Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου

 



Ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ἄσωτος εἴ τις, ὡς ἐγώ, θαρρῶν ἴθι·

θείου γὰρ οἴκτου πᾶσιν ἤνοικται θύρα.


   Τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου οἱ θεῖοι Πατέρες διέταξαν νὰ ἀναγινώσκεται, ὕστερα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, γιὰ τὴν ἑξῆς αἰτία:

   Ἐπειδὴ ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ἀπ’ τὴν νεώτερη ἡλικία τους, δοσμένοι σὲ ἀσωτίες, σὲ μέθες καὶ ἀσέλγειες καὶ πέφτοντας σὲ βυθὸ κακῶν, ἔρχονται σὲ ἀπόγνωση, ἡ ὁποία, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, εἶναι γέννημα τῆς ἀλαζονείας, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν αἰτία δὲν θέλουν παντελῶς νὰ δοθοῦν σ’ ἐπιμέλεια ἀρετῆς, ἀλλὰ μάλιστα καὶ πέφτουν στὰ ἴδια καὶ χειρότερα, στοχαζόμενοι τάχα πὼς γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι ἔλεος.

   Διὰ τοῦτο οἱ ἅγιοι Πατέρες, δείχνοντας φιλανθρωπία καὶ πατρικὴ εὐσπλαγχνία καὶ πρὸς αὐτούς, καὶ θέλοντας νὰ τοὺς τραβήξουν ἀπ’ τὴν ἀπόγνωση, ἔθεσαν ἐδῶ τὴν παραβολὴ αὐτή, ὅπως εἴπαμε, μετὰ τὴν πρώτη, ἐπιθυμώντας ν’ ἀνασπάσουν πρόρριζα1 τὸ πάθος τῆς ἀπόγνωσης, δείχνοντας διὰ τοῦ Ἀσώτου πὼς εἶναι ἀνοικτὰ σ’ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς τὰ φιλάνθρωπα καὶ ὑπεράγαθα σπλάγχνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι δὲν εἶναι καμμία ἁμαρτία, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ νικήσει τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

   Ποιοί, ὅμως, εἶναι τοῦτοι οἱ δύο γυιοί, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλεῖ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο;

   Οἱ δύο γυιοὶ εἶναι οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί. Ὁ πρεσβύτερος, δηλαδὴ ὁ μεγαλύτερος, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πάντοτε στέκει στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ πάντοτε μένει στὸ καλὸ καὶ καθόλου δὲν ξεμακραίνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα του· νεώτερος δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀγάπησε τὴν ἁμαρτία καὶ μὲ τὶς αἰσχρές του πράξεις ξεμάκρυνε ἀπὸ τὴν συναναστροφὴ τοῦ Θεοῦ· καὶ τὴν φιλανθρωπία ποὺ ἔδειξε σ’ αὐτὸν ὁ Θεός, τὴν κατασκόρπισε μὲ τὶς ἀσωτίες του, καὶ δὲν σώζεται πλέον τὸ κατ’ εἰκόνα σῶο σ’ αὐτόν, ἀλλ’ ἀκολουθεῖ τὸν πονηρὸ δαίμονα καὶ διὰ τῶν ἡδονῶν, ἐργάζεται τὰ θελήματα ἐκείνου, καὶ δὲν δύναται νὰ χορτάσει τὴν ἐπιθυμία. Διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι πρᾶγμα ποὺ δὲν χορταίνεται μὲ τὴν προσωρινὴ ἡδονή, τὴν ὁποία τὸ Εὐαγγέλιο παρομοιάζει μὲ τὰ ξυλοκέρατα2 ποὺ εἶναι ἡ τροφὴ τῶν χοίρων, ἐπειδὴ τὰ ξυλοκέρατα στὴν ἀρχὴ βγάνουν μικρὴ γλυκύτητα κ’ ὕστερα μένει κάτι τραχὺ κι ἀχυρῶδες στὸ στόμα, κι αὐτὰ ἀπαραλλάκτως ἔχει καὶ ἡ ἁμαρτία.

   Ἀφοῦ λοιπὸν μετὰ βίας ἦλθε κάποτε στὸν ἑαυτό του ὁ Ἄσωτος καὶ στοχάστηκε πὼς ἦταν ἀπωλεσμένος, ἀπ’ τὴν ἔλλειψη τῆς ἀρετῆς, ἦλθε τέλος πάντων στὸν πατέρα, λέγοντας: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου»3. Ὁ πατέρας τὸν δέχθηκε μετανοοῦντα, χωρὶς νὰ τὸν ὀνειδίσει ὁλότελα, ἀλλὰ πέφτοντας στὸν τράχηλό του καὶ ἀγκαλιάζοντάς τον καὶ δείχνοντας τὰ θεϊκὰ καὶ πατρικὰ σπλάγχνα, τοῦ ἔδωσε ἔνδυμα, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα καὶ δακτυλίδι, δηλαδὴ σφραγῖδα καὶ ἀρραβῶνα, τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καὶ κοντὰ σ’ αὐτὰ τοῦ ἔδωσε καὶ ὑποδήματα, γιὰ νὰ μὴ πληγώνονται τὰ κατὰ Θεὸν (δια)βήματά του ἀπ’ τοὺς νοητοὺς ὄφεις καὶ σκορπιούς, ἀλλὰ μάλιστα νὰ μπορεῖ νὰ πατεῖ τὶς κεφαλὲς αὐτῶν, κατὰ τὸ εἰπωμένο «τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων»4. Μετὰ ταῦτα, ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ τῆς χαρᾶς κινούμενος ὁ πατέρας, σφάζει γι’ αὐτὸν καὶ τὸ μοσχάρι τὸ θρεπτό, δηλαδὴ τὸν υἱό Του τὸν μονογενῆ καὶ τοῦ δίδει νὰ φάγει τὴν σάρκα καὶ νὰ πιεῖ Αὐτοῦ τὸ αἷμα. Κι αὐτὴ τὴν ὑπεράπειρη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα εὐσπλαγχνία ὁ πρεσβύτερος γυιὸς θαυμάζοντας λέγει ὡς παράπονα, ὅσα τὸν ἀκούσαμε (στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα) νὰ λέει, ἀπ’ τὴν πολλή του ἔκπληξη. Ἀλλ’ ὁ φιλάνθρωπος πατέρας κ’ ἐκεῖνον κάνει νὰ σιωπᾶ, μεταχειρίζοντάς τον μὲ λόγια μαλακὰ καὶ ἥμερα, λέγοντάς του: Παιδί μου, ἐσὺ πάντοτε ἤσουν καὶ εἶσαι μαζί μου ἀχώριστος, καὶ ὅλα τὰ δικά μου δικά σου εἶναι· ἔπρεπε δὲ ὡστόσο, νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ χαροῦμε, ὅτι τοῦτος ὁ δικός μας γυιός, καὶ δικός σου ἀδελφός, νεκρὸς ἦταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τώρα ἀνέζησε μὲ τὴν μετάνοια, καὶ χαμένος ἦταν, ἀφοῦ ξεμάκρυνε ἀπὸ ἐμένα, μὲ τὴν συνήθεια τῶν φαύλων πράξεων, καὶ τώρα βρέθηκε, μὲ τὸ νὰ τὸν ἀναζήτησα ἐγώ, μὲ τὴν δική μου εὐσπλαγχνία καὶ συμπάθεια. Μπορεῖ δὲ αὐτὴ ἡ παραβολὴ νὰ προσαρμοσθεῖ καὶ στὸν ἑβραϊκὸ λαὸ καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἐξ ἐθνῶν, ἐννοῶντας, πρεσβύτερο μὲν γυιὸ τὸν ἑβραϊκὸ λαό, νεώτερο δὲ τὸν ἐξ ἐθνῶν.

   Γι’ αὐτὴ τὴν αἰτία λοιπόν, διορίστηκε ἐδῶ παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ἡ παραβολὴ αὐτή, ἡ ὁποία δύναται ν’ ἀνασπάσει, ὅπως προείπαμε, τὴν κάκιστη ἀπόγνωση καὶ δειλία τῆς ἀρετῆς, καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου εἶναι ἱκανὴ νὰ παρακινήσει σὲ μετάνοια καὶ μεταμέλεια τὸν ἁμαρτήσαντα ὅπως ὁ Ἄσωτος.


Τῇ ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 368-370. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ἔντονα στοιχεῖα καὶ ὑποσημειώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

1. Πρόρριζα: Σύρριζα, ἀπὸ τὴν ρίζα, ὁλοσχερῶς.

2. Χαρούπια ἢ ξυλοκέρατα.

3. Λουκ. ιε΄ 21.

4. Λουκ. ι΄ 19.