Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης




Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Φωτὸς λαμπρὸν κήρυκα νῦν ὄντως μέγαν,

Πηγὴ φάους ἄδυτον ἄγει πρὸς φέγγος.


   Τοῦτος ὁ ἀληθινὰ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ υἱὸς τοῦ θείου καὶ ἀνεσπέρου φωτός, καὶ θαυμάσιος ὑπηρέτης καὶ λειτουργὸς τῶν θείων, πατρίδα μὲν γνώρισε τὴν Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, γονεῖς δὲ εἶχε περιφανεῖς κι’ ἐνδόξους, ὄχι μόνο στὸν ἐξωτερικὸ καὶ φαινόμενο ἄνθρωπο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο καὶ στὸν μὴ ὁρώμενο, δηλαδὴ στὴν ψυχή. Ἐπειδὴ ἦσαν ὄχι μόνο εὐσεβεῖς στὰ θεῖα, ἀλλὰ καὶ ζωὴ περνοῦσαν εὐαγγελικὴ καὶ ἁγία κι ὁμολογουμένως ὁ πατέρας του μὲ σημεῖα ἁγιότητος τελείωσε τὴν ζωή του. Ἐπειδὴ γνωρίζοντας πὼς ἔφθασε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, φρόντισε κι’ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, καὶ ἀπὸ Κωνσταντῖνος μετονομάσθηκε Κωνστάντιος, παραδίδοντας τὰ παιδιά του στὴν κραταιὰ προστασία τῆς Θεοτόκου, καὶ αὐτὴν μόνη κατέστησε ἐπίτροπο πάνω σὲ αὐτά, παρατρέχοντας τοὺς βασιλεῖς καὶ μεγιστάνες τοῦ παλατιοῦ, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἐξίσου εἶχαν πρὸς αὐτὸν ἄκρα ἀγάπη κ’ εὐλάβεια καὶ τὸν ὀνόμαζαν Θεοῦ ἄνθρωπο.

   Ἦταν τότε ὁ Γρηγόριος πολὺ ἁπαλὸς καὶ τρυφερὸς τὴν ἡλικία, δηλαδὴ ἑπτὰ χρονῶν, καὶ ἡ μητέρα του τὸν παρέδωκε στὰ σχολεῖα νὰ διδαχθεῖ τὴν ἔξω σοφία· ὁ ὁποῖος κοντὰ στὴν εὐφυΐα, μὲ τὴν ὁποία τὸν πλούτισε ἡ φύση, βάζοντας κ’ ἐπιμέλεια καὶ κόπους ἀδιάκοπους, σὲ λίγο διάστημα καιροῦ σύναξε στὸν ἑαυτό του κάθε λογῆς ἐπιστήμη καὶ μάθηση, ὥστε φθάνοντας τοὺς εἴκοσι χρόνους ζηλευτὸς καὶ θαυμάσιος ἀναγνωριζόταν, ὄχι μόνο ἀπ’ τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀμαθεῖς ἀλλὰ καὶ ἀπ’ τοὺς μεγάλους καὶ σοφούς. Γιὰ τὴν ὁποία προκοπή του ἐζητεῖτο ἀπ’ ὅλους, κι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς γύρευε νὰ τὸν τραβήξει στὰ βασίλεια, νὰ τὸν ἔχει πλησίον του. Αὐτὸς ὅμως, ὡς ἀληθινὰ φρόνιμος καὶ συνετὸς σὲ ἄλλα ὑψηλότερα ἔστρεψε τὸν νοῦ του, στοχαζόμενος τοῦτα τὰ ἐπίγεια ὡς χαμαίζηλα καὶ ὀνείρων ἀπατηλότερα, καὶ ζητοῦσε ν’ ἀνεβεῖ στὸν Θεό, τὸν αἴτιο καὶ χορηγὸ τῆς ἀληθινῆς σοφίας, τὸ ὁποῖο ἀλλιῶς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ πετύχει πάρεξ μὲ τὸ ν’ ἀφιερώσει σὲ Αὐτὸν τὸν Θεὸ ὅλο τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ζήσει βίο τελειότερο, δηλαδὴ ἀσκητικώτερο.

   Καί λοιπόν, φανερώνει τοῦτον τὸν θεοφιλῆ σκοπὸ στὴν μητέρα του κι ὅτι ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἔτρεφε τὸν πόθο τοῦτον καὶ τὸν διάπυρο ἔρωτα γιὰ τὸν Χριστό· καὶ τὴν βρίσκει σύμφωνη, διότι πρὸ πολλοῦ κ’ ἐκείνη τὰ ἴδια σκεφτόταν καὶ σ’ αὐτὰ ἀρεσκόταν. Παρευθὺς ἡ μητέρα κράζει κοντά της καὶ τ’ ἄλλα της παιδιὰ καὶ φανερώνει πρὸς αὐτοὺς τὸν σκοπὸ τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ τους, καὶ τοὺς δοκιμάζει, σὰν τί λογῆς γνώμη ἔχουν κι αὐτοὶ πρὸς τὰ καλά. Κι ὁμοίως κ’ ἐκεῖνος μεταχειριζόμενος πρὸς αὐτοὺς κάποιες παραινέσεις καὶ παρακινήσεις πρὸς τὰ καλά, τὸ γρηγορώτερο τοὺς κατέπεισε ὅλους, καὶ ὅλοι φάνηκαν πρόθυμοι στὸν ἴδιο πόθο γιὰ τὴν τοῦ κόσμου ἀποφυγή. Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ διαμοίρασαν εὐαγγελικῶς τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχούς, καὶ ἄφησαν τὴν βασιλικὴ ἀγάπη καὶ τὶς τιμὲς καὶ τοὺς κρότους τοῦ κόσμου, μ’ ὅλη τους τὴν προθυμία ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Καὶ τὴν μὲν μητέρα καὶ τὶς ἀδελφὲς ἔβαλε σὲ γυναικεῖο μοναστῆρι, τοὺς δὲ δύο ἀδελφούς, πῆρε μαζί του καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἤτοι στὸν Ἄθωνα. Ἀλλὰ τοὺς ἀδελφοὺς κατὰ τὸ παρὸν τοὺς ἔπεισε νὰ μένουν σ’ ἄλλες μονές, ἴσως γιατὶ ὁ καιρὸς δὲν τὸ συγχωροῦσε (ἐπέτρεπε) νὰ μείνουν ἀντάμα καὶ οἱ τρεῖς. Αὐτὸς μπῆκε στὴν ὑποταγὴ ἑνὸς θαυμάσιου ἄνδρα, τοῦ Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ἡσυχαστικὰ μόνος μὲ τὸν Θεό, κοντὰ στὴν Ἱερὰ μονὴ τοῦ Βατοπεδίου· ἀπ’ τὸν ὁποῖον διδάχθηκε κάθε ἀρετὴ μὲ τὰ ἔργα ἐν ταπεινώσει ψυχῆς, καὶ ἐκεῖ δέχθηκε μὲ μυστικὴ ἀποκάλυψη τὴν ἀντίληψη τῆς Πανάγνου Θεοτόκου καὶ πρὸς πάντα ἄμαχον βοήθεια.

   Κι ὅταν τελεύτησε ὁ ὅσιος γέροντάς του, ἔρχεται στὴν περίφημη Λαύρα· ἀφοῦ δὲ διέτριψε κι ἐκεῖ λίγα χρόνια μὲ σπουδὴ μεγάλη καὶ φρόνημα γεροντικό, ὕστερα ἀναχωρεῖ καὶ ἀπὸ κεῖ κι’ ἀσπάζεται τὴν ἐρημία. Προσθέτοντας πάντοτε πόθο στὸν πόθο, κ’ ἐπιθυμῶντας πάντοτε νὰ συζεῖ μὲ τὸν Θεό, ἔδωκε τὸν ἑαυτό του σὲ ἄκρα σκληραγωγία, καὶ τὶς μὲν αἰσθήσεις μὲ προσοχὴ μεγάλη ἀπὸ κάθε μέρος συμμάζωξε, μεταχειριζόμενος κάθε καιρὸ προσευχῆς ὡς ἀφορμὴ καὶ μελέτη τῶν θείων, καὶ τὴν ζωή του ὅλη ἄριστα κι’ ἐξαίρετα παιδαγωγήσας, νίκησε κατὰ κράτος τοὺς πολέμους τῶν δαιμόνων μὲ τὴν θεία βοήθεια. Καὶ μὲ τὶς ὁλονύκτιες στάσεις, καὶ μὲ τὶς πηγὲς τῶν δακρύων του, καθαρίζοντας τελείως τὴν ψυχή του, σκεῦος ἐκλεκτὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐχρημάτισε καὶ θεοφάνειες εἶδε πολλές. Καὶ τὸ θαυμασιώτερο εἶναι, ὅτι ἀπ’ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἰσμαηλιτῶν, ποὺ τότε ἔκαμαν στ’ Ἅγιον Ὄρος, ἀναγκάσθηκε ν’ ἀφήσει τὴν ἡσυχία του καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ν’ ἀνακατώνεται μέσα σὲ κάποιες πόλεις, ἀλλ’ ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια τῆς πολιτείας (ζωῆς) του παντελῶς δὲν ξέκοπτε.

   Ἀφοῦ λοιπόν, καθάρισε γιὰ πολλὰ χρόνια, τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ μὲ ὅλη τὴν τελειότητα, -κατὰ θεία νεύση-, δέχθηκε καὶ τὸ μέγα τῆς Ἱερωσύνης χάρισμα κι’ ἐπιτελοῦσε τὴν Ἱερὰ Μυσταγωγία ὡς ἕνας ἄϋλος, καὶ τρόπον τινά σὰν νὰ ἔβγαινε ἔξω ἀπ’ τὸν ἑαυτό του, ὥστε ποὺ καὶ μόνο φαινόμενος προξενοῦσε κατάνυξη στὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ τὸν ἔβλεπαν νὰ λειτουργεῖ· καὶ γιὰ νὰ πῶ σύντομα, στ’ ἀλήθεια ἦταν μέγας, καὶ ἀπ’ ὅσους ζοῦσαν κατὰ Θεὸν ἀνεγνωρίζετο πνευματοφόρος. Κ’ ἐγνωρίζετο πὼς ἦταν τέτοιας ἀρετῆς ἀκόμα κι ἀπὸ κείνους ποὺ βλέπουν μόνο τὰ φαινόμενα, ἐπειδὴ ἔλαβε κ’ εἶχε ἐξουσία καὶ δύναμη κατὰ τῶν δαιμόνων, κ’ ἐλευθέρωνε ἀπ’ τὶς δικές τους ἀπάτες καὶ μηχανές, τοὺς αἰχμαλωτισθέντες, κι ἀκόμα ἐγνωρίζετο ὅτι ἦταν πνευματοφόρος, ἐπειδὴ τὰ πρώην ἄκαρπα δένδρα σ’ εὐκαρπία μετέβαλλε, καὶ τὰ μέλλοντα πρόβλεπε καὶ τὰ προέλεγε, κι ἁπλῶς ἦταν στολισμένος καὶ μὲ ὅλα τ’ ἄλλα χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Θείου Πνεύματος.

   Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ νὰ ἐνεργεῖ κάποιος τὴν ἀρετή, στέκει στὴν δική μας ἐξουσία, δηλαδὴ στὸ δικό μας αὐτεξούσιο, τὸ νὰ πέσει κάποιος ὅμως σὲ πειρασμοὺς δὲν κρέμεται ἀπ’ τὴν ἐξουσία μας, καὶ χωρὶς πειρασμοὺς ὁ ἄνθρωπος τέλειος δὲν γίνεται οὔτε φανερώνεται ἡ πίστη ποὺ ἔχει πρὸς τὸν Θεὸ (διότι, καθὼς λέγουν οἱ σοφοί, τὰ θεῖα, ὅταν ἡ πράξη καὶ τὰ παθήματα, καλῶς ἀνταμωθοῦν, τότε γίνεται τέλειος ὁ κατὰ Θεὸν ἄνθρωπος) διὰ τοῦτο καὶ ὁ μέγας τοῦτος Γρηγόριος ἐπετράπη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ πέσει σὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους πειρασμούς, γιὰ νὰ φανεῖ ὄντως σὲ ὅλα τέλειος. Καὶ λοιπόν, τὰ μετὰ ταῦτα ποιὸς νοῦς μπορεῖ νὰ κατανοήσει; Ποιὸς λόγος δύναται νὰ φανερώσει τὶς μηχανὲς τοῦ δεινοῦ πολεμήτορος, τὶς μεγαλύτερες ἀπ’ τὶς πρῶτες, καὶ τὶς διαβολὲς καὶ συκοφαντίες τῶν νέων θεομάχων, κι ὅσα κακὰ καὶ θλίψεις ἀπὸ κάθε μέρος ἔπαθε ἀπ’ αὐτὲς εἰκοσιτρία ὁλόκληρα χρόνια; Διότι τὸ ἰταλικὸ θηρίο, ὁ κακὸς Βαρλαάμ, ποὺ γιὰ κακὸ τῶν Ῥωμαίων ἦλθε ’κεῖνες τὶς ἡμέρες ἀπὸ τὴν Καλαβρία, ὑπερηφανευόμενος γιὰ τὴν ἔξω (θύραθεν, κοσμικὴ) σοφία, καὶ φανταζόμενος μὲ τὴν ματαιότητα τῶν λογισμῶν του πὼς ξέρει τὰ πάντα, σήκωσε κακὸ πόλεμο κατὰ τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας κι ὅλων ἐκείνων ποὺ τὴν κρατοῦσαν ἀπαρασάλευτα. Ἐπειδὴ τὴν κοινὴ χάρη τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος καὶ τὸ φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ οἱ δίκαιοι ἔχουν νὰ λάμψουν ὡς ὁ ἥλιος, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προλαβὼν (προληπτικῶς) τὸ ἔδειξε στὸν ἑαυτό του ἐπάνω στὸ ὄρος, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πᾶσα δύναμη καὶ ἐνέργεια τῆς τρισυποστάτου Θεότητος, κι’ ὁτιδήποτε ἀπὸ τὴν θεία οὐσία εἶναι διαφορετικό, (ὁ Βαρλαὰμ) φρενοβλαβῶς δογμάτισε πὼς εἶναι κτιστό, κ’ ἐκείνους ποὺ φρονοῦσαν κι ἔλεγαν πὼς εἶναι ἄκτιστο ἐκεῖνο τὸ θειότατο φῶς καὶ πᾶσα δύναμη κι ἐνέργεια, ὅπως κανένα ἀπὸ τὰ θεῖα προσόντα φυσικῶς δὲν εἶναι ὑστερογενές, καὶ μὲ λόγους καὶ συγγράμματα, τοὺς ὀνόμαζε διθεΐτες καὶ πολύθεους, καθὼς οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ὁ Σαβέλλιος καὶ ὁ Ἄρειος ὀνομάζουν ἐμᾶς.

   Γι’ αὐτὰ λοιπὸν ὁ θεῖος Γρηγόριος, ὡς ὑπέρμαχος τῆς εὐσεβείας καὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ὑπὲρ αὐτῆς πολεμῶντας, κλήθηκε ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία στὴν Κωνσταντινούπολη. Διότι ὁ δυσσεβὴς Βαρλαὰμ μὴ ὑποφέροντας στὴν Θεσσαλονίκη τοὺς ἐλέγχους τοῦ σοφοῦ Γρηγορίου, ἀνεβαίνοντας στὴν Βασιλεύουσα ἔπλασε συκοφαντίες κατ’ αὐτοῦ πολλὲς καὶ φοβερές, ὀνομάζοντάς τον διθεΐτη καὶ πολύθεο κι ἄλλα ὁμοίως ἀτοπώτατα. Ἐκλήθη λοιπὸν ὡς ὑπεύθυνος ὁ ἀθωότατος κ’ εὐσεβέστατος, καὶ βασιλεύοντος Ἀνδρονίκου τοῦ Δ΄ τῶν Παλαιολόγων καὶ θερμοῦ προστάτου τῆς εὐσεβείας, συγκροτήθηκε Ἱερὰ Σύνοδος, στὴν ὁποία ὁ Βαρλαὰμ ἦλθε καὶ παρουσιάσθηκαν τὰ κακόδοξά του δόγματα, καὶ οἱ κατηγορίες κατὰ τῶν εὐσεβῶν. Ἀλλὰ μὲ θεῖο Πνεῦμα κινηθεὶς ὁ μέγας Γρηγόριος καὶ λαμβάνοντας ἄνωθεν ἄμαχον δύναμη, ἔφραξε τὸ στόμα ἐκεῖνο ποὺ ἀνοίχθηκε κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του, καὶ κατήσχυνε τελείως τὸν ὑπερήφανο Βαρλαάμ, καὶ μὲ πύρινους λόγους καὶ συγγράμματα κατατέφρωσε τὶς φρυγανώδεις αἱρέσεις του. Διὰ τοῦτο καὶ μὴ μπορῶντας νὰ ὑπομείνει τὴν καταισχύνη ποὺ ἔπαθε ὁ πολέμιος τῆς εὐσεβείας, ἔφυγε στοὺς Λατίνους, ἀπ’ τοὺς ὁποίους καὶ ἦλθε. Διάδοχος τοῦ Βαρλαὰμ στάθηκε κάποιος Γρηγόριος ἐπονομαζόμενος Ἀκίνδυνος, καὶ μ’ ὅλον ποὺ ἦταν πρότερον φίλος τοῦ θείου Γρηγορίου· ἀλλὰ καὶ τὸν Ἀκίνδυνο, παρ’ ὅλο ποὺ ἀποσκεπαστὰ φρονοῦσε τὰ τοῦ αἱρεσιάρχη Βαρλαάμ, καὶ τοῦτον, λέγω, συνοδικῶς τὸν ἀποκάλυψε Βαρλααμίτη, καὶ τὰ συγγράμματά του μὲ λόγους ἀντιρρητικοὺς τὰ διέσπασε καὶ σὰν τὰ ὑφάσματα τῆς ἀράχνης τὰ διέλυσε. Γι’ αὐτὸ κι ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου, ὕστερα ἔγινε ἐχθρὸς πικρὸς καὶ ἄσπονδος.

   Διὰ ταῦτα καὶ ἀπὸ σφοδρὴ παρακίνηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ βία τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τοῦ Καντακουζηνοῦ, καὶ πρωτύτερα καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους, στὴν θεία ψῆψο πεισθεὶς ὁ Γρηγόριος ἀναβιβάζεται στὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο καὶ γίνεται ἄξιος ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Θεσσαλονικέων. Γενόμενος ἀρχιερέας, δὲν στοχάσθηκε πὼς ἔλαβε ἐξουσία, γιὰ νὰ (παρα)δοθεῖ σὲ τρυφὲς (ἀπολαύσεις) κι ἀναπαύσεις, ἄπαγε, ἀλλὰ περισσότερους κόπους πρόσθεσε στοὺς κόπους, φροντίδες ἐπάνω στὶς φροντίδες ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀγῶνες ἔκαμε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, πολὺ περισσότερους καὶ μεγαλύτερους ἀπ’ τοὺς πρότερους. Ἐπειδὴ τοὺς κακοὺς διαδόχους τῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀνεφάνησαν, καὶ πολλοὶ καὶ χαλεποὶ καὶ κακῶν θηρίων γεννήματα, ὅλους ἐκείνους καὶ τὰ κατ’ αὐτῶν δόγματα καὶ συγγράμματα, ὄχι μία φορὰ ἢ δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ διὰ πολλῶν διαλέξεων, ὄχι ἐνώπιον ἑνὸς μόνου βασιλέως ἢ ἑνὸς μόνου πατριάρχου, ἀλλ’ ἐνώπιον τριῶν αὐτοκρατόρων, ποὺ βασίλευσαν ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου, κι’ ὁμοίως ἐνώπιον τριῶν πατριαρχῶν καὶ Συνόδων ὄχι λίγων, μὲ λόγους καὶ συγγράμματα θεόπνευστα, τὰ ἀνέτρεψε καὶ μέχρι τέλους κατὰ κράτος τοὺς νίκησε, ἂν καὶ μερικοὶ ἐξ αὐτῶν, μὴ συλλογιζόμενοι τὴν θεία δίκη, ἔμειναν ἀμετάβλητοι. Καὶ δὲν εἶναι παράξενο αὐτό, διότι κι ὅλων τῶν παλαιῶν αἱρέσεων μένουν καὶ μέχρι σήμερα κακὰ λείψανα (κατάλοιπα, ἀπομεινάρια), μὲ τὸ νὰ κινοῦν ἀκόλαστη γλῶσσα κατὰ τῶν θείων ἐκείνων ἀνδρῶν, ποὺ τοὺς κατατρόπωσαν, καὶ βεβαιώνει τὸν λόγο μου πρὸ πάντων τὸ πάντολμο τῶν Ἰουδαίων γένος, οἱ ὁποῖοι μέχρι καὶ τώρα ἔχουν τὴν λύσσα κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

   Τέτοια μὲν καὶ τόσα -μὲ βραχυλογία- στάθηκαν τὰ τρόπαια τοῦ μεγάλου Γρηγορίου κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν· ὁ δὲ Θεὸς ὅμως, μὲ τρόπους ἀπόρρητους, πέμπει τοῦτον διδάσκαλο καὶ στὴν Ἀνατολή. Καὶ τὶ λογῆς ἔγινε ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ εἶναι ἄξιο καὶ νὰ διηγηθοῦμε. Ἀπ’ τὴν Θεσσαλονίκη στάλθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρέσβης, γιὰ νὰ εἰρηνεύσει τοὺς βασιλεῖς, γαμπρὸ καὶ πεθερό, ποὺ μάχονταν ἀναμεταξύ τους· καὶ πηγαίνοντας κατὰ τὴν Καλλίπολη πιάσθηκε ἀπ’ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ φέρνεται αἰχμάλωτος στὴν Ἀνατολὴ καὶ κρατεῖται ἐκεῖ ὁλόκληρο χρόνο, καὶ σύρεται ἀπὸ τόπους σὲ τόπους κι ἀπὸ πόλεις σὲ πόλεις, καὶ ὡς τέλειος ἀθλητὴς καὶ διδάσκαλος διδάσκει ἄφοβα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅσους καλῶς στέκονταν περισσότερο τοὺς στερέωνε καὶ τοὺς παρακινοῦσε νὰ μένουν ἀκλόνητοι στὴν πίστη, ὅσους ὅμως ἦσαν κλονισμένοι καὶ πρόβαλλαν κάποιες ἀπορίες καὶ ζητήσεις γιὰ τὰ τότε γενόμενα, δηλαδὴ γιὰ τὴν παράδοξη προχώρηση καὶ πλατυσμὸ (ἐξάπλωση) τοῦ ἀσεβέστατου ἔθνους τῶν Ἀγαρηνῶν, μὲ σοφία Θεοῦ τοὺς ἐπιστήριζε δίνοντας ἀρκετὴ λύση καὶ θεραπεία σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν, ἀποροῦντες στὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ.

   Μὲ τοὺς ἄπιστους καὶ μ’ ἐκείνους ποὺ ἀθλίως ξεκόπηκαν ἀπ’ τοὺς Χριστιανοὺς κι ἔγιναν μ’ ἐκείνους ἕνα καὶ περιέπαιζαν (χλεύαζαν, περιγελοῦσαν) τὰ χριστιανικὰ δόγματα, μὲ παρρησία πολλάκις διαλεγόταν περὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας καὶ περὶ τῆς προσκυνήσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ τῶν σεβασμίων Εἰκόνων· κι’ ἐπιπλέον περὶ τοῦ Μωάμεθ καὶ περὶ ἄλλων πολλῶν ζητημάτων, ποὺ ἐκεῖνοι ἐπρόβαλλαν. Κι ἄλλοι μὲν τὸν θαύμαζαν, ἄλλοι δὲ κατ’ αὐτοῦ ἐμαίνοντο (ἐξοργίζονταν) καὶ χέρια σήκωναν, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ τὸν τελείωναν μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, ἂν ἴσως δὲν τοὺς ἐμπόδιζε ἡ ἐλπίδα τῆς ἐξαγορᾶς τοῦ ἀνδρός, (ἀφοῦ, ὅπως προείπαμε, ἦταν αἰχμάλωτος)· καὶ τοῦτο ἦταν οἰκονομία τῆς Θείας Πρόνοιας, γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε. Ἐλευθερώθηκε ἀπὸ κάποιους φιλόχριστους κ’ ἐπανέστρεψε στὴν ποίμνη του μάρτυρας ἀναίμακτος, καὶ κοντὰ στ’ ἄλλα του τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα χαρίσματα ποὺ εἶχε, κατακοσμήθηκε καὶ μὲ τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ δείξουμε καὶ κάποια ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐξαιρετικῶς τὸν χαρακτήριζαν, αὐτὰ εἶναι τὰ ἀκόλουθα: Μία ὑπερβολικὴ πραότητα, ὅταν ὁ λόγος δὲν ἦταν περὶ Θεοῦ καὶ τῶν Θείων, διότι τότε γινόταν πολὺ μαχητής· μία τέλεια ἀρνησικακία καὶ ἀνεξικακία· μία ἄκρα προθυμία, στὸ ν’ ἀνταμείβει, κατὰ τὸ δυνατόν, μὲ ἀγαθὰ ὅσους πρὸς αὐτὸν κατά τι φάνηκαν κακοί· μία στέρεη ἀποστροφὴ πρὸς τὶς κατηγορίες τῶν ἄλλων· μία μεγάλη καρτερία καὶ μεγαλοψυχία πρὸς τὰ ἐπερχόμενα δεινά· μία τέλεια ἀποστροφὴ πάσης ἡδονῆς καὶ κενοδοξίας· μία ἔσχατη εὐτέλεια καὶ ἀπεριττότητα σὲ ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος· καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα πάντοτε φαίνονταν καὶ ἦταν σύννους καὶ προσεκτικὸς καὶ ἀδιάχυτος, στὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσε, τὸ νὰ μὴν εἶναι σχεδὸν ποτὲ στεγνοὶ καὶ ἄδειοι οἱ ὀφθαλμοί του ἀπὸ δάκρυα, ἀλλὰ πάντα ἔρρεαν σὰν τὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων.

   Μὲ τέτοιο λοιπὸν τρόπο, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους ἀθλητικῶς ἀγωνισάμενος κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν δαιμόνων, κι ἀφοῦ ἔδιωξε μακρυὰ ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τοὺς αἱρετικούς, καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μὲ λόγους καὶ συγγράμματα κατελάμπρυνε, καὶ τρόπον τινά δι’ ὅλων αὐτῶν ἐπισφράγισε πᾶσα θεόπνευστη γραφή, ὥστε ἡ ζωὴ καὶ ὁ λόγος ἐκείνου, ἔγινε σὰν ἕνας ἐπίλογος καὶ σφραγίδα τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν Ἁγίων, στὴν ὑπερκόσμια μετατέθηκε ζωή, ἀφοῦ δεκατρεῖς χρόνους ποίμανε ἀποστολικῶς καὶ θεαρέστως τὸ λογικό του ποίμνιο κ’ ἔζησε χρόνους ἑξηντατρεῖς. Καὶ τὸ μὲν πνεῦμα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ παρέδωκε, τὸ δὲ σῶμα, τὸ ὁποῖο στὸ τέλος παραδόξως λαμπρύνθηκε καὶ δοξάσθηκε, στὴν ποίμνη του τὸ ἄφησε σὰν μιὰ κληρονομιὰ καὶ θησαυρὸ ὑπέρτιμο· διότι καθ’ ἑκάστη εὐεργετεῖ μὲ θαύματα τοὺς προσερχομένους μετὰ πίστεως καὶ χαρίζει ἀπαλλαγὴ διαφόρων νόσων, ἐκ τῶν ὁποίων πάμπολλα διηγεῖται ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας του ζωῆς.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 403-412. (Ἐπιμέλεια κειμένου, ἡ φραστικὴ διασκευὴ καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος πλ. δ΄.

 

ρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν Θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ…

 

Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον,

θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα,

ἀνυμνοῦμέν σε, Γρηγόριε θεορρῆμον·

ἀλλ’ ὡς νοῦς Νοῒ τῷ πρώτῳ παριστάμενος,

πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον,

ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.

 

Μεγαλυνάριον.

 

Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης ὁ εὐκλεής, χαίροις τοῦ ἀκτίστου φωτὸς πάνσοφον στόμα, Γρηγόριε παμμάκαρ, πιστῶν ἑδραίωμα.