Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Ἡ ἔνδον ἐλευθερία




Ἡ ἔνδον ἐλευθερία

 

Ξένος, φτωχὸς καὶ ἄρρωστος, τρία κακὰ μεγάλα

μὰ καὶ ἀκόμα πιὸ βαρειά, ναὶ πιὸ βαρειὰ εἶν’ ἄλλα.

Εἶν’ ὁ χαμὸς τῆς λευτεριᾶς, εἶν’ ἡ σκλαβιὰ ἡ μαύρη

ἄ, τῆς χαμένης λευτεριᾶς ὁ πόθος φωτιὰ λαύρη.

Καὶ ποιὸς ἀπὸ τὴ λευτεριὰ πιὸ γλυκὺ ξέρει πρᾶμα

καὶ τί γιὰ νὰ τὴν ξαναβρῇς δὲ θἄκανες σὺ τάμα;

Εἶν’ τῆς χαμένης λευτεριᾶς μεγάλο τὸ μαράζι

καὶ ποιὸς γιὰ τέτοια ἀπώλεια θἄλεγε «δὲν πειράζει;».

Μ’ ἀσύγκριτα βαρύτερη τοῦ νοῦ εἶν’ ἡ δουλεία

’κεῖ πιὰ γίνετ’ ὁ ἄνθρωπος παθῶν, δαιμόνων λεία.

Ἆ! τῶν φρενῶν ἡ ζόφωσις, τ’ ἀνείπωτο αὐτὸ σκότος!

ἀπ’ ὅλους τοὺς πικροὺς καϋμούς, νὰ ὁ καϋμὸς ὁ πρῶτος.

Φαρμάκια, βάσανοι, δεινά, κάθε λογῆς ὀδύνη,

μικραίνουν κι’ ἀλαφρώνουνε, ’μπρὸς στὴν ὀδύνη ἐκείνη.

Φθορὰ φρενῶν κι’ ἀλλοίωσις καὶ ἔκστασις καὶ πλάνη

νὰ στὸ σκοπό του ὁ πονηρὸς μὲ τί ὄχημα φθάνει.

- Ὅταν στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ καθήσῃ τὸ σκοτάδι

ἐμπῆκες ἀπ’ τὴ γῆ αὐτὴ στὴν κόλασι, στὸν Ἅδη.

Αἰχμαλωσία νοῦ, καρδιᾶς, αὐτὴ εἶν’ σκλαβιὰ ἀλήθεια

ἀλλοῖ, ποιὸς τὲτοιο αἰχμάλωτο κλείνει μέσα στὰ στήθεια.

«Δεινὴ» «ἡ αἰχμαλωσία» αὐτὴ καὶ εἶναι κι’ ἀπεκλήθη,

μὲ τέτοια ἀόρατα δεσμά, πόσα στενάζουν πλήθη!

Καὶ ποιὸς θὰ πῇ ἐλεύθερη καρδιὰ καὶ νοῦ πὼς φέρει

τὰ κρύφια του ἕκαστος καὶ ὁ Θεὸς τὰ ξέρει.

Καθένας στὰ δεσμὰ αὐτὰ νὰ κλαίῃ δὲν θὰ παύσῃ

ἂν τὸν βαρὺν του τὸν ζυγόν, χεὶρ ἄμαχος δὲν θραύσῃ.

Καὶ τότε ἐκ τῶν ἐγκάτων του κραυγὴν χαρᾶς θὰ ρήξῃ

σὰν νοιώσῃ ἐντός του ἐλεύθερος καὶ βρῇ τῶν πόνων λῆξι.

Τὴν ἔρρηξ’ αὐτὴν τὴν κραυγήν, κάποια ψυχὴ μεγάλη

μὰ κι’ ἀπειράρριθμος σειρὰ μετὰ ἀπὸ ’κεῖνον ἄλλοι.

«Τίς ἐκ τοῦ σώματος ἐμὲ ρύσεται τοῦ θανάτου»1

ὅπερ ἀνθέλκον κατασπᾷ εἰς Ἂδου κατωτάτου;

Μὲ ἠλευθέρωσ’ ὁ Θεὸς διὰ Χριστοῦ Κυρίου

καὶ ἔδωκέ μοι λύτρωσιν, χαρὰν ἄνευ ὁρίου.

«Εὐχαριστῶ» ὁλοζώντανο στοὺς οὐρανοὺς ὑψώνει

«διὰ Χριστοῦ» ποὺ μόνο Αὐτὸς ξέρει νὰ ἐλευθερώνῃ.

«Πάθη», «προλήψεις» καὶ δεσμά, σύγχυσις, ἀθυμία2

νὰ ἡ φρικτὴ ἡ συμφορά, καὶ σἂν κι’ αὐτὴ καμμία.

- Χριστέ μου ἀπ’ τὴν κατάπικρη σῶσε μ’ αὐτὴ δουλεία

πλάνης, δαιμόνων καὶ παθῶν ἂς μὴ γινῶ ἡ λεία.

Ἀπ’ τὸν ὠμὸ τὸν τύραννο, θεριὸ τὸ ψυχοβόρο

δὲν θἄβρω μόνος μου ποτὲ νὰ διαφύγω πόρο.

Μέρα καὶ νύχτα στὸ ζητῶ σὲ κάθε προσευχή μου

στὸ δίχτυο τοῦ πονηροῦ ἂς μή ’μπλεχθῇ ἡ ψυχή μου.

Τὴν ἰδικήν σου ἐλευθεριὰ ζητάει ἡ φαύλη φύσις,

Σὺ θρόνιασέ την, Κύριε, στὸ νοῦ, καρδιὰ κι’ αἰσθήσεις.

Αὐτὴ εἶν’ τοῦ ἁγιασμοῦ τὸ ὑπέργειο τὸ δῶρο

ποὺ μόνο ἀπ’ τοῦ οὐρανοῦ κατέρχεται τὸν χῶρο.

- Ἂν γιὰ τῆς γῆς τὴ λευτεριὰ ἔπραξαν κι’ εἶπαν τόσα,

γιὰ τ’ οὐρανοῦ τὴ λευτεριὰ νὰ κάνουν πρέπει πόσα;

- Πλήν, εἴπαμε, ὅσο κι’ ἂν γι’ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος μοχθήσῃ

δὲν θὰ τὴ νοιώσῃ ἂν Αὐτὸς δὲν στέρξῃ νὰ χαρίσῃ.

 


1. Ρωμ. ζ΄ 24.

2. Ἡ λέξις δεσμὰ ἀντὶ τῆς «αἰχμαλωσίας». Αἱ λέξεις πάθος, πρόληψις, αἰχμαλωσία, σύγχυσις μὲ τὴν σημασίαν, ἣν ἔχουν παρὰ τοῖς νηπτικοῖς. Ὅρα Ἀλφαβηταλφάβητον Ὁσίου Μελετίου τοῦ Νέου.

 

Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1973, σελ. 20, 21.)