Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ὑπάτιος, ἐπίσκοπος Γαγγρῶν

 



Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ὑπάτιος, ἐπίσκοπος Γαγγρῶν

Ἑορτάζει τὴν λα΄ (31η) Μαρτίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Κτείνει γυνή, βαλοῦσα καιρίαν λίθῳ,

Τὸν Ὑπάτιον· φεῦ γυναικὶ ἀθλίᾳ!

Πρώτῃ Ὑπατίῳ βιότου πέρας ἐν τριακοστῇ.


    ἅγιος πατὴρ ἡμῶν Ὑπάτιος ἦταν κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου, ἐν ἔτει τιη΄ (318), ἔγινε δὲ ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους δεκαοκτὼ  θεοφόρους Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Νικαίᾳ τὸ ἔτος 325. Τοῦτος λοιπὸν διὰ τὴν ἐνάρετη κ’ ἔνθεη πολιτεία του μεγάλα τέλεσε θαύματα καὶ πολλὰ πλήθη τῶν ἀπίστων πρόσφερε στὸν Χριστὸ καὶ οἶκο κατασκεύασε στὸν ὁποῖο ὑποδεχόταν ὅσους ἐκ τοῦ γένους του προσέτρεχαν σ’ αὐτόν. Κι ὅταν περπατοῦσε τὴν νύκτα φωτιζόταν ἀπὸ θεῖο καὶ λαμπρὸ φῶς· καὶ νερὸ ἁλμυρὸ σὲ γλυκὺ μετέβαλε.

   Στοὺς χρόνους δὲ Κωνσταντίου τοῦ υἱοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, κάποιος μέγας δράκοντας μπῆκε μέσα στὸν βασιλικὸ θησαυρὸ καὶ τόσο φόβο, ὅπως λέγουν, προξενοῦσε στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ πλησιάσει· ὅποιος τολμοῦσε, αὐτὸς εὐθὺς θανατωνόταν ἀπ’ τὸν δράκοντα. Γι’ αὐτὸ κι ὁ βασιλεὺς βρισκόταν σὲ ἀπορία καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμει.

   Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὴν φήμη τοῦ ἁγίου τούτου Ὑπατίου ἔστειλε σ’ αὐτὸν πρέσβεις καὶ μεσίτες παρακαλῶντας νὰ ἔλθει πρὸς αὐτόν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἦλθε καὶ βλέποντας ὅτι τὸν προϋπάντησε ὁ βασιλεὺς μὲ πᾶσα τιμὴ κ’ εὐλάβεια κι ὅτι κυλιόταν στὰ πόδια του τὸν σήκωσε ἐπάνω καὶ τοῦ λέει:

   – Ἔχε θάρρος καὶ μὴ λυπᾶσαι, ὦ βασιλεῦ, ὅτι τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις εἶναι δυνατὰ στὸν Θεό. Πίστευε λοιπὸν κ’ ἔχε θάρρος στὸν Θεὸ καὶ θὰ δεῖς μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ Θεοῦ.

   Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος, ὁ δὲ βασιλιᾶς δείχνοντας ἀπὸ μακριὰ τὸ θηρίο τοῦ εἶπε:

   – Μὴ πλησιάσεις ἀπρόσεκτα στὸν δράκοντα, ὦ πάτερ,  γιὰ νὰ μὴ πάθεις ὅ,τι καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἔπαθαν, δηλαδὴ νὰ μὴ θανατωθεῖς ἀπ’ αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν.

   Ὁ δὲ Ἅγιος ἀποκρίθηκε:

   – Ἡ προσευχή μας, ὦ βασιλεῦ, δὲν ἔχει καμμιὰ δύναμη σὲ τέτοια μεγάλα θαυμάσια· ἡ δική σου πίστη καὶ ἡ μεγάλη κι ἀνίκητη δύναμη τοῦ Κυρίου αὐτὰ δύνανται νὰ κάμουν ὅλο τὸ πᾶν.

   Τότε πέφτοντας ὁ Ἅγιος στὴν γῆ προσευχήθηκε ὥρα ἱκανή· ἔπειτα σηκώθηκε καὶ λέγει στὸν βασιλέα:

   – Πρόσταξε νὰ γίνει μιὰ μεγάλη πυρὰ στὸ μέσον τῆς ἀγορᾶς, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ κολώνα τοῦ πατρός σου Κωνσταντίνου, καί ’κεῖνοι ποὺ θ’ ἀνάψουν τὴν φωτιὰ ἂς προσμένουν, ἕως ὅτου νὰ πάω ἐκεῖ καί ’γώ.

   Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἅγιος πλησίασε μόνος του στὸν θησαυρὸ κι ἄνοιξε τὴν θύρα κρατῶντας καὶ ράβδο στὰ χέρια του ποὖχε πάνω τὸν τύπο τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Χτυπῶντας δὲ μὲ τὴν ράβδο τὸν δράκοντα τίποτε δὲν κατόρθωνε· γι’ αὐτὸ καὶ κάποιοι ποὺ ἔβλεπαν ἀπὸ μακριὰ ἦσαν φοβισμένοι κ’ ἔντρομοι, διότι νόμιζαν ὅτι θανατώθηκε ὁ Ἅγιος ἀπ’ τὸν δράκοντα. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ κ’ ἐπικαλέσθηκε τὸν Θεὸ ἔβαλε τὸ ραβδί του στὸ στόμα τοῦ θηρίου καὶ εἶπε:

   – Ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀκολούθει μοι, ὦ θηρίο.

   Κι ὁ δράκοντας δαγκώνοντας τὴν ράβδο τοῦ ἁγίου τὸν ἀκολουθοῦσε, σὰν νὰ διωκόταν ἀπὸ κάποιον. Ὁ δὲ Ἅγιος βγαίνοντας ἀπ’ τὸν βασιλικὸ θησαυρὸ διῆλθε ὅλη τὴν ἀγορὰ τραβῶντας καὶ τὸν δράκοντα ἀπὸ πίσω του, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἐξέπληξε ὅλους· ἐπειδὴ ὁ δράκοντας ἐκεῖνος ἦταν φοβερὸ καὶ ἐξαίσιο θέαμα, διότι ἦταν, ὅπως ἔλεγαν, ἑξῆντα πήχεις στὸ μέγεθος.

   Κι ἀφοῦ πλησίασε στὴν φωτιὰ εἶπε πρὸς τὸν δράκοντα:

   – Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο κηρύττω ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, σὲ προστάζω νὰ μπεῖς στὸ μέσον τῆς πυρᾶς.

   Ὁ δὲ φοβερὸς ἐκεῖνος δράκοντας ἔκαμε σὰν καμάρα τὸν ἑαυτό του κύρτωσε καὶ ρίχτηκε στὸ μέσον τῆς πυρᾶς μπροστὰ σ’ ὅλους καὶ κατακάηκε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι ὅσοι εἶδαν τὰ γενόμενα ἐξεπλάγησαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἔδειξε στὶς ἡμέρες τους τέτοιον φωστῆρα καὶ θαυματουργὸ Ἅγιο. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐκπλαγεὶς διὰ τὸ παράδοξο τίμησε ὑπερβολικὰ τὸν Ἅγιο καὶ πρόσταξε νὰ ἱστορήσουν (ζωγραφίσουν) τὴν εἰκόνα του σὲ σανίδα, τὴν ὁποία ἔβαλε ἐπάνω στὴν θύρα τοῦ βασιλικοῦ θησαυροῦ σὲ ἀποτροπὴ παντὸς ἐναντίου πράγματος, τὸν δὲ Ἅγιο κατασπασάμενος ἀπέστειλε στὴν ἐπαρχία του. Ἀναχωρῶντας δὲ ὁ Ἅγιος ἀπ’ τὴν Κωνσταντινούπολη ἐπέστρεφε στὸν θρόνο του δοξάζοντας κι εὐλογῶντας τὸν Θεό.

   Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐφθονεῖτο ἀπ’ τοὺς δυσσεβεῖς Ναυατιανούς1, οἱ ὁποῖοι καθ’ ἑκάστη τὸν κατέτρεχαν καὶ μάλιστα ἀπ’ τοὺς ἀπίστους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Λαζικὴ καὶ Τραπεζοῦντα, διὰ τοῦτο οἱ μιαροὶ ἐκεῖνοι ἔστησαν καρτέρι σ’ ἕνα κρημνώδη τόπο, ὅταν ὁ Ἅγιος πέρασε ἀπό ’κεῖ, ὅρμησαν αἰφνιδίως ἄνδρες μαζὶ καὶ γυναῖκες κατ’ αὐτοῦ ὡς θηρία καὶ τὸν χτυποῦσαν ἄλλος μὲ ξύλο, ἄλλος μὲ πέτρες κι ἄλλος μὲ μαχαίρι· ἔπειτα τὸν ἔριξαν ἀπὸ ἕνα μεγάλο ὕψος κάτω στὸν ποταμό. Ὁ δὲ Ἅγιος ἡμιθανὴς γενόμενος ἅπλωσε λίγο τ’ ἅγια χέρια του κι ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ὅπως ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, ἔλεγε: «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κι ἐνῶ ἀκόμη ὁ Ἅγιος ἀνέπνεε, μία γυναῖκα μιαρὴ κι ἀκάθαρτη, ἡ ὁποία ἤπιε ὅλο τὸ ποτήρι τῆς αἱρέσεως, ἔλαβε μιὰ μεγάλη πέτρα καὶ χτύπησε τὸν Ἅγιο στὸν μήνιγγα κ’ ἔτσι ἡ δυστυχὴς καὶ ἀθλία στέρησε ἀπ’ αὐτὸν τὴν λίγη ἐκείνη ζωὴ ποὺ τοῦ ἔμεινε. Καὶ ἡ μὲν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου παρεδόθη στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἡ δὲ ταλαίπωρη ἐκείνη γυναῖκα ἀφοῦ κυριεύθηκε ἀπὸ δαιμόνιο χτυποῦσε τὸ στῆθος της μὲ τὴν ἴδια ἐκείνη πέτρα, μὲ τὴν ὁποία θανάτωσε τὸν Ἅγιο. Ὁμοίως δὲ κι ὅλοι ὅσοι συγκοινώνησαν (συμμετεῖχαν) στὸν φόνο του τιμωρήθηκαν ἀπὸ δαιμόνια ἀκάθαρτα. Κι ἀφοῦ ἔκρυψαν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου μέσα σὲ ἀχυρῶνα ἀναχώρησαν· ἀλλ’ ὁ γεωργὸς ποὺ ἐξουσίαζε τὸν ἀχυρῶνα ὅταν ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἄχυρα στὰ ζῶα του ἄκουσε μιὰ οὐράνια δοξολογία κι Ἀγγελικὴ ψαλμωδία στὸν ἀχυρῶνα· ἔτσι βρῆκε τ’ ἅγιο λείψανο καὶ παρευθὺς φανέρωσε τοῦτο καὶ στοὺς ἄλλους.

   Μαθαίνοντας δὲ τοῦτο οἱ Χριστιανοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὶς Γάγγρες συνάχθηκαν στὸν ἀχυρῶνα καί, ἀφοῦ θρήνησαν ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴν στέρηση τέτοιου ποιμένα, ἔφεραν τ’ ἅγιο λείψανό του στὶς Γάγγρες καὶ τὸ ἐνταφίασαν σ’ ἐπίσημο τόπο. Ἡ δὲ γυναῖκα ἡ φονεύτρια τοῦ Ἁγίου ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπ’ τὸ ἅγιο λείψανο κλαίγοντας καὶ χτυπῶντας τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν πέτρα μὲ τὴν ὁποία φόνευσε τὸν Ἅγιο· ὅταν ὅμως, ἐνταφιάσθηκε τ’ ἅγιο λείψανο, τότε γιατρεύτηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Ὁμοίως γιατρεύτηκαν κι ὅλοι ὅσοι φόνευσαν τὸν Ἅγιο· κι ἄλλα πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ λειψάνου καὶ μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, τὰ ὁποῖα ἀφήσαμε διὰ τὸ πλῆθος καὶ διὰ τὴν δυσκολία τῆς διηγήσεως αὐτῶν.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 163-166. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

1. Σημείωσαι ὅτι Ναυατιανοὶ λέγονταν οἱ ἀκόλουθοι Ναυάτου τοῦ πρεσβυτέρου τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος δὲν δεχόταν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν μὲν στὸν καιρὸ τοῦ διωγμοῦ, μετανοοῦσαν δέ, ἀλλ’ οὔτε συγκοινωνοῦσε μὲ τοὺς δίγαμους. Ἔλεγε δὲ καὶ ὅτι μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν δύναται πλέον νὰ ἐλεηθεῖ ὁ ἁμαρτήσας, κατὰ τὸν Ἐπιφάνειο, αἱρέσ. νθ΄, καὶ τὸν Αὐγουστῖνο, αἱρέσ. λη΄ (βλέπε καὶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀγδόου κανόνος τῆς α΄ Συνόδου ἐν τῷ ἡμετέρῳ Κανονικῷ).