίηση θὰ τοῦ κάναμε.

   Ψέματα λέμε. Ὅταν βλασφημᾶμε, τὸν Χριστὸ δὲν βλασφημᾶμε; «Ἐμοί -λέγει- ἐποιήσατε». Ὅταν καταστρέφουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν Χριστὸ δὲν ὑποτιμᾶμε; Κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ. «Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε» (στ. 45). Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀλλ’ ἴσως ἐκεῖνο ἐρεῖ τις: "Ἄγε καμοὶ προφήτην, καὶ μετὰ τῆς αὐτῆς εὐνοίας ὑποδέξομαι". Ὑπόσχου τοῦτο, καὶ ἄγω σοι τὸν τοῦ προφήτου Δεσπότην, τὸν κοινὸν ἡμῶν Θεὸν καὶ Κύριον, τὸν Χριστόν. Αὐτὸς γὰρ φησίν, ὅτι "πεινῶντά με εἴδετε, καὶ ἐθρέψατε". Εἰ δὲ ἀπιστοῦσί τινες τὴν φωνὴ καὶ τῆς φιλοφροσύνης ἀμελοῦσι, μαθήσονται τότε διὰ τῆς κολάσεως καὶ τῆς τιμωρίας τοῦτο. Ὥσπερ γὰρ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ παραμελήσαντες, οὕτω πρὸς ἀφόρητον ἀπελεύσονται κόλασιν, οὕτως οὖν οἱ τοὺς πτωχοὺς τρέφοντες, καθάπερ αὐτὸν τὸν Χριστὸν θεραπεύσαντες, εἰς τὴν τῶν οὐρανῶν εἰσάγονται βασιλείαν» (Ε.Π.Ε. 8α, 178).


Καταλυτικὴ καὶ σύγκριση

   • Καὶ γιὰ ἕνα τρίτο λόγο καταδικαζόμεθα. Διότι ὄχι μόνο δὲν βοηθᾶμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατατρῶμε. Ὄχι μόνο καλὸ δὲν τοὺς κάνουμε, ἀλλὰ καὶ τραύματα ποικίλα τοὺς προσφέρουμε. Ἀντὶ νὰ τοὺς θρέψουμε, τοὺς κλέβουμε. Ἀντὶ νὰ τοὺς ξεδιψάσουμε, τοὺς κάνουμε τὴν ἀγωνία πιὸ μεγάλη. Ἀντὶ νὰ τοὺς παρηγορήσουμε στὴν ἀρρώστια τους, τοὺς πληγώνουμε καὶ τοὺς σκοτώνουμε. Ἀντὶ νὰ τοὺς φιλοξενήσουμε, τοὺς ἀπογυμνώνουμε. Ἀντὶ νὰ τοὺς ἀποφυλακίσουμε, τοὺς βάζουμε σὲ πιὸ βαθειὰ φυλακή.

   Ἡ κρίση εἶναι ἀναπόφευκτη. Καὶ ξέρετε ποιό κάνει δύσκολη τὴν κρίση; Ἡ σύγκριση. Στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ βλέπουμε τὴν σύγκριση, ποὺ καθιστᾶ καταλυτικὴ τὴν κρίση. Συγκρίνατε τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ.

   Συνήθως τὸ ἐρώτημα, ὅταν τοὺς θυμίσουμε τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι: «Καὶ ποιός τὰ κάνει αὐτά, ποὺ διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο; Ποιός κοιτάζει τοὺς ἄλλους; Τὸν ἑαυτό τους ὅλοι κοιτάζουν. Ποιός δείχνει ἀγάπη;». Νὰ ὅμως, ποὺ ὁ Χριστὸς κρίνει τοὺς ἀδίκους συγκρίνοντάς τους μὲ τοὺς δικαίους. Θὰ ἦταν ἀδικία νὰ συγκρίνεις τὸν ἀετὸ μὲ τὸ σκουλήκι. Εἶναι ὅμως δίκαιο νὰ συγκρίνεις ὁμοειδῆ καὶ ὁμογενῆ ὄντα. Αὐτὸ πράττει ὁ Χριστός. Ἄνθρωποι καὶ οἱ μέν, ποὺ ἰσχύει γι’ αὐτοὺς τὸ «Ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι». Ἄνθρωποι καὶ οἱ δέ, ποὺ γι’ αὐτοὺς ἰσχύει τὸ «Ἐπείνασα, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι». Δὲν ἦσαν ἀετοί· ἄνθρωποι ἦσαν οἱ πρῶτοι, καὶ ὅμως ἀνέβηκαν σὲ ὕψη ἀγάπης. Καὶ οἱ δεύτεροι δὲν ἦσαν σκουλήκια· ἄνθρωποι ἦσαν, καὶ ὅμως κατάντησαν σκουλήκια φιλαυτίας καὶ ἁμαρτίας. Λέγει σχετικὰ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀπὸ τῶν συνδούλων αὐτοὺς καταδικάζει. Ὥσπερ τὰς παρθένους ἀπὸ τῶν παρθένων, καὶ τὸν δοῦλον τὸν μεθύσαντα καὶ γαστριχόμενον ἀπὸ τοῦ πιστοῦ δούλου, καὶ τὸν τὸ τάλαντον καταχώσαντα ἀπὸ τῶν τὰ δύο προσενεγκάντων, καὶ ἕκαστον τῶν διαμαρτανόντων ἀπὸ τῶν κατωρθωκότων» (Ε.Π.Ε. 12, 110).

   Ἂν συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ἁγίους, εἴμεθα ἀναπολόγητοι. Ἂν συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, εἴμεθα ἀναπολόγητοι. Οἱ εἰδωλολάτρες Νινευΐτες, ποὺ μετενόησαν γιὰ τὴν διαφθορά τους, θὰ κρίνουν ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, ποὺ καυχόμεθα γιὰ τὴν διαφθορά μας καὶ τὴν διαστροφή μας. Πόσα σπαταλᾶμε γιὰ τὶς διεφθαρμένες καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις τὶς ἅγιες ἡμέρες τοῦ Τριωδίου! Τραγικώτερη ἡ πρόκληση τῶν πεινασμένων, εἴτε εἶναι στὴν Ἀλβανία, εἴτε στὴν Ρωσία, εἴτε στὴν Ἀφρική, «Ἐπείνασα, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι». Σὲ μένα δὲν τὰ δίνετε. Στὸν Διάβολο τὰ σκορπᾶτε!


Δὲν εἶχαν διάκριση

   Ἡ κρίση εἶναι ἀναπόφευκτη. Θ’ ἀντιμετωπίσουμε τὴν κρίση, καὶ διότι δὲν ἔχουμε διάκριση.

   • Γιατί καταδικάσθηκαν οἱ κολασμένοι τῆς περικοπῆς; Διότι δὲν διέκριναν τὰ πρόσκαιρα ἀπὸ τὰ αἰώνια. Ἤθελαν νὰ θεραπεύσουν τὶς τρέχουσες ἀνάγκες, καὶ ἀδιαφόρησαν τελείως γιὰ τὴν αἰώνια ἀνάγκη, γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς σωτηρίας.

   • Θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κανείς: Γιατί; Αὐτοὶ οὔτε σκότωσαν, οὔτε ἀτίμασαν οὔτε ἔκλεψαν γιατί τόση αὐστηρὴ κρίση; Διότι ἦσαν ἀνόητοι καὶ δὲν διέκριναν τὸ σπουδαιότερο πρόβλημά τους. Φαντασθεῖτε κάποιον νὰ ἔχει καὶ γάγγραινα καὶ πονοκέφαλο. Ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν πονοκέφαλο, ἀδιαφορεῖ τελείως γιὰ τὴν γάγγραινα. Παίρνει ἀσπιρίνη γιὰ τὸν πονοκέφαλο, δὲν κάνει θεραπεία γιὰ τὴν γάγγραινα. Αὐτὸ παθαίνουμε ὅλοι. Παίρνουμε φάρμακα γιὰ τὸν πονοκέφαλο, γιὰ τὴν σπαζοκεφαλιὰ τῶν βιοτικῶν, μόνο. Καὶ ἀφήνουμε τὴν γάγγραινα τῆς ἁμαρτίας, τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἀτομισμοῦ, νὰ μᾶς κατατρώγει. Καὶ τὸ φάρμακο γιὰ τὴν γάγγραινα αὐτὸ εἶναι ἕνα· ἡ ἀγάπη.

   • Δὲν διέκριναν τὸν λόγο τῶν ἀνθρώπων ἀπό τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή μας μιλάει ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Λόγου. Γιατί ἀδιαφοροῦμε;

   • Δὲν μποροῦσαν νὰ διακρίνουν καὶ ν’ ἀνακαλύψουν τοὺς εὐεργέτες τους. Ποιοί εἶναι οἱ εὐεργέτες μας; Ὄχι ἐκεῖνοι, ποὺ μᾶς δίνουν αὐτοί, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, μᾶς κάνουν κακό. Εὐεργέτες εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ μᾶς ζητοῦν νὰ τοὺς δώσουμε. Εἶναι οἱ ἐνδεεῖς, οἱ πονεμένοι, οἱ θλιμμένοι. Δῶσε λίγο χρόνο, λίγο χρῆμα καὶ πολὺ Χριστό. Αὐτὰ τὰ τρία ὅλοι μποροῦμε νὰ τὰ δώσουμε.

   Ἡ κρίση εἶναι γεγονός, διότι ὑπάρχουν οἱ λέξεις σύγκριση καὶ ἡ διάκριση, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλήσαμε. Ἀλλὰ καὶ ἡ τρίτη σχετικὴ λέξη: Ἡ ὑπόκριση. Ἐδῶ ὑποκρινόμεθα. Κάποια μάσκα ὅλοι φορᾶμε. Ξεγελᾶμε τοὺς ἀνθρώπους. Κάποτε ὅμως θὰ γίνει τὸ ξεμασκάρεμα, τὰ ἀποκαλυπτήρια, τὸ ξεγύμνωμά μας. Ὅλα «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα». Ἀλλοίμονο τότε!

   Κύριε τὴν κρίση σου τὴν φοβούμεθα, διότι κάνουμε σύγκριση μὲ ἄλλους καὶ διαπιστώνουμε ὅτι δὲν εἴμεθα τίποτε. Τὴν φοβούμεθα, διότι δὲν ἔχουμε διάκριση νὰ προτιμᾶμε τὰ μέλλοντα ἀπὸ τὰ παρόντα. Τὴν φοβούμεθα, διότι ἔχουμε ὑπόκριση καὶ ἐξαπατᾶμε. Κύριε! Ἡ κρίση ἂς μὴ γίνει κατάκριση. Δός μας μετάνοια. «Κύριε πρὶν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με» (Στιχηρὸ κατανυκτικὸ ἑσπερινοῦ Κυριακῆς ἤχου δ΄).



* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Κυριακοδρόμιο Εὐαγγελίων», ἔκδοσις δευτέρα, Ἀθήνα 1999, σελ. 249 - 253. (Τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)