Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας




Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας

Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Τὰς οὐ πρεπόντως ἐξορίστους εἰκόνας,

χαίρω, πρεπόντως προσκυνουμένας βλέπων.


   Σὲ τούτη τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πανταχοῦ ἑορτάζει τὴν Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ τὴν ἀποκατάσταση τῶν Ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων στοὺς τόπους, ὅπου ἦσαν ἐξ ἀρχῆς. Τὴν ὁποία ἔκαμαν, ἡ ἁγία καὶ μακαριωτάτη βασίλισσα Θεοδώρα καὶ ὁ υἱὸς αὐτῆς Μιχαήλ, διὰ παρακινήσεως τοῦ ἁγίου Μεθοδίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ ἄλλων Ὁσιωτάτων καὶ θεοφόρων Ἀνδρῶν. Ἡ ἀναστήλωση αὐτή, γιὰ ν’ ἀναδράμουμε στὴν πρώτη της ἀρχή, συνέβη ὡς ἑξῆς: Ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος, ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦταν ὀνηλάτης1 κι ἄνθρωπος χωρικός, μὲ θεία παραχώρηση ἔγινε βασιλιᾶς καὶ στέλνει καὶ καλεῖ τὸν Ἅγιο Γερμανό, ποὺ τότε ἀνέβηκε στὸν Πατριαρχικό Θρόνο καὶ τοῦ λέγει:

   - Καθὼς ἐγὼ νομίζω Δέσποτα, οἱ ἅγιες Εἰκόνες τίποτα δὲν διαφέρουν ἀπὸ εἴδωλα· πρόσταξε λοιπόν, τὸ γρηγορότερο νὰ τὶς βγάλουν μέσα ἀπὸ τοὺς ναούς· κι’ ἐὰν εἶναι ἀληθινὲς οἱ μορφὲς τῶν Ἁγίων, ἂς κρεμασθοῦν ὑψηλά, γιὰ νὰ μὴ τὶς μολύνουμε μὲ τὰ ἁμαρτωλὰ χείλη μας.

   Ὁ δὲ Πατριάρχης ἔξαφνα σὰν ἄκουσε αὐτοὺς τοὺς λόγους, ταράχθηκε πολὺ κι ἄρχισε νὰ τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τέτοιο μιαρώτατο ἔργο, λέγοντας:

   - Μὴ γένοιτο, ὦ βασιλεῦ, νὰ πράξεις ἐσὺ τέτοιο ἀνόσιο ἔργο. Διότι ἀκοῦμε, πὼς κάποιος μὲ τ’ ὄνομα Κόνων, ἔχει λυσσάξει κατὰ τῶν ἁγίων Εἰκόνων.

   - Ἀλλ’ ἐγώ, ἀποκρίθηκε ’κεῖνος, ὄντας μικρὸ παιδί, τοῦτο τὸ ὄνομα εἶχα.

   Λοιπόν, ἐπειδὴ ὁ Πατριάρχης δὲν ὑποχωροῦσε καὶ δὲν ἀπεδέχετο τὴν ἀσεβῆ γνώμη του, τὸν ἔστειλε στὴν ἐξορία, καὶ στὸν τόπο ἐκείνου, κατάστησε τὸν ὁμόφρονα καὶ ὁμοϊδεάτη του Ἀναστάσιο· καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου στερέωσε καὶ συνέχισε τὸν πόλεμο κατὰ τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Λέγουν δέ, ὅτι πρῶτα κάποιοι Ἑβραῖοι τὸν συμβούλευσαν νὰ κάνει τοῦτο τὸ κακό, οἱ ὁποῖοι μὲ κάποιο μαγικὸ τέχνασμα τοῦ προεῖπαν, ὅτι μέλλει νὰ βασιλεύσει καὶ τοῦ ζήτησαν σὰν ἀντιμισθία τῆς χαροποιοῦ προφητείας τους τὴν καθαίρεση τῶν Εἰκόνων, τὴν ὁποία καὶ ὑποσχέθηκε καὶ πραγματοποίησε ὁ παμμίαρος.

   Κι ἀφοῦ ἐκεῖνος κακὴν κακῶς τελεύτησε, ὁ ὠμότερος ἐκείνου γυιός του, Κωνσταντῖνος ὁ Κοπρώνυμος, ἔγινε διάδοχος, ὄχι μόνο τῆς βασιλείας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο τῆς μανίας κατὰ τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Καὶ ποιὸς δύναται νὰ διηγηθεῖ ἀξίως, πόσα καὶ ποιὰ κακὰ τοῦτος ὁ παράνομος διέπραξε; Ἀλλ’ ὅμως, καὶ ’κείνου ἀκόμα χειρότερα τελευτήσαντος, ὁ γυιός του ὁ ἐκ τῆς Χαζάρας2 διεδέχθη τὴν βασιλεία. Ἐπειδὴ κι αὐτὸς τὴν ζωὴ κακῶς τελείωσε, τότε γίνονται κληρονόμοι τῆς βασιλείας ἡ σύζυγός του Εἰρήνη καὶ ὁ γυιός της Κωνσταντῖνος.

   Ἐτοῦτοι λοιπόν, παρακινημένοι ἀπ’ τὸν ἁγιώτατο Ταράσιο τὸν Πατριάρχη, συνήθροισαν τὴν ἁγία Ἑβδόμη Σύνοδο, καὶ τὶς Ἁγίες Εἰκόνες ἀπολαμβάνει πάλι ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, μὲ τὸ ν’ ἀποδείχθηκε κ’ ἐκυρώθηκε διὰ πολλῶν ὅτι ἦταν ἀρχαιότατη -ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων- ἡ προσκύνηση τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Ὕστερ’ ἀπὸ τούτους ἀνέβηκε στὸν βασιλικὸ θρόνο ὁ Νικηφόρος, ὁ ἀπὸ Γενικοῦ καλούμενος3. Τοῦτον διαδέχθηκε ὁ γυιός του Σταυράκιος, καὶ μετὰ βασιλεύει Μιχαὴλ ὁ Ραγκαβές· ὅλοι τους σεβόμενοι τὶς θεῖες καὶ ἱερὲς Εἰκόνες. Τὸν Μιχαὴλ διαδέχθηκε ὁ Λέων ὁ θηριώδης ὁ Ἀρμένιος, ὁ ὁποῖος, ἀπατηθεὶς μὲ δόλο ὑποκρισίας ἀπὸ κάποιον δυσσεβῆ ἔγκλειστο μοναχό, ἀνακίνησε ἐκ δευτέρου τὴν εἰκονομαχία, καὶ γίνεται πάλι ἄκοσμος ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀποβάλλονται καὶ συντρίβονται οἱ θεῖες Εἰκόνες. Τοῦτον διαδέχθηκε ὁ Ἀμοραῖος Μιχαὴλ4 καὶ τοῦτον ὁ Θεόφιλος, ὁ υἱὸς τῆς κατὰ τῶν Εἰκόνων μανίας, ὁ ὁποῖος περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς προκατόχους του λύσσαξε κατὰ τῶν ἁγίων Εἰκόνων.

   Τοῦτος ὁ Θεόφιλος, λόγῳ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, βασάνισε πολλοὺς ἀπ’ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μὲ ποινές, διωγμοὺς καὶ κολασμούς. Ἱστορεῖται, ὅτι ἀγαποῦσε πολὺ τὴν δικαιοσύνη, ὥστε κάποια ἡμέρα ποὺ θέλησε νὰ μάθει, ἂν ἴσως εἶναι κανένας μέσα στὴν πόλη, ποὺ νὰ ἐνοχλεῖ τὸν πλησίον του, κι ἀφοῦ γιὰ πολλὲς μέρες γινόταν ἀναζήτηση (ἔρευνα), καθὼς λέγουν, δὲν βρέθηκε κανείς. Ἐπειδὴ λοιπὸν δώδεκα χρόνους βασίλευσε, στὸ τέλος, πέφτοντας σὲ δυσεντερία, κινδύνευε νὰ πεθάνει· τότε ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ στεκόταν ἀνοιχτὸ τόσο πολύ, ὥστε κι αὐτὰ τὰ ἐσωτερικά του φαινόντουσαν σὲ βάθος. Βλέποντας τοῦτο τὸ ἐλεεινὸ θέαμα ἡ βασίλισσα Θεοδώρα καὶ πικρῶς θλιβομένη, μόλις τὴν ἅρπαξε λίγος ὕπνος, βλέπει στὸν ὕπνο της τὴν ἄχραντο Θεοτόκο μὲ τὸ προαιώνιο Βρέφος στὶς ἀγκάλες Της περικυκλωμένη ἀπὸ λαμπροφανεῖς ἀγγέλους, καὶ συνάμα βλέπει τὸν Θεόφιλο τὸν ἄνδρα της ὅτι δερνόταν καὶ ὀνειδιζόταν ἀπ’ αὐτούς. Ξύπνησε ἡ βασίλισσα καὶ ὁ Θεόφιλος ἀφοῦ ἀνέπνευσε λίγο, φώναξε:

   - Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄθλιο, διότι μὲ δέρνουν γιὰ τὶς Ἁγίες Εἰκόνες.

   Καὶ παρευθὺς ἡ βασίλισσα, ἔβαλε πάνω του τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, παρακαλοῦσα μὲ δάκρυα τὴν Δέσποινα. Κι ὁ Θεόφιλος, σὲ τέτοια ὄντας κατάσταση, βλέποντας ἕναν ἀπ’ τοὺς παρισταμένους, ποὺ εἶχε κρεμασμένο ἐγκόλπιο, ἅπλωσε τὸ χέρι του τό ἅρπαξε καὶ τὸ καταφιλοῦσε· καὶ παρευθὺς τὸ στόμα ἐκεῖνο ποὺ λύσσαξε κατὰ τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ ὁ λάρυγγας ποὺ ἀνοίχθηκε τόσο ἀναίσχυντα, γύρισαν στὴν φυσική τους κατάσταση, κι’ ἔπαυσε ἀπὸ κείνη τὴν ἀνάγκη καὶ βία, ποὺ τὸν κατακυρίευε, καὶ κοιμήθηκε ὁμολογῶντας πὼς εἶναι πρέπον νὰ τιμοῦμε τὶς ἁγίες Εἰκόνες καὶ νὰ τὶς σεβόμασθε.

   Ἔβγαλε λοιπὸν ἡ βασίλισσα τὶς σεπτὲς καὶ ἁγίες Εἰκόνες, ποὺ τὶς εἶχε κλεισμένες μέσα στὰ δικά της κιβώτια, κι ἔκαμε τὸν Θεόφιλο νὰ τὶς τιμᾶ καὶ νὰ τὶς ἀσπάζεται μ’ ὅλη του τὴν ψυχή· κ’ ὕστερα, μετὰ ἀπὸ λίγο, τελείωσε καὶ τὴν ζωή του. Ἡ δὲ εὐσεβεστάτη βασίλισσα ἀμέσως ἔστειλε προστάγματα παντοῦ, ὅσοι -λόγῳ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων- βρίσκονταν σ’ ἐξορίες καὶ φυλακές, ὅλοι ν’ ἀπολυθοῦν καὶ νὰ ἔχουν κάθε ἄδεια καὶ ἄνεση, καὶ ταυτόχρονα γκρεμίζεται ἀπ’ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος Ἰωάννης, ὁ καὶ Ἰαννῆς ὀνομαζόμενος γιὰ δυσφημία, (ὅπως ὁ Ἰαννῆς5 στάθηκε ἕνας ἀπ’ τοὺς ἐπαοιδοὺς τοῦ Φαραώ), ὁ μαντιάρχης καὶ δαιμονιάρχης μᾶλλον κι ὄχι ἄξιος νὰ ὀνομάζεται Πατριάρχης. Ἀναβιβάζεται στὸν θρόνο ὁ ἄξιος τοῦ θρόνου, ὁ τοῦ Χριστοῦ ὁμολογητὴς Μεθόδιος, ποὺ ἔπαθε πολλὰ πρότερον ὑπὲρ τῶν ἁγίων Εἰκόνων, κι ἔζησε κλεισμένος σὲ τάφο6, ὁ ἄξιος τοῦ οὐρανοῦ.

   Κι ἐνῶ συνέβαιναν τοῦτα, κάποια θεία ἐπίσκεψη ἔγινε στὸν μέγα Ἰωαννίκιο, ποὺ ἀσκήτευε στὸ ὄρος τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας7. Διότι ἦλθε πρὸς αὐτὸν ὁ μέγας ἀσκητὴς Ἀρσαάκιος λέγοντας:

   - Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε πρὸς σέ, γιὰ νὰ πᾶμε μαζὶ στὸν ὁσιώτατο ἄνδρα Ἡσαΐα, ποὺ εἶναι ἔγκλειστος στὴν Νικομήδεια, γιὰ νὰ μάθουμε ἀπ’ αὐτὸν τί εἶναι ἀρεστὸ στὸν Θεὸ καὶ συμφέρον γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του.

   Καὶ ἀφοῦ λοιπὸν πῆγαν στὸν ὁσιώτατο Ἡσαΐα, ἄκουσαν ἀπ’ αὐτὸν τοῦτα:

   - Τάδε λέγει Κύριος· ἰδού, ἔφτασε τὸ τέλος τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἐμοῦ ἐκτυπώματος. Ἐσεῖς λοιπὸν ἀπέλθετε στὴν βασίλισσα Θεοδώρα, ἀλλὰ δὴ καὶ στὸν Πατριάρχη Μεθόδιο, καὶ πεῖτε τους τὰ ἑξῆς: Παῦσε ὅλους τοὺς ἀνίερους κι’ ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους νὰ μοῦ προσφέρεις τὴν θυσία, σεβόμενος τὴν Εἰκόνα τῆς μορφῆς μου καὶ τὸν τίμιο Σταυρό.

   Ἀκούσαντες αὐτά, ἀμέσως ἔφθασαν στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ φανερώνουν στὸν ἅγιο Μεθόδιο καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἐκλεκτούς, τὰ λόγια τοῦ ὁσιωτάτου ἀσκητοῦ καὶ συγκεντρωθέντες ὁμοῦ οἱ λόγιοι καὶ σοφοὶ τῆς Πόλεως πῆγαν στὴν βασίλισσα, καὶ σὲ ὅλα τὴν βρῆκαν πρόθυμη, ἐπειδὴ ἦταν παιδιόθεν εὐσεβὴς καὶ φιλόθεη. Καὶ λοιπόν, παρευθὺς ἡ βασίλισσα ἔβγαλε τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία εἶχε κρεμασμένη ἀπὸ τὸν τράχηλό της, ἐνώπιον ὅλων καὶ τὴν ἀσπαζόταν λέγοντας:

   - Ὅποιος δὲν προσκυνεῖ τὶς Ἁγίες Εἰκόνες καὶ δὲν τὶς ἀσπάζεται σχετικῶς, δηλαδὴ ἀναφέροντας τὴν τιμὴ στὸ πρωτότυπο, καὶ ὄχι σὰν θεοὺς λατρευτικὰ ἀλλ’ ὡς Εἰκόνες τῶν ἀρχετύπων (διὰ τὸν πόθο, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐλάβεια), τοῦτος ἂς ἔχει τὸ ἀνάθεμα.

   Βλέποντας κι ἀκούγοντας αὐτὰ ἀπ’ τὴν εὐσεβεστάτη βασίλισσα, οἱ θεῖοι ἄνδρες χάρηκαν μεγάλη χαρά. Ζήτησε ὅμως καὶ αὐτὴ ἀπὸ τούτους νὰ προσφέρουν δέηση πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὸν Θεόφιλο τὸν ἄνδρα της. Στὴν ἀρχὴ δὲν συγκατάνευσαν, ἀλλὰ βλέποντας τὴν πίστη της στὸ τέλος πείσθηκαν ἀφοῦ ἄκουσαν καὶ λαμβάνοντας ὡς ἐπιχείρημα ὅτι πρὸς τὸ τέλος του μετανόησε καὶ ξεψύχησε ἀσπαζόμενος τὶς Ἁγίες Εἰκόνες.

   Τότε ὁ θεῖος Μεθόδιος, συναθροίζοντας στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία ὅλο τὸν λαό, τὸ ἱερατικὸ τάγμα καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς, πῆγε ἐκεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Ἐκεῖ ἦσαν καὶ οἱ ἐλθόντες ἀπ’ τὸν Ὄλυμπο, δηλαδὴ ὁ μέγας Ἰωαννίκιος καὶ Ἀρσαάκιος, καὶ ὁ Ναυκράτιος, καὶ οἱ μαθητὲς Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, καὶ ὁ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ Θεοφάνης, καὶ Θεόδωρος οἱ Γραπτοὶ καὶ Ὁμολογητές, Μιχαὴλ ὁ Ἁγιοπολίτης καὶ Σύγκελλος, καὶ ἄλλοι πλεῖστοι Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, μαζὶ μὲ ὅλο τὸν λαό, ὅπως εἴπαμε, προσφέροντας ὁλονύκτια δέηση στὸν Θεὸ ὑπὲρ τοῦ Θεοφίλου, καὶ ὅλοι μετὰ δακρύων καὶ συντριβῆς εὐχόντουσαν· καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμαν ὅλη τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν. Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ βασίλισσα Θεοδώρα τὰ ἴδια ἔπραττε χωριστὰ μετὰ τῶν γυναικῶν τῆς αὐλῆς καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὑπόλοιπο λαό. Στὸν καιρὸ δὲ ποὺ ταῦτα γίνονταν ἡ βασίλισσα Θεοδώρα ἐκεῖ στὸν ὄρθρο τῆς Παρασκευῆς ἀποκοιμήθηκε γιὰ λίγο, καὶ κεῖ τῆς φάνηκε πὼς βρέθηκε κοντὰ στὴν κολώνα τοῦ Σταυροῦ καὶ ὅτι κάποιοι περνοῦσαν ἀπὸ κεῖ ἔχοντας διάφορα ὄργανα κολαστηρίων, καὶ στὸ μέσο τούτων εἶδε τὸν ἄνδρα της Θεόφιλο, ποὺ τὸν ἔσερναν δέσμιο ἔχοντας δεμένα πίσω τὰ χέρια του. Ἀφοῦ τὸν ἀναγνώρισε τῆς φάνηκε πὼς ἀκολουθοῦσε κι αὐτὴ κατόπιν σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν πήγαιναν στὸν θάνατο· ἔπειτα, ἀφοῦ ἔφθασαν ἕως τῆς Χαλκῆς Πύλης, εἶδε ἐκεῖ κάποιον ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε μία θεωρία (παρουσία) ὑπερφυσική, ὁ ὁποῖος καθόταν μπροστὰ ἀπ’ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καὶ μπροστά του ἔστησαν τὸν Θεόφιλο. Ἡ βασίλισσα λοιπὸν ἀφοῦ ἔπιασε τὰ πόδια του τὸν παρακαλοῦσε γιὰ τὸν ἄνδρα της Θεόφιλο. Τοῦτος ἄνοιξε κάποια στιγμὴ τὸ στόμα του, καὶ τῆς εἶπε:

   - Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γνώριζε λοιπόν, ὅτι γιὰ τὰ δάκρυά σου καὶ τὴν πίστη σου καὶ γιὰ τὶς δεήσεις καὶ ἱκεσίες τῶν πιστῶν μου θεραπόντων καὶ τῶν ἱερέων μου γίνομαι ἵλεως καὶ συγχωρῶ τὸν ἄνδρα σου Θεόφιλο.

   Ἔπειτα εἶπε καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν πήγαιναν δεμένο:

   - Λύστε τον καὶ παραδῶστε τον στὴν γυναῖκα του.

   Κι’ ἐκείνη παίρνοντάς τον ἀνεχώρησε ἀγαλλόμενη καὶ χαίρουσα· καὶ παρευθὺς ὁ ὕπνος ἔφυγε καὶ ξύπνησε.

   Κι αὐτὰ μὲν εἶδε ἡ βασίλισσα Θεοδώρα· ὁ δὲ Πατριάρχης Μεθόδιος, στὸν καιρὸ ποὺ γίνονταν οἱ προσευχὲς καὶ οἱ δεήσεις ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, παίρνοντας ἄγραφο χαρτὶ ἔγραψε σ’ αὐτὸ ὅλων τῶν αἱρετικῶν βασιλέων τὰ ὀνόματα, βάζοντας ὁλοϋστερινὸ καὶ τοῦ Θεοφίλου τὸ ὄνομα, κ’ ἔβαλε αὐτὰ κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Κι ὅταν ἔφθασε ἡ Παρασκευή, ἰδοὺ βλέπει καὶ αὐτὸς κάποιον ἄγγελο φοβερό, ποὺ μπῆκε μέσα στὸν μέγα ναό· καὶ πλησιάζοντας τὸν Πατριάρχη, λέγεται πὼς τοῦ εἶπε:

   - Εἰσακούσθηκε ἡ δέησή σου ἐπίσκοπε, κι’ ἔλαβε τὴν συγχώρησή του ὁ βασιλεὺς Θεόφιλος· λοιπόν, παῦσε στὸ ἑξῆς καὶ μὴν ἐνοχλεῖς γι’ αὐτὸν τὸν Θεό.

   Κι ὁ Πατριάρχης θέλοντας νὰ δεῖ, ἂν εἶναι ἀληθινὸ τὸ ὅραμα, κατέβηκε ἀπ’ τὸν θρόνο καὶ πιάνοντας τὸ χαρτὶ καὶ ξεδιπλώνοντάς το, βρῆκε (ὦ τῶν ἀκατάληπτων τοῦ Θεοῦ κριμάτων!) ἀπὸ Θεοῦ σβησμένο ὁλότελα τοῦ Θεοφίλου τὸ ὄνομα. Τοῦτο μαθοῦσα ἡ βασίλισσα ἄκρως χάρηκε καὶ διεμήνυσε στὸν Πατριάρχη νὰ συναθροίσει ὅλο τὸν λαὸ μετὰ τῶν τιμίων Σταυρῶν καὶ τῶν ἁγίων Εἰκόνων στὴν μεγάλη Ἐκκλησία, γιὰ ν’ ἀποδοθεῖ σὲ αὐτὴν ὁ στολισμὸς τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καὶ νὰ φανερωθεῖ σ’ ὅλους τὸ ξένο καὶ παράδοξο τεράστιο.

   Καὶ πάντων σχεδὸν συναχθέντων στὴν μεγάλη Ἐκκλησία μὲ κεριὰ καὶ λαμπάδες, ἦλθε καὶ ἡ βασίλισσα μὲ τὸν γυιό της, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξελθόντες λιτάνευσαν μετὰ τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ τῶν θείων καὶ σεβασμίων τοῦ Σταυροῦ ξύλων, καὶ τοῦ Ἱεροῦ καὶ Θείου Εὐαγγελίου, μέχρι ποὺ ἔφθασαν στὸ λεγόμενο Μίλιον, ἀνακράζοντες ὅλοι τό, Κύριε ἐλέησον. Καὶ μετὰ ταῦτα γύρισαν στὴν Ἐκκλησία καὶ τέλεσαν τὴν Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ προηγουμένως, οἱ προαναφερθέντες ἅγιοι ἄνδρες ἀνεστήλωσαν τὶς Ἁγίες καὶ σεβάσμιες Εἰκόνες. Καὶ οἱ μὲν εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι καὶ ὑπέρμαχοι τῶν ἁγίων Εἰκόνων ἀνακηρύχθηκαν καὶ ἀξιώθηκαν αἰωνίου μνήμης· οἱ δὲ ἐνάντιοι καὶ μὴ ἀποδεχόμενοι τὴν τιμὴ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, ἀποκηρύχθηκαν καὶ στὸ ἀνάθεμα παραδόθηκαν. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ Ἅγιοι ἐκεῖνοι Ὁμολογητὲς καὶ πᾶσα ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀποφάσισαν, νὰ γίνεται κατ’ ἔτος αὐτὴ ἡ ἱερὰ πανήγυρις, γιὰ νὰ μὴ τύχει, ὃ μὴ γένοιτο, καὶ πέσουμε πάλι σ’ αὐτὴ τὴν δυσσέβεια.

 

Ἡ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ Πατρὸς πρεσβείαις τῶν ἁγίων σου ὁμολογητῶν ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

 

* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 394-402. (Ἐπιμέλεια κειμένου, ἡ φραστικὴ διασκευὴ καὶ οἱ ὑποσημειώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

1. Ὀνηλάτης: ὁδηγὸς ὄνων, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴν πορεία γαϊδουριῶν, ὀνηγός.

2. Πρόκειται γιὰ τὸν Λέοντα Δ΄ τὸν Χάζαρο (750-780), γυιὸ τοῦ Κωνσταντίνου Ε΄ καὶ τῆς πριγκίπισσας τῶν Χαζάρων Τσιτσέκας. Τὸ 770 νυμφεύθηκε τὴν εἰκονόφιλη Εἰρήνη τὴν Ἀθηναία ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τὸν διάδοχό του Κωνσταντῖνο τὸν ΣΤ΄.

3. Νικηφόρος Α΄: ἦταν πατρίκιος καὶ γενικὸς λογοθέτης ἢ λογοθέτης τοῦ γενικοῦ, δηλαδὴ ὑπουργὸς τῶν οἰκονομικῶν.

4. Μιχαὴλ Β΄ΤραυλὸςΨελλός (770-829). Γεννήθηκε στὸ Ἀμόριο τῆς Ἄνω Φρυγίας.

5. Βλ.: Β΄ Τιμ. γ΄ 8.

6. Ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Θεόφιλου μαστιγώθηκε δημόσια καὶ φυλακίσθηκε ἐπὶ 7 χρόνια σὲ κρύπτη/τάφο μαζὶ μὲ δύο ληστὲς στὴ νῆσο Ἀντιγόνη.

7. Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας στὴν Μικρὰ Ἀσία, τὸ σημερινὸ Ουλοὺ ντάγ (Uludaǧ).

 

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β΄.

 

Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ρύσῃ οὓς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ· ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῶσαι τὸν κόσμον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄.  Αὐτόμελον.

 

ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός, ἐκ σοῦ Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος, καὶ τὴν ρυπωθεῖσαν εἰκόνα, εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀναμορφώσας, τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξεν. Ἀλλ’ ὁμολογοῦντες τὴν σωτηρίαν, ἔργῳ καὶ λόγῳ ταύτην ἀνιστοροῦμεν.

 

Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν τῶν ὑπὲρ τῶν ἁγίων Εἰκόνων ἀγωνισαμένων.

 

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης…

 

Τῶν Ἁγίων Εἰκόνων τὴν τιμὴν θείῳ Πνεύματι, Ὁμολογηταὶ θεηγόροι, θεοφρόνως τρανώσαντες, ὑπέστητε κινδύνους χαλεπούς, ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἣν φρουρεῖτε ἀπὸ πάσης παρατροπῆς, ὑμῖν πιστῶς κραυγάζουσαν· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός…

 

Χορὸν θεοειδῆ, τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ Ὁμολογητῶν, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς τοῦ Πνεύματος σάλπιγγας. Οὗτοι ἅπασαν, Εἰκονομάχων τὴν πλάνην, διαλύσαντες, Ὀρθοδοξίας τὸ φέγγος, τοῖς πέρασιν ηὔγασαν.

 

Μεγαλυνάριον.

 

μιλος Πατέρων περιφανής, ὑπὲρ τῆς Εἰκόνος, ἠγωνίσατο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁμολογίᾳ δογμάτων Ὀρθοδόξων, καθεῖλον τὴν ἀπάτην· οὓς εὐφημήσωμεν.