Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Θεοδώρητος




Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Θεοδώρητος

Ἑορτάζει τὴν γ΄ () Μαρτίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Χωρεῖν ἔχει που τῆς Ἐδὲμ τὸ χωρίον,

Καὶ τὸν Θεοδώρητον ἔνδον τὸν μέγαν.


   Τότε ποὺ βασίλεψε ὁ δυσσεβὴς καὶ παραβάτης Ἰουλιανός, ἐν ἔτει τξα΄ (361), τότε καὶ ὁ θεῖος του καὶ συνώνυμος Ἰουλιανός, ποὺ ἦταν Χριστιανὸς καὶ πιστὸς θεράπων (ὑπηρέτης) τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναγνώστης τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ μεγάλης Ἐκκλησίας, πείσθηκε ὁ ἄθλιος στὸν ἀνεψιό του δυσσεβῆ καὶ παραβάτη βασιλιᾶ. Ἔτσι λοιπόν, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, -ἀλλοίμονο!-, τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ προσκύνησε στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ καὶ πρόδωσε ὁ ἀσεβὴς στὸν τύραννο ὅλο τὸν πλοῦτο καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια, ὅσα ἀφιέρωσε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας· κ’ ἔτσι κατεστάθη ὁ πρώην εὐσεβὴς θεῖος, ὑπὸ τοῦ ἀσεβέστατου ἀνεψιοῦ του, διώκτης καὶ τύραννος τῶν Χριστιανῶν.

   Τότε λοιπὸν οἱ μὲν ἄλλοι κληρικοὶ καὶ ἱερεῖς τῆς Ἀντιόχειας διασκορπίσθηκαν σὲ διάφορα μέρη, καὶ μόνος τοῦτος ὁ ἅγιος Θεοδώρητος ποὺ ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ ἐκκλησίας ἔμεινε ’κεῖ μαζὶ μὲ κάποιους ἄλλους Χριστιανοὺς κηρύττοντας μὲ παρρησία τὴν πίστη καὶ ὁμολογία στὸν Χριστό. Κι ἀφοῦ τὸν ἔπιασε ὁ ἐν λόγῳ Ἰουλιανὸς ὁ θεῖος τοῦ παραβάτου, τὸν ἔβαλε στὴν φυλακή, κ’ ἔπειτα φέρνοντάς τον μπροστά του πρῶτα πρόσταξε νὰ δείρουν τὸν ἅγιο στὰ πόδια, κ’ ὕστερα στὴν κεφαλή· καὶ μετὰ ταῦτα τὸν ξέντυσαν, τὸν κρέμασαν ἐπάνω σὲ ξύλο καὶ τὸν ξέσχισαν δυνατά. Κ’ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος βασανιζόταν γιὰ διάστημα τριῶν ὡρῶν, διὰ τοῦτο, τὸ μὲν αἷμα ἔτρεχε ἀπ’ τὸ σῶμά του σὰν βρύση, τὸ δὲ πρόσωπό του φαινόταν ὡραιότερο καὶ λαμπρότερο.

   Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἅγιος ἄκουγε τὸν μιαρὸ Ἰουλιανὸ νὰ λέγει: Θυσίασε, ἄθλιε, στοὺς θεοὺς κι ἂν χρωστᾶς στὸν βασιλικὸ θησαυρὸ ἢ σὲ κανέναν ἄλλον, ὁ ἀνεψιός μου ὁ βασιλιᾶς θὰ σ’ ἐλευθερώσει ἀπ’ τὸ χρέος, γιὰ νὰ μὴ ἀπορρίψεις ἔτσι κακῶς τὴν ψυχή σου. Αὐτὰ λέγοντας ἐκείνου, ὁ ἅγιος τοῦ ἀποκρίθηκε: Σὺ εἶσαι, ταλαίπωρε, ἄθλιος· σὺ καὶ ὁ βασιλιᾶς σου, διότι ἀφήσατε τὸν Χριστὸ καὶ προσκολληθήκατε στὸν Ἀντίχριστο, κι ἔτσι θὰ γίνετε καὶ οἱ δύο προσάναμμα τοῦ αἰωνίου πυρὸς τῆς κολάσεως. Ἐγὼ σὲ κανένα δὲν χρωστῶ, παρὰ στὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, διότι χρωστῶ νὰ φυλάξω σ’ αὐτὸν ἀληθινὴ πίστη ἕως ἐσχάτης μου ἀναπνοῆς.

   Τοῦτα σὰν ἄκουσε ὁ ἀκάθαρτος καὶ θεομίσητος τύραννος πρόσταξε νὰ κατακαίουν τὰ πλευρὰ τοῦ ἁγίου μὲ ἀναμμένες λαμπάδες· ὁ δὲ μάρτυς ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, προσευχόταν κρυφομιλῶντας καί, -ὢ τοῦ θαύματος!-, εὐθὺς ἔπεσαν ὡς νεκροὶ στὴν γῆ ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦσαν τὶς λαμπάδες, οἱ ὁποῖοι πίστεψαν στὸν Χριστό. Τότε ὁ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ σύντροφοί του θυμωμένοι σήκωσαν ἐπάνω τοὺς δημίους κ’ ἔλεγαν: Τρισκατάρατοι, γιατί ἀφήσατε τὶς λαμπάδες καὶ δὲν κατακάψατε τοῦτον τὸν δυσσεβῆ καὶ πανάθλιο, ἀλλὰ κυριευτήκατε ἀπὸ νυσταγμὸ καὶ ἀμέλεια; Αὐτὰ εἶπαν ἐκεῖνοι. Ὁ δὲ ἅγιος ἀποκρίθηκε: Σὺ εἶσαι, δυσσεβὴς καὶ τρισκατάρατος καὶ τυφλωμένος στοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι δὲν βλέπεις, ἄθλιε, τοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι φυλάττουν ἐμὲ τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν σᾶς ἀφήνουν νὰ μὲ ἀγγίξετε· μὴ μωρολογεῖς λοιπόν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἶναι μέγας. Τοῦτα ἀκούγοντας ὁ τύραννος καὶ ντροπιασμένος πολύ, προστάζει νὰ ριφθοῦν οἱ στρατιῶτες ἐκεῖνοι στὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης. Βλέποντάς τους ὁ ἅγιος Θεοδώρητος φερομένους στὴν θάλασσα, εἶπε: Πορεύεσθε, ὦ παιδιά μου, ἐν εἰρήνῃ, πορεύεσθε τὴν μακαρία τούτη ὁδό, διότι καὶ ἐγὼ μετ’ ἀπὸ λίγο θὰ σᾶς ἀκολουθήσω, γιὰ νὰ συγχαίρω μὲ σᾶς στὴν αἰώνια βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

   Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἀσεβὴς θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ πίεζε πολὺ τὸν ἅγιο Θεοδώρητο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ὁ ἅγιος τοῦ ἀποκρίθηκε: Σὺ μέν, σὺ δυσσεβέστατε καὶ ἀθλιώτατε ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες θὰ μασήσεις ὅλα σου τὰ ἐντόσθια καὶ ἐκ τούτου θ’ ἀπορρίψεις βιαίως τὴν μιαρή σου ψυχὴ στὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως· ὁ δὲ πλέον ἀσεβέστερος σοῦ τύραννος Ἰουλιανὸς ὁ ἀνεψιός σου, αὐτός, λέγω, στὴν γῆ τῆς Περσίας θὰ κεντηθεῖ μὲ οὐράνια λόγχη καὶ θὰ ριφθεῖ στὴν γέεννα τοῦ πυρὸς καὶ πλέον δὲν θὰ ἐπιστρέψει. Κ’ ἔτσι οἱ δύο μαζὶ μέλλετε νὰ λάβετε τὰ ἐπίχειρα1 καὶ τὴν ἐκδίκηση τῆς κακίας σας· κ’ ἐγὼ θὰ θυσιάσω στὸν Θεό μου θυσία αἰνέσεως. Αὐτὰ εἶπε ὁ ἅγιος, ὁ δὲ ἀσεβὴς Ἰουλιανὸς πρόσταξε παρευθὺς νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.

   Πορευόμενος ὁ μάρτυς στὸν τόπο τῆς καταδίκης προσευχόταν μὲ χαρὰ τῆς ψυχῆς του καὶ ἀποκεφαλισθεὶς ἀνέβηκε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ λάβει παρ’ αὐτοῦ τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως. Τ’ ἅγιο λείψανό του, ἀφοῦ τὸ ἔλαβαν κάποιοι Χριστιανοὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμές, καὶ σημείωσαν τ’ ἀνωτέρω λόγια, ὅσα προφήτεψε ὁ ἅγιος, τὰ ὁποῖα μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἔλαβαν διὰ τῶν πραγμάτων τὴν ἔκβαση. Διότι, καθὼς προεῖπε ὁ ἅγιος, καὶ οἱ δύο Ἰουλιανοί, ὁ κακὸς θεῖος καὶ ὁ κάκιστος ἀνεψιός, κακῶς οἱ κακοὶ ὲξέψυξαν (ξεψύχησαν) καὶ παραδόθηκαν οἱ ψυχές τους στὶς τιμωρίες τοῦ ἅδη2.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 23-25. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


1. Ἐπίχειρα: τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν κάποιου, ἢ ἡ τιμωρία γιὰ κακὸ ποὺ ἔκαμε.

2. Λέγει ὁ Θεοδώρητος στὸ γ΄ βιβλίο, κεφ. ιβ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὅτι ὁ θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἰουλιανὸς πέφτοντας σὲ βαρύτατη ἀσθένεια διεφθάρη ἀπὸ σήψη στὰ ἐντόσθια καὶ τὴν κόπρο του ἔβγαζε ἀπ’ τὸ στόμα του· ἡ δὲ γυναῖκα του ποὺ ἦταν πιστὴ καὶ εὐσεβὴς τοῦ ἔλεγε: Πρέπει, ὦ ἄνδρα μου, νὰ ὑμνεῖς τὸν Σωτῆρα Χριστό, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς παιδείας (τιμωρίας) αὐτῆς σοῦ ἔδειξε τὴν δύναμή του· ἐπειδή, ἂν αὐτὸς μεταχειριζόταν τὴν συνήθη του μακροθυμία, σὺ δὲν θὰ εἶχες γνωρίσει (καταλάβει) ποῖος εἶναι ὁ παρὰ σοῦ πολεμούμενος.