Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Οἱ ἅγιοι 40 Μάρτυρες

 


Οἱ ἅγιοι 40 Μάρτυρες

 


   ταν ἡ ἐποχὴ ποὺ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσα σὲ ξίφη καὶ φλόγες, σὲ θηρία καὶ μαρτύρια καὶ ἄλλα ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, προχωροῦσε σὰν φλόγα κι αὐτὸ ἄϋλη καὶ θεία κι ἄναψε στὶς ψυχὲς τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ κατέτρωγε σὰν φωτιὰ ἀνίκητη τὸν ἁμαρτωλὸ τῆς εἰδωλολατρείας κόσμο.

   Ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα. Ὁ Λικίνιος, ἀντίπαλος τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, εἶχε κηρύξει νέο διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν. Ἕνα τάγμα βάδιζε κατὰ τὸν Πόντο γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ στὸν διωγμὸ τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως καὶ μέσα στὸν εἰδωλολατρικὸ στρατὸ εἶχε ἔλθει ἡ φωτιὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Φωτιὰ γιὰ νὰ φωτίσει, γιὰ νὰ θερμάνει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κατακαύσει τὴν παρανομία. Σαράντα ἀπ’ τοὺς στρατιῶτες, οἱ καλλίτεροι ἤτανε Χριστιανοί. Ὁ Ἔπαρχος τῆς Καππαδοκίας Ἀγρικόλας, τρόμαξε ὅταν τοῦ ἔφεραν τὴν εἴδηση. Τοὺς φώναξε κοντά του, τοὺς ἐπαίνεσε, τοὺς ὑπενθύμισε πὼς ἦταν οἱ καλλίτεροι στὸ τάγμα καὶ πὼς δὲν πίστευε πὼς ἦταν ἀλήθεια ὅτι πίστευσαν τὴν Χριστιανικὴ θρησκεία. Τοὺς παρεκάλεσε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα γιὰ νὰ δεῖ ὁ κόσμος πὼς ἦταν ψέμματα καὶ διαδόσεις ὅσα λεγότανε γι’ αὐτούς.

   «Εὐχαριστοῦμε γιὰ τὰ λόγια σου», εἶπε ἐκ μέρους ὅλων ὁ Κάνδιδος, ὁ πρῶτος τῆς ὁμάδας. «Ἂν εἴμαστε ἀνδρεῖοι στρατιῶτες, ἂν πειθαρχοῦμε στὶς διαταγὲς τοῦ Βασιλέως, αὐτὸ εἶναι καθῆκον μας. Ἂν εἴμαστε Χριστιανοὶ εἶναι δικαίωμα μας. Μήπως πειράζουμε κανένα μὲ τὴν πίστη μας; Γιατί δὲν θέλετε νὰ εἴμαστε Χριστιανοί, ἀφοῦ ἡ πίστη μας μᾶς κάνει τίμιους καὶ πειθαρχικούς, καλοὺς πολίτες καὶ ἀνδρείους στρατιῶτες;».

   Ὁ Ἀγρικόλας τοὺς ἐξύβρισε τότε καὶ τοὺς ἔκλεισε στὴν φυλακή. Τοὺς ἔδωκε μιᾶς ἡμέρας προθεσμία νὰ σκεφθοῦν, νὰ ἀλλάξουν γνώμη καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

   Καὶ οἱ σαράντα τώρα βρίσκονται στὴν φυλακή. Εἶναι γονατιστοὶ ὅλοι καὶ προσεύχονται: «Κύριε, λένε, ὅπως ὑπηρετοῦμε στὴν γῆ σὰν στρατιῶτες, ἕνα θέλουμε ἀξίωμά μας, νὰ ὑπηρετήσουμε καὶ σένα ἔστω κι ἂν ἀντιμετωπίσουμε τὸν θάνατο».

   Ἡ προσευχή τους κράτησε ὡς τὰ μεσάνυχτα. Καὶ μιὰ στιγμὴ ποὺ γέμιζαν ψαλμωδία τὴν φυλακή, ἕνα φῶς ἔλαμψε μπροστά τους καὶ στὸ φῶς φάνηκε ὁ Χριστὸς ποὺ τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε: «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται».

   Ἡ πίστη καὶ ἡ προσευχή τους ἔγινε πιὸ θερμή, πιὸ σταθερὴ μὲ τὸ ὅραμα αὐτό. Ὄχι μόνο ὁ Ἀγρικόλας, ἀλλὰ καὶ ὁ Λυσίας, ἔμπιστος στρατηγὸς τοῦ Λικινίου ποὺ ἦρθε τότε στὴν Σεβάστεια, ἔχασε τὰ λόγια του παρακαλῶντας τους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

   Ἑπτὰ ἡμέρες ἀκόμα ἔμειναν στὴν φυλακή. Τὴν ὀγδόη ἡμέρα τοὺς παρουσίασαν μπροστὰ στὰ πλήθη τῶν ἀπίστων. Τοὺς μίλησε καὶ πάλι ὁ Λυσίας. Τοὺς εἶπε πὼς σὰν στρατιῶτες ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπακούσουν τὴν βασιλικὴ διαταγή. Στὰ λόγια του ἕνας ἀπὸ μέρους ὅλων εἶπε:

   «Ἡ ὑπακοὴ στὸν Βασιλέα παύει ὅπου τελειώνει ἡ δικαιοδοσία του καὶ ὅπου ἀρχίζει τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα. Στὸ ζήτημα αὐτὸ τῆς πίστεώς μας, στὸν Θεὸ θὰ πειθαρχήσουμε καὶ ὄχι σὲ ἀνθρώπους. Πρέπει καὶ σεῖς νὰ μάθετε ὅτι τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι Θεοί. Ὅτι αὐτὴ ἡ ψεύτικη πίστη τῶν εἰδώλων ποὺ ἀποκτηνώνει τοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὁδηγήσει καὶ τὸ κράτος στὴν καταστροφὴ καὶ ὄχι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἱκανὴ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ αἰσθήματα θηρίων νὰ μετατρέψει σὲ Ἁγίους». Δὲν ἀπήντησε ὁ Λυσίας. Δὲν δεχότανε νὰ τὸν διδάξουν ἁπλοὶ Χριστιανοὶ καὶ καταδιωκόμενοι στρατιῶτες. Ἔδωσε τὴν διαταγὴ νὰ θανατωθοῦν τὴν ἴδια νύχτα μὲ ἕνα φρικτὸ μαρτυρικὸ θάνατο.

   Ἦταν μιὰ παγερὴ νύχτα ποὺ ὁλόκληρη ἡ λίμνη τῆς Σεβάστειας ἦταν παγωμένη. Ἐκεῖ διέταξε νὰ τοὺς ρίξουν γυμνοὺς γιὰ νὰ πεθάνουν ἀπ’ τὸ κρῦο. Καὶ οἱ σαράντα νέοι μόλις ἄκουσαν τὴν διαταγὴ μόνοι τους ἔτρεξαν στὴν λίμνη λέγοντας: «Εἴμεθα Χριστιανοί». Ἦταν ἕνα φοβερὸ μαρτύριο. Τὸ αἷμα προσπαθοῦσε νὰ γυρίσει στὶς φλέβες μισοπαγωμένο. Φοβεροὶ σπασμοὶ τράνταζαν τὰ σώματά τους. Πόνοι δυνατοὶ τοὺς σούβλιζαν στὴν καρδιά. Κι αὐτοὶ προσεύχονταν κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Δριμὺς ὁ χειμών, γλυκὺς ὁ παράδεισος. Γιὰ μιὰ νύχτα πόνου θὰ κερδήσουμε μιὰ αἰωνιότητα χαρᾶς. Τόσοι καὶ τόσοι θυσιάζονται γιὰ ἕναν ἐπίγειο Βασιλέα. Ἂς δώσουμε κι ἐμεῖς τὴν ζωή μας γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ἐξάπαντος μιὰ μέρα θὰ ἀποθάνουμε».

   Ἔξω ἀπ’ τὴν λίμνη εἶχαν ἀνάψει προκλητικὰ μιὰ μεγάλη φωτιὰ οἱ ἄπιστοι καὶ κάθε τόσο φώναζαν τοὺς μάρτυρες νὰ βλασφημήσουν τὴν θρησκεία τους καὶ νἄρθουν στὴν φωτιὰ νὰ ζεσταθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν. Ἕνα λουτρὸ ἦταν ἐκεῖ κοντὰ ζεστὸ ποὺ θὰ δεχότανε ὅποιον μετάνοιωνε. Ἕνας μονάχα λιποψύχησε καὶ θέλησε νὰ ἔρθει στὴν φωτιά. Κείνη τὴν ὥρα ἕνας φύλακας ἀπ’ τοὺς ἀπίστους, ὁ Ἀγλάϊος εἶδε ἕνα Θεοῦ ὅραμα: Ἕνας ἄγγελος σὰν νὰ κατέβηκε καὶ μοίρασε στεφάνια στὸν κάθε μάρτυρα. Μόνο σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἔδωκε. Ἀλήθεια αὐτὸς ποὺ λιποψύχησε ἔτρεξε μὲ ὅση δύναμη εἶχε στὴν φωτιά. Ἀρνήθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ἡ ἀπότομη ζεστασιὰ τοῦ λουτροῦ ἀπ’ τὴν παγωνιὰ τῆς λίμνης τὸν ὁδήγησαν πρωτήτερα στὸν θάνατο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ φύλακας ποὺ εἶχε δεῖ τὸ ὅραμα ἔτρεξε μέσα στὴν λίμνη φωνάζοντας: «Εἶμαι Χριστιανός». Ἔτσι ἔγιναν πάλι 40.

   Τὸ πρωῒ πτώματα ποὺ ξεψυχοῦσαν φαινότανε πάνω στὴν λίμνη. Ὁ διοικητής, ὅταν μαζί τους εἶδε τὸν Ἀγλάϊο ἔφριξε ἀπ’ τὸν θυμό του. Διέταξε ἔτσι μισοπεθαμένους νὰ τοὺς ρίξουν στὴν φωτιά. Ἕνας μόνο ἀπ’ αὐτοὺς ὁ μικρότερος ὁ Μελίτων, εἶχε τὶς αἰσθήσεις του. Ἔτρεξε ἡ μάνα του κοντά του. Ὅταν εἶδε τὰ πτώματα τῶν φίλων του νὰ ρίχνωνται στὴν φωτιὰ παρακάλεσε τὴν μάνα του νὰ τὸν στείλει μιὰ ὥρα γρηγορώτερα κοντά τους. Κι αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, μὲ ἄλλους δυὸ χριστιανοὺς ἔσφιξε τὴν καρδιά της γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ συγκίνηση ἀνείπωτη ἔρριξε τὸ παιδί της στὴν φωτιά, θυσία καὶ θυμίαμα εὐπρόσδεκτο στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.


Ταῖς Αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


   [Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 122-125. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὴ φραστικὴ διασκευή, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]