Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Τὸ Σάββατο τῶν ψυχῶν

 



Τὸ Σάββατο τῶν ψυχῶν

Τὸ Σάββατο πρὸ τῆς Ἀπόκρεῳ.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ἀμνημόνησον πταισμάτων νεκροῖς, Λόγε,

τὰ χρηστὰ νεκρὰ σπλάγχνα σου μὴ δεικνύων.


   Τὸ Σάββατο αὐτό, ποὺ προηγεῖται τῆς Δευτέρας Παρουσίας (Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω), οἱ θειότατοι Πατέρες -κινούμενοι ἀπὸ φιλανθρωπία- θέσπισαν, νὰ ἐπιτελοῦμε μνήμη ὅλων τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων ἀνθρώπων. Γιατί, ἐπειδὴ ἀνάμεσα σὲ τόσων λογιῶν θανάτους, ποὺ συμβαίνουν στοὺς ἀνθρώπους, ἴσως πολλοὶ πένητες καὶ ἄποροι, δὲν ἀξιώθηκαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ψαλμωδιῶν καὶ μνημοσύνων, διὰ τοῦτο οἱ θεῖοι Πατέρες διέταξαν, νὰ κάμει ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία μνημόσυνα κοινὰ γιὰ ὅλους, γιὰ νὰ περιλαμβάνονται μέσα στὶς κοινὲς αὐτὲς ἐπιμνημόσυνες δεήσεις καὶ ὅσοι κατὰ μέρος δὲν ἔτυχαν τῶν συνήθων μνημοσύνων, ἀπὸ κάποια ὁποιαδήποτε ἀφορμή. Κι αὐτὴ τὴν περὶ τῶν μνημοσύνων διάταξη, τὴν ἔλαβαν οἱ Πατέρες ἀπ’ τοὺς Ἱεροὺς Ἀποστόλους, κατὰ παράδοση, διδάσκοντες ὅτι αὐτὰ ποὺ γίνονται ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων προξενοῦν σ’ αὐτοὺς μεγάλη ὠφέλεια.

   Λοιπόν, κατά πρῶτον, γιὰ τὸν λόγο ποὺ (προ)εἴπαμε, ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ σήμερα τὰ κοινὰ μνημόσυνα· κατὰ δεύτερον δέ, ἐπειδὴ ἔμελλε τὴν αὐριανὴ ἡμέρα, δηλαδὴ τὴν Κυριακή, νὰ βάλουν τὴν Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία ἔτσι ἁρμοδίως, διόρισαν νὰ γίνονται σήμερα ὅλων τῶν ψυχῶν τὰ μνημόσυνα, τρόπον τινά δεόμενοι καὶ παρακαλοῦντες τὸν φοβερὸ καὶ ἀλάνθαστο Κριτὴ νὰ γίνει ἵλεως πρὸς αὐτούς, δείχνοντάς τους τὴν φυσική του συμπάθεια καὶ νὰ τοὺς κατατάξει σ’ ἐκείνη τὴν τρυφή, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὑποσχέθηκε. Καὶ κατ’ ἄλλον τρόπο ἀκόμα, ἐπειδὴ σκοπὸ ἔχουν οἱ Ἅγιοι στὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ νὰ βάλουν καὶ τὴν ἐξορία τοῦ Ἀδάμ, προεπινοοῦν τρόπον τινα, σὰν μία κατάπαυση καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων, μὲ τὴν σημερινὴ κατάπαυση, γιὰ ν’ ἀρχίσουν ἀπ’ ἐκεῖ, δηλαδὴ ἀπ’ τὴν ἐξορία τοῦ Ἀδὰμ σὰν ἀπὸ ἀρχή, ἐπειδὴ τὸ πλέον ὁλοϋστερινὸ ἀπ’ ὅλα τοῦ κόσμου τούτου, εἷναι ἡ ἐξέταση τῶν δικῶν μας πράξεων, ποὺ μέλλει νὰ γίνει ἀπὸ τὸν ἀδέκαστο Κριτή. Καὶ κάθε Σάββατο πάντοτε ἀπὸ κοινοῦ μνημονεύουμε τῶν ψυχῶν, ἐπειδὴ τὸ Σάββατο ποὺ εἶναι ὄνομα ἑβραϊκό, σημαίνει κατάπαυση. Καὶ λοιπόν, ἐπειδὴ καὶ οἱ πεθαμένοι ἔπαυσαν ἀπ’ τὰ βιωτικά, καὶ ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα, δηλαδὴ φροντίδες καὶ περισπασμούς, γιὰ τοῦτο καὶ στὴν ἡμέρα, ποὺ σημαίνει κατάπαυση, κάνουμε ὑπὲρ αὐτῶν τὶς δεήσεις. Καὶ τοῦτο ἐπικράτησε νὰ γίνεται, ὅπως εἴπαμε, κάθε Σάββατο. Ἀλλὰ στὸ σημερινὸ Σάββατο ἀπὸ κοινοῦ καὶ καθολικὰ μνημονεύουμε δεόμενοι τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς. Γιατί, μὲ τὸ νὰ ξέρουν καλῶς οἱ θεῖοι Πατέρες ὅτι αὐτὰ ποὺ γίνονται ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων, μνημόσυνα δηλαδή, καὶ ἐλεημοσύνες καὶ λειτουργίες, μεγάλη ὠφέλεια προξενοῦν σ’ ἐκείνους, διὰ τοῦτο παρακινοῦν καὶ διδάσκουν, καὶ μερικῶς καθ’ ἕνας νὰ τὰ κάνει γιὰ τοὺς δικούς του, καὶ ἀπὸ κοινοῦ ἡ Ἐκκλησία καθολικά, καθὼς ἀπ’ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, αὐτὴν τὴν πράξη παρέλαβαν, ὅπως προείπαμε, καὶ ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τοῦτο παραδίδει.

   Ὅτι ὠφελοῦν ὅλα ὅσα ὑπό τῆς Ἐκκλησίας γίνονται ὑπὲρ τῶν ψυχῶν, καὶ ἀπὸ ἄλλα μὲν πολλὰ τοῦτο ἀποδεικνύεται, μάλιστα δὲ καὶ ἐκ τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Διότι αὐτὸς ὁ πατὴρ βρίσκοντας ἕνα ξηρὸ κρανίο κάποιου ἄνδρα ἀσεβοῦς Ἕλληνα, ἐκεῖ ποὺ πήγαινε στὸν δρόμο, ρώτησε αὐτὸ μήπως καμμιὰ φορὰ στὸν ᾍδη αἰσθάνονται καμμία παραμυθία. Καὶ ἀποκρίθηκε τὸ κρανίο λέγοντας: Ναί, τίμιε πάτερ, πολλὴ ἄνεση λαμβάνουμε, ὅταν ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων παρακαλεῖς τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἔκανε τοῦτο ὁ μέγας Μακάριος καὶ τὸν Θεὸ παρακαλοῦσε νὰ τοῦ ἀποκαλύψει, ἂν ἴσως ἀπὸ τὶς προσευχές του, λάμβαναν οἱ προκεκοιμημένοι καμμία ὠφέλεια. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος διὰ προσευχῆς ἔσωσε τὸν βασιλέα Τραϊανό, ὅμως ἄκουσε ἀπὸ τὸν Θεό, δεύτερη φορὰ νὰ μὴ παρακαλέσει ὑπὲρ ἀσεβοῦς. Ἐπιπλέον ἔχουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ὅτι καὶ ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα ἐξάρπαξε τῶν βασάνων τὸν εἰκονομάχο Θεόφιλο τὸν ἄνδρα της, μὲ τὶς ἐκτενεῖς προσευχὲς καὶ δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Ὁμολογητῶν ἀνδρῶν. Καὶ βεβαιώνουν πολλοὶ μεγάλοι Πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας πὼς εἶναι πολὺ καλὲς καὶ ὠφέλιμες οἱ ἐλεημοσύνες ποὺ γίνονται ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων, ἀπ’ τοὺς ὁποίους εὐθὺς ἕνας εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στὸν Ἐπιτάφιο Λόγο ποὺ κάνει στὸν ἀδελφό του τὸν Καισάριο. Μετὰ τοῦτον ὁ μέγας Χρυσόστομος στὴν Πρὸς Φιλιππησίους ὁμιλία λέγει τὰ ἑξῆς: Ἂς ἐπινοήσουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ὠφέλεια, ἂς δώσουμε σὲ αὐτοὺς τὴν δυνατὴ βοήθεια, ἐλεημοσύνες λέγω καὶ προσφορές, ὅτι μεγάλη ὠφέλεια καὶ πολὺ τὸ κέρδος προξενοῦν σὲ αὐτοὺς τὰ παρ’ ἡμῶν γινόμενα. Ὅτι ὄχι ἔτσι ἁπλῶς καὶ μάταια αὐτὰ νομοθετήθηκαν, καὶ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Ἀποστόλων παραδόθηκαν, καὶ ἐπὶ τῶν φρικτῶν Μυστηρίων νὰ μνημονεύει ὁ Ἱερεὺς ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων. Καὶ πάλι ὁ ἴδιος χρυσοῦς Ἅγιος λέγει τὰ παρακάτω: Στὴν διαθήκη σου, βάνε συγκληρονόμο μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κριτοῦ, καὶ τὸ χαρτὶ (τῆς διαθήκης) ἂς ἔχει μέσα καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν φτωχῶν, κ’ ἐγὼ σοῦ γίνομαι ἐγγυητῆς αὐτῶν. Καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: Ἀκόμη καὶ ἂν στὸν ἀέρα ὁ εὐσεβὴς τελειωθεὶς διαλύθηκε, μὴν ἀποφεύγεις ἀπ’ τὸ νὰ ἀνάπτεις στὸν τάφο του κερὶ καὶ λάδι, παρακαλῶντας Χριστὸν τὸν Θεό, διότι αὐτὰ εἶναι δεκτὰ στὸν Θεό, καὶ προξενοῦν πολλὴν ἀντίδοση.

   Ἕως νὰ φτάσει λοιπὸν ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅσα ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων γίνονται, προξενοῦν ὠφέλεια, κατὰ τοὺς θείους Πατέρες, καὶ μάλιστα σ’ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πράξει κάποια λίγα καλὰ καὶ μὲ μετάνοια κ’ ἐξομολόγηση βγῆκαν ἀπ’ τὴν παροῦσα ζωή. Κ’ ἐὰν λέγει κάποια σχετικὰ -ἔτσι ὅπως πρέπει- ἡ Ἁγία Γραφή, πρὸς σωφρονισμὸ τῶν πολλῶνἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, νικᾶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι μετὰ θάνατον, οἱ δίκαιοι ὅλοι θὰ γνωρίσουν ἀλλήλους1 καὶ ὅσους ἤξεραν, καὶ ὅσους ποτὲ δὲν εἶδαν, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, βεβαιώνοντας τὸν λόγο του, ἀπ’ τὴν παραβολὴ τοῦ Πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Ὅμως ὄχι ἀπὸ σωματικὸ σημάδι, ἐπειδὴ ὅλοι θὰ ἔχουν μία (τὴν ἴδια) ἡλικία, καὶ τὰ φυσικὰ γνωρίσματα θὰ ἐκλείψουν, καὶ μὲ μόνο τὸ διορατικὸ χάρισμα τῆς ψυχῆς θὰ γνωρίζονται, καθὼς λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν Ἐπιτάφιο Λόγο στὸν ἀδελφό του Καισάριο: Τότε λέγει, Καισάριον ὄψομαι, φαιδρόν, ἔνδοξον, οἷος μοι κατ’ ὄναρ πολλάκις ἐφάνης, ἀδελφῶν, φίλτατε. Τὰ ἴδια λέγει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὸν ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων Λόγο, ὅτι καὶ πρὶν τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν χάρισμα παρὰ Θεοῦ, νὰ γνωρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ νὰ συνευφραίνονται· οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ στεροῦνται καὶ τούτου. Καὶ λέγει, ὅτι στοὺς Ἁγίους Μάρτυρες δόθηκε ἐπίσης, τὸ νὰ ἐφοροῦν (νὰ ἐπιβλέπουν) καὶ τὰ τελούμενα ἀπὸ μᾶς (δηλαδὴ ὅσα κάνουμε), καὶ νὰ μᾶς ἐπισκέπτονται στὶς ἀνάγκες μας. Καὶ στὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅλοι θὰ γνωρίσουν ἀλλήλους, ὅταν καὶ τὰ κρυμμένα θὰ φανερωθοῦν.

   Πρέπει δέ, νὰ ξέρουμε ὅτι κατὰ τὸ παρόν, δηλαδή, πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀνάσταση, οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων βρίσκονται σὲ κάποιους διορισμένους τόπους, καὶ πάλι τῶν ἁμαρτωλῶν, σὲ ἄλλο μέρος· καὶ οἱ μὲν δίκαιοι μὲ τὴν καλή τους ἐλπίδα χαίρουν, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ μὲ τὸ ν’ ἀναμένουν τὰ δεινὰ λυποῦνται. Ἐπειδὴ οἱ Ἅγιοι δὲν ἔλαβαν ἀκόμα τὴν ἐπαγγελία τῶν ἀγαθῶν, κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέγει: «Τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν»2, δηλ.: Διότι ὁ Θεὸς πρόβλεψε γιὰ μᾶς κάτι καλύτερο· νὰ μὴ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πλήρη τὴν τελείωση καὶ τὴν μακαριότητα χωρὶς ἐμᾶς (ἀλλ’ ὅλοι μαζὶ σὰν ἕνα πνευματικὸ σῶμα ν’ ἀπολαύσουμε κατά τὴν Δευτέρα Παρουσία τὴν μακαριότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν).

   Καὶ ἂς μὴ νομίζει κανεὶς ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ γκρεμίζονται ἢ πνίγονται στὴν θάλασσα ἢ στὸ πῦρ καίγονται κι ἀπ’ τὰ λεγόμενα θανατικὰ ἢ ἀπὸ κρύο καὶ πείνα ἐκτρίβονται3, ἂς μὴ νομίζει, λέγω, κάποιος, ὅτι κατὰ προσταγὴ Θεοῦ τὰ παθαίνουν αὐτά. Διότι τὰ ἔργα τῆς Θείας Πρόνοιας ἄλλα γίνονται κατὰ τὸ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγεται εὐδοκία, καὶ ἄλλα γίνονται κατὰ τὸ δεύτερο, δηλαδὴ τὸ ἑπόμενο, ποὺ λέγεται παραχώρηση, καὶ ἄλλα γίνονται γιὰ εἴδηση (πληροφόρηση) καὶ σωφρονισμὸ ἄλλων. Καὶ ὁ μὲν Θεὸς ὡς προγνώστης, ὅλα τὰ βλέπει καὶ ὅλα τὰ γνωρίζει, ὅσα μέλλουν νὰ γίνουν, καὶ μὲ τὸ θέλημά του γίνονται, εἴτε τὸ προηγούμενο εἴτε τὸ ἑπόμενο, καθὼς γιὰ τὰ στρουθία λέγει τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο4, ὅμως δὲν ὁρίζει, τουτέστι δὲν ἀποφασίζει ἔτσι ἢ ἔτσι νὰ γίνουν, δηλαδὴ αὐτὸς φέρ’ εἰπεῖν νὰ πνιγεῖ, κι ἐκεῖνος νὰ πεθάνει μὲ τὸν φυσικὸ θάνατο ἢ τοῦτος μὲν νὰ πεθάνει γέρος, ἐκεῖνος δὲ νήπιο· ἀλλὰ μία φορὰ ἀποφάσισε τὸν καθολικὸ καὶ ἀνθρώπινο χρόνο, καὶ τοὺς διαφόρους τρόπους τῶν θανάτων, καὶ δὲν εἶναι προορισμὸς (προκαθορισμὸς) ζωῆς. Ἐὰν δὲ καὶ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ζωῆς ὅρον, ἀλλὰ τὸ «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει» ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Πατήρ. Διότι ἂν ἦταν διορισμένη ἡ ζωὴ τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου, γιατί λέγει πρὸς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι μὲ τὸ νὰ μεταλαμβάνετε ἀναξίως τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, «διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι, καὶ κοιμῶνται ἱκανοί»5, δηλαδὴ πεθαίνουν πολλοί; Καὶ γιατί ὁ Δαβὶδ λέγει: «Μὴ ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου»6; Καὶ «παλαιστὰς ἔθου τὰς ἡμέρας μου»7. Καὶ ὁ Σολομών, υἱὲ τίμα τὸν πατέρα σου, ὅπως ἔσῃ πολυχρόνιος8· καὶ πάλι, «ἵνα μὴ ἀποθάνῃς ἐν οὐ καιρῷ σου»9. Καὶ στὸν Ἰώβ, πρὸς τὸν Ἐλιφὰζ λέγει ὁ Θεὸς ἐξωλόθρευσα ἂν ὑμᾶς, εἰμὴ διὰ Ἰὼβ τὸν θεράποντα μου10.

   Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦτο εἶναι φανερό, πὼς δὲν εἶναι διορισμένη (προκαθορισμένη) ἡ ζωὴ γιατὶ ἂν ἦταν ὅρος ζωῆς, γιὰ ποιό λόγο παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ καὶ καλοῦμε γιατρούς, καὶ ὑπὲρ τῶν παιδιῶν εὐχόμασθε, γιὰ νὰ ζήσουν;

   Καὶ τοῦτο ἐπίσης τελευταῖο πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι τὰ βαπτισμένα νήπια, ὅταν πεθαίνουν, ἀπολαμβάνουν τῆς τρυφῆς (ἀνέσεως) τοῦ Παραδείσου· τὰ ἀφώτιστα (ἀβάπτιστα) ὅμως καὶ τὰ τῶν ἐθνῶν, οὔτε σὲ τρυφὴ οὔτε στὴν γέεννα (κόλαση) πηγαίνουν.

   Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ψυχὴ βγεῖ ἀπ’ τὸ σῶμα, καμμιὰ φροντίδα δὲν ἔχει γιὰ τὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνον γιὰ τὰ ἐκεῖ φροντίζει. Τρίτα  μνημόσυνα κάνουμε, διότι τὴν τρίτη ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος ἀλλάζει τὴν ὄψη καὶ μεταβάλλεται. Ἔνατα, διότι τότε ὅλη ἡ πλάση φθείρεται καὶ μόνη μένει ἡ καρδιά. Τεσσαρακοστά, διότι καὶ αὐτὴ ἡ καρδιὰ χάνεται. Καὶ ἡ γέννηση ἔτσι προβαίνει (προχωρᾶ). Στὴν τρίτη ἡμέρα σχεδιάζεται ἡ καρδιά. Στὴν ἐνάτη πήγνυται (στερεώνεται) καὶ γίνεται σάρκα· καὶ στὴν τεσσαρακοστὴ σὲ τέλεια ὄψη καταντᾶ. Γι’ αὐτὴν τὴν αἰτία κάνουμε τῶν ψυχῶν τὰ μνημόσυνα, τὶς ὁποῖες ψυχὲς ἄμποτες νὰ κατατάξει ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἐν ταῖς τῶν δικαίων αὐτοῦ σκηναῖς, καὶ ἡμᾶς ἐλεήσαι, ὡς μόνος ἀθάνατος. Ἀμήν.


Ταῖς τῶν προαναπαυσαμένων ψυχὰς ἐν ταῖς τῶν δικαίων σου σκηναῖς κατάταξον, Δέσποτα Χριστέ, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος ἀθάνατος. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 371-377. (Ἐπιμέλεια κειμένου, ἡ φραστικὴ διασκευή, τὰ ἔντονα στοιχεῖα καὶ οἱ ὑποσημειώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

1. Ἀλλήλους: ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

2. Ἑβρ. ια΄ 40.

3. Ἐκτρίβονται: κατασυντρίβονται, καταστρέφονται.

4. Λουκ. ιβ΄ 6.

5. Α΄ Κορ. ια΄ 30.

6. Ψαλμ. ρα΄ 25.

7. Ψαλμ. λη΄ 6.

8. Πρβλ. Ἔξοδ. κ΄ 12, καὶ Σοφ. Σειρ. γ΄ 6.

9. Ἐκκλ. ζ΄ 17.

10. Πρβλ. Ἰὼβ μβ΄ 7, 8.

 


Ἀπολυτίκιον Νεκρώσιμον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

 βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν, καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων, μόνε Δημιουργέ, ἀνάπαυσον Κύριε τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου ἐν σοὶ γὰρ τὴν ἐλπίδα ἀνέθεντο, τῷ Ποιητῇ καὶ πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

 

Θεοτοκίον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

Σὲ καὶ τεῖχος καὶ λιμένα ἔχομεν, καὶ πρέσβυν εὐπρόσδεκτον, πρὸς ὃν ἔτεκες Θεόν, Θεοτόκε Ἀνύμφευτε, τῶν πιστῶν ἡ σωτηρία.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον Χριστέ, τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.