Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Ὑπακοὴ καὶ Θεία Λειτουργία…




Ὑπακοὴ καὶ Θεία Λειτουργία…¹


   Στὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395), βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζοῦσε μ᾿ ἀρετή, ἦταν πάμπλουτος στὰ νειάτα του, κ᾿ εἶχε μοναχογυιὸ ποὺ λεγόταν Θεόφιλος. Στὰ γεράματά του ὅμως, φτώχεψε πολύ, καὶ μὴ ἔχοντας τ᾿ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωματική του συντήρηση, κάποια μέρα κάλεσε τὸν γυιό του καὶ τοῦ εἶπε:

   – Παιδί μου, ὁρίστε, καθὼς βλέπεις, ἐγὼ εἶμαι ἀδύναμος καὶ φτωχός, τόσο πολύ, ὥστε δὲν ἔχω πῶς ν᾿ ἀνταπεξέλθω στὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς. Θέλω, λοιπόν, νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ κάμεις μιὰ χάρη γιὰ νὰ σωθῶ κ᾿ ἐγὼ ὁ ταπεινὸς τώρα στὰ γερατειά μου, ἀλλὰ καὶ σὺ ν᾿ ἀξιωθεῖς, γιὰ τὴν ὑπακοή σου, τὴν εὐτυχία τῶν οὐρανῶν.

   Κι ὁ καλὸς γυιός του ἀποκρίθηκε:

   – Λέγε, πατέρα μου, ὅ,τι ὁρίσεις κ’ ἐγὼ δὲν θὰ παρακούσω στὶς ἐντολές σου.

   Τότε λέει ὁ γέρος στὸν γυιό του:

   – Ὁ Ἀβραὰμ εἶχε ἕνα γυιὸ ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός, καὶ πῆγε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ τὸν σφάξει· κι ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος ὁ Ἰσαάκ, δὲν ἔκαμε πίσω, ἀλλὰ καὶ τὰ ξύλα βάσταζε μετὰ χαρᾶς, καὶ μὲ πολλὴ προθυμία ἀκολουθοῦσε τὸν πατέρα του. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτος, ἀλλὰ κι ἄλλοι πολλοὶ ὑπάκουσαν τοὺς πατέρες τους καὶ δὲν ζημιώθηκαν. Ἔτσι κάμε καὶ σύ, γυιέ μου ἀγαπημένε, ὑπάκουσε στὴν ἐντολή μου κι ἐλπίζω στὸν Φιλάνθρωπο Θεό, ὅτι δὲν θὰ λυπηθεῖς γι᾿ αὐτό.

   Τοῦ λέγει ὁ Θεόφιλος:

   – Μήπως θέλεις κ᾿ ἐσὺ νὰ μὲ θανατώσεις;

   Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίνεται:

   – Μὴ γένοιτο, παιδάκι μου, νὰ πράξω τόσο φοβερὴ ἁμαρτία. Ἀλλὰ μιὰ ἐντολὴ κάμε, καὶ καταδέξου νὰ σὲ πουλήσω σὰν δοῦλο μου· γιὰ νὰ πορευθῶ τώρα στὰ γεράματά μου, μὲ τὰ χρήματα ποὺ θὰ λάβω καὶ νὰ μὴ τριγυρίζω σὰν ἄπορος καὶ πένης ζητῶντας ἐλεημοσύνη. Καὶ νὰ ξεύρεις, ὅτι ὁ Καλὸς Θεὸς ποὺ ἀγαπᾶ τοὺς ἐλεήμονες καὶ πονόψυχους ἀνθρώπους, θὰ κάμει ἔλεος σὲ σένα γιὰ τούτη τὴν καλωσύνη· θὰ σοῦ δώσει δέ, ἄπειρο πλοῦτο σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὸν αἰώνιο κόσμο θ᾿ ἀναπαύσει τὴν ψυχή σου ἐν κόλποις Ἀβραάμ. Πρόσεξε ὅμως, νὰ φυλάξεις καὶ μιὰ δεύτερη ἐντολή μου, ἕως τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου: Ὁποιανδήποτε ὑπηρεσία κι ἂν ἔχεις, ὅπου κι ἂν σὲ στείλει ὁ ἀφέντης σου, θυμίσου νὰ πηγαίνεις πρῶτα στὴν θεία Λειτουργία, ὅταν εἶναι ὁ καιρός, κ᾿ ἔπειτα, μετὰ τὴν ἀπόλυση τῆς Ἐκκλησίας, νὰ πηγαίνεις στὴν ἐργασία σου. Ἐπίσης, νἄχεις πολλὴν εὐλάβεια στὴν Παναγία μας. Ἐὰν κάμεις ἔτσι, ὁ Κύριος θὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ μεγάλο κι ἀφόρητο κίνδυνο καὶ θὰ σὲ προστατεύει πάντοτε!

   Κι ὁ ὑπάκουος γυιός του, ἀποκρίθηκε μετὰ προθυμίας:

   – Ὅπως θέλεις, πατέρα μου, κάμε.

 

   Τὴν ἑπομένη, λοιπόν, ἡμέρα, πούλησε ὁ πατέρας, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰουλιανός, τὸν γυιό του σὲ κάποιον Πατρίκιο², ἄρχοντα τοῦ παλατιοῦ, ποὺ λεγότανε Κωνσταντῖνος· ἐκεῖνος ἀγάπησε τὸν νέο πάρα πολὺ γιὰ τὴν μεγάλη του ὑπακοή, τὴν σωφροσύνη, τὴν ταπείνωση, τὴν ὡραιότητα τοῦ προσώπου, τὴν γνώση του καὶ γιὰ τὰ γράμματα ποὺ γνώριζε· γι᾿ αὐτὸ τὸν εἶχε πάντοτε στὴν συνοδεία καὶ στὸ τραπέζι του, ἐπειδὴ τὸν ὑπηρετοῦσε ἐπιμελῶς.

   Κάποια μέρα, πηγαίνοντας στὰ βασίλεια ὁ ἀφέντης του, λησμόνησε νὰ πάρει μαζί του τὸν χαρτοφύλακα μέσα στὸν ὁποῖο εἶχε τὶς βασιλικὲς ἐντολές. Ἔστειλε λοιπόν, τὸν Θεόφιλο νὰ τρέξει γρήγορα νὰ τοῦ τὸν φέρει. Κι ὁ νέος ἔτρεχε ὅσο μποροῦσε. Μπαίνοντας στὸ δωμάτιο τοῦ Πατρικίου, μὲ τὸ θάρρος ποὺ εἶχε, ἄρπαξε τὸν χαρτοφύλακα. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ὅμως, ἦταν ξαπλωμένη στὸ κρεββάτι ἡ γυναῖκα τοῦ Πατρικίου μ᾿ ἕναν δοῦλο της καὶ μοίχευε. Ἀλλ᾿ ὁ νέος, ἀπ᾿ τὴν βιασύνη του, δὲν τοὺς ἀντιλήφθηκε. Μὰ κεῖνοι οἱ ἄθλιοι, ποὺ ἔκαμαν τὴν ἁμαρτία, σχεδίασαν ἐναντίον του φοβερὰ πράγματα…

 

   Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Πατρίκιος, τοῦ λέει, ἐξοργισμένη τάχα, ἡ μοιχαλίδα κι ἀθεόφοβη γυναῖκα του:

   – Γι᾿ αὐτὸ ἀγόρασες τὸν δοῦλο τοῦτον, γιὰ νὰ ἔλθει στὴν κλίνη μου νὰ μὲ μοιχεύσει ὁ ξεδιάντροπος; Κι ἂν δὲν φώναζα νὰ μὲ βοηθήσει ὁ τάδε, θἄπαιρνε τὴν τιμή μου ὁ ἀσεβέστατος. Μήπως εἶμαι ᾿γὼ ἀπὸ τυχαῖο γένος καὶ μὲ καταφρόνησες; Μὰ τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν μου καὶ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, σὲ προειδοποιῶ ὅτι, ἐὰν αὔριο δὲν δῶ τὸ κεφάλι αὐτοῦ τοῦ αὐθάδους καὶ ἀλητήριου δούλου κομμένο, δὲν κάθομαι πλέον οὔτε μιὰ ὥρα στὸ σπίτι σου, ἀλλὰ σὲ χωρίζω, παίρνω τὴν προῖκα μου καὶ φεύγω.

   Σὰν ἄκουσε τοῦτα ὁ Πατρίκιος θύμωσε κατὰ τοῦ δούλου του καὶ τῆς ὑποσχέθηκε νὰ κάμει ἀμέσως τὸ θέλημά της.

 

   Τὴν ἄλλη μέρα, συναντήθηκε στὸ παλάτι μὲ τὸν ἔπαρχο καὶ τοῦ λέει:

   – Αὔριο τὸ πρωῒ θὰ σοῦ στείλω ἕνα δοῦλο μου κι ὅταν ἔλθει κόψ᾿ του τὸ κεφάλι, βάλ᾿ το σ᾿ ἕνα σάκκο, σφράγισέ το καὶ νὰ μοῦ τὸ στείλεις.

   Ὁ ἔπαρχος τοῦ ἀποκρίνεται:

   – Ἐγώ, ἄδικη κρίση δὲν κάνω· μονάχα, ἐὰν μαρτυρήσουν τρεῖς ἄνθρωποι γραπτῶς, ὅτι εἶναι ἄξιος θανάτου, τότε θὰ τὸν φονεύσω.

   Καὶ ὁ Πατρίκιος εἶπε ἐνώπιον τριῶν μαρτύρων τὴν κατηγορία, ὡς ἑξῆς:

   – Νεαρὸν δοῦλο ἀγόρασα κι αὐτὸς ὁ ἄθλιος ἐπίεσε τὴν κυρία του νὰ κοιμηθεῖ μαζί της.

   Λέγοντας αὐτά, ἔγραψε τὴν ἀπόφαση τοῦ θανάτου μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι καὶ τότε δέχθηκε ὁ ἔπαρχος νὰ τὸν θανατώσει…

 

   Ὅταν ξημέρωσε, κάλεσε ὁ Πατρίκιος τὸν ἀθῶο Θεόφιλο, καὶ τοῦ λέγει:

   – Πήγαινε στὸν ἔπαρχο καὶ πές του ὅτι τὸν χαιρετῶ καὶ νὰ μοῦ στείλει ἀπάντηση.

   Πηγαίνοντας, λοιπόν, ὁ καλὸς δοῦλος, πέρασε μπροστὰ ἀπὸ κάποιο Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, στὸν ὁποῖο τὴν ὥρα ἐκείνη λειτουργοῦσαν κι ἐδιάβαζαν τόν Ἀπόστολο. Τότε θυμήθηκε τὴν πατρικὴ παραγγελία κ᾿ ἐντολή, καὶ μπαίνοντας στὴν Ἐκκλησία παρέμεινε προσευχόμενος ἕως τὴν ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας…

 

   Ὁ κάκιστος δοῦλος, ποὺ μοίχευε τὴν πατρικία, βλέποντας, ὅτι ἄργησε νὰ στείλει τὸ κεφάλι ὁ ἔπαρχος, εἶπε πρὸς τὸν Πατρίκιο:

   – Πηγαίνω ἐγὼ νὰ τὸ φέρω, ἂν ὁρίζεις.

   Κι ἐκεῖνος τοῦ λέγει:

   – Πήγαινε.

 

   Περπατοῦσε τρέχοντας ὁ κακὸς δοῦλος, σὰ νὰ ἔμελλε νὰ λάβει πολυτιμότατο θησαυρό, καὶ φθάνοντας στὴν κατοικία τοῦ ἐπάρχου μπαίνοντας τὸν χαιρέτησε ἐκ μέρους τοῦ Πατρικίου. Μὰ κάπου ἐκεῖ στεκόταν κρυφὰ ὁ δήμιος μὲ τὴν ἀκονισμένη σπάθη κι εὐθὺς τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι, τὸ ὁποῖο ἔβαλαν σὲ λεκάνη μὲ νερὸ κι ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν, τὸ τύλιξαν σὲ μαντήλι καὶ τὄβαλαν σὲ σάκκο· κι ὅταν θὰ σφράγιζαν τὸν σάκκο, νάτος ἔφθασε κι ὁ πιστὸς καὶ ἄδολος ὑπηρέτης, ποὺ εἶχε πρωτύτερα λειτουργηθεῖ, κι ἀφοῦ χαιρέτησε τὸν ἔπαρχο ἔλαβε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸ κεφάλι σφραγισμένο στὸν σάκκο, δίχως νὰ γνωρίζει τί περιέχει μέσα.

   Καὶ σὰν ἔφθασε στὸν Πατρίκιο καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι, ἐθαύμασαν, καὶ ἰδιατέρως ἡ κυρία του, διότι ἐνῶ τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλι, αὐτὸς ἐπέστρεψε ζωντανός. Τὸν ρώτησαν τί κρατοῦσε, κι ἀποκρίθηκε λέγοντας:

   – Καθὼς παράγγειλες, κύριέ μου, χαιρέτησα τὸν ἔπαρχο κι ἀμέσως μοῦ ἔδωκε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα νὰ σοῦ φέρω, ἀλλὰ δὲν γνωρίζω τί ἔχει μέσα.

 

   Ἔλαβαν τότε αὐτὸ οἱ ὑπηρέτες καὶ τὸ ξεσφράγισαν, καὶ βρῆκαν τὸ κεφάλι τοῦ μοιχοῦ. Ἡ δὲ μοιχαλίδα πατρικία τρόμαξε κ᾿ ἔμεινε ἄλαλη πολλὴν ὥρα. Ἔπειτα, ἀφοῦ συνῆλθε ὁ νοῦς της, κατάλαβε τὴν δίκαιη ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ· καὶ φοβήθηκε μήπως πάθει τὰ ὅμοια καὶ κείνη ποὺ ἦταν ἡ αἴτιος τοῦ κακοῦ· γι᾿ αὐτό, ἔκλαψε ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ὁμολόγησε ἐνώπιον πάντων τὴν ἀνομία της, λέγοντας:

   – Ἐγώ, ἀφέντη μου, ἡ ἄθλια καὶ ταλαίπωρη, εἶμαι ἡ ἀφορμὴ τοῦ μεγάλου κακοῦ καὶ φοβᾶμαι μήπως πάθω τὰ ἴδια κατὰ τὰ ἔργα μου. Ἐπειδή, «οὐ ἐστι κρυπτόν», ὅπως λέγει ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου, «ὅ οὐ φανερὸν γενήσεται»³. Ἐγώ, κύριέ μου, ἔκανα τὴν πονηρὴ ἁμαρτία μὲ τὸν φονευθέντα δοῦλο ἐπὶ τριάμισι χρόνια μέχρι σήμερα, καὶ δὲν τὸ γνώριζες. Καὶ τοῦτος ὁ νέος δοῦλος εἶναι καθαρὸς ἀπὸ μένα καὶ ἁμαρτία καθόλου δὲν ἔπραξε, ἀλλ᾿ ἄδικα τὸν κατηγόρησα ἡ ταλαίπωρη. Ὁ Κύριος, ὅμως, εἶναι «δίκαιος καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν», καὶ ἀποδίδει «ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ»· λοιπόν, ἀφέντη μου, συγχώρησέ με διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὑπόσχομαι νὰ μὴ σοῦ φταίξω ἀπὸ σήμερα καὶ πλέον…

   Ἐν τῷ μεταξύ, κυριεύθηκαν ὅλοι ἀπὸ φόβο, φρίκη κ᾿ ἔκσταση, καὶ δόξαζαν τὸν Φιλάνθρωπο Θεό, διότι οὐδέποτε παραβλέπει κι ἐγκαταλείπει ἐκεῖνον ποὺ κάμει τὸ πανάγιο θέλημά Του!

 

   Τότε ὁ Πατρίκιος ρώτησε τὸν νέο νὰ τοῦ πεῖ ὅλα τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτόν, δηλαδὴ τὴν πολιτεία του καὶ τὶς ἀρετές του.

   Κ᾿ ἐκεῖνος, διηγήθηκε τὴν πρωτύτερη εὐγένεια τοῦ πατέρα του, τὴν ὕστερη φτώχεια του, τὴν ὑπακοὴ τὴν ὁποία ἔκαμε νὰ πουληθεῖ ὡς δοῦλος γιὰ νὰ περιθάλψει τὸ γῆρας του, καὶ τὴν παραγγελία, τὴν ὁποία τοῦ ἔδωσε ἐκεῖνος νὰ πηγαίνει πρῶτα στὴν ἱερὴ Λειτουργία, καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα. Καὶ σὰν τἄκουσε, ὁ Πατρίκιος, τὸν εἶχε πλέον ὄχι ὡς ὑπηρέτη, ἀλλ᾿ ὡς γυιό του ἀληθινὸ καὶ γνήσιο. Κι ὄχι μονάχα τοῦτα, ἀλλὰ καὶ κληρονόμο τὸν ἔγραψε σ᾿ ὅλον του τὸν πλοῦτο, ἐπειδή, πολὺ τὸν ἀγάπησε!

 

   Διὰ τοῦτο, καὶ μεῖς ἂς φοβηθοῦμε τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ κι ἂς πηγαίνουμε τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία· ἂς στεκόμαστε μετὰ φόβου καὶ τρόμου μέχρι τὴν ἀπόλυση, ὅπως ἐὰν βλέπαμε καὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια τὸν ἴδιο τὸν Δεσπότη Χριστό, ὁ ὁποῖος μέλλει νὰ μᾶς κρίνει κατὰ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως· καὶ νὰ μὴ ἐξερχόμασθε τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ προτοῦ τελειώσει ἡ Ἀκολουθία. Οὔτε νὰ τολμήσει κανεὶς νὰ μιλήσει κατὰ τὴν ὥρα αὐτῆς ἐντὸς τοῦ Ναοῦ καθόλου, διότι ὅποιος βγαίνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς μεγάλη ἀνάγκη, ἢ πεῖ τίποτε περὶ σωματικῶν φροντίδων καὶ ὑλικῶν πραγμάτων ἀνωφελῶν καὶ ματαίων, αὐτὸς μιμεῖται τὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος σηκώθηκε ἀπὸ τὸν μυστικὸ δεῖπνο, ἔφυγε καὶ πῆγε νὰ προδώσει τὸν Ἰησοῦ μας, ὁ ἀχάριστος.


   1. «Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», τόμος Β΄ μὴν Φεβρουάριος, σελ. 277-280. Βλ. καὶ «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία», (Θαῦμα ξε΄) σελ. 431-434.

   2. Πατρίκιος (λατ. patricius): «Στὸ ρωμαϊκὸ καὶ βυζαντινὸ κράτος ἦταν μέλος τῆς ἀνώτατης κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ τάξης». (Γ. Μπαμπινιώτη, «Λεξικό», σελ. 1358). «Στὰ βυζαντινὰ χρόνια, καὶ μέχρι τὸν 12ο αἰ., ἦταν τιμητικὸς τίτλος (ὄχι κληρονομικός), ποὺ ἀπονεμόταν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα σὲ ἀνώτατους στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἄρχοντες (στρατηγούς, διοικητὲς ἐπαρχιῶν, κλπ.). Οἱ πατρίκιοι ἔπαιρναν μέρος καὶ στὴ σ ύ γ κ λ η τ ο (συλλογικὸ νομοθετικὸ καὶ διοικητικὸ σῶμα εὐγενῶν). Ὁ πρόεδρος τῆς συγκλήτου λεγόταν π ρ ω τ ο πατρίκιος».

   3. Λουκ. η΄ 17.

   4. Ψαλμ. ι΄ 7.

   5. Πρβλ. Ρωμ. β΄ 6.


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 3/6/2020