Στοὺς μεταστάντες
Ὁ
τάφος εἶναι παγερός, τῆς κρύας λήθης κτῆμα
μὰ
δὲν χωρίζει τὶς ψυχές, πολλὲς φορές, τὸ μνῆμα.
Ναὶ
τῆς ἀγάπης ὁ δεσμὸς ἂν τὶς ψυχὲς ἑνώσῃ
εἶν’
εὔκολο στὴ λήθη, λές, νὰ τόνε χαλαρώσῃ;
Σᾶς
ἐνθυμοῦμαι πάντοτε νεκροὶ ἀγαπημένοι
καὶ σκέπτομαι πὼς καὶ ἐμὲ ὁ τάφος περιμένει.
Καὶ
πῶς θὰ ἦτο δυνατὸν ἐσᾶς νὰ λησμονήσω
ἀφοῦ
μὲ σᾶς τόσον καιρὸν μοῦ ἔλαχε νὰ ζήσω;
Σεῖς
εἰς τὴν δρόσον τοῦ τερπνοῦ καὶ χλοεροῦ λειμῶνος
κι’
ἐμεῖς στὴν σκοτεινὴν αὐτὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος.
Πλὴν
καὶ γιὰ μᾶς σἂν ἡ ’στερνὴ ἡμέρα ἀνατείλῃ
θὰ
συναντήσωμεν ὡς πρὶν πάλιν ἀλλήλους, φίλοι.
(«Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Β΄,
Ἀθῆναι 1973, σελ. 60.)