Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Ὁ ὅσιος Θεοφύλακτος ἐπίσκοπος Νικομηδείας ὁ Ὁμολογητής




Ὁ ὅσιος Θεοφύλακτος ἐπίσκοπος Νικομηδείας ὁ Ὁμολογητής

Ἑορτάζει τὴν η΄ () Μαρτίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Καὶ σαρκὸς ἐξόριστος, ὡς καὶ πατρίδος,

Θεῖος Θεοφύλακτος, οὗ Θεὸς φύλαξ.

Ἤλυθεν ὀγδοάτῃ Θεοφύλακτος Θεοῦ ἄγχι.


   Τοῦτος ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος καταγόταν ἀπ’ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἐν ἔτει ψοθ΄ (779). Ἀφοῦ ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλιώθηκε μὲ τὸν Ταράσιο τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἀκόμη ἦταν πρωτασηκρήτης (δηλαδὴ πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς ὑπηρετοῦντες τὶς βασιλικὲς Σάκρες καὶ τὰ γράμματα, οἱ ὁποῖοι στὰ λατινικὰ ὀνομάζονται ἀσηκρῆτες1), καὶ ἀπ’ αὐτὸν καλῶς ἐκπαιδεύθηκε στὰ θεῖα. Ὅταν μὲ θεία ψήφο ἀνέβηκε ὁ Ταράσιος στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀφοῦ βγῆκε θεληματικῶς ἀπ’ τὸν θρόνο ὁ προκάτοχός του Παῦλος ὁ Κύπριος, -ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ ἔλαβε τὴν ἀρχιερωσύνη ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, ὀνόμαζε μόνος τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο-, τότε Μιχαὴλ ὁ Συνάδων καὶ ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, γίνονται μοναχοὶ καὶ στέλνονται ἀπ’ τὸν ἅγιο Ταράσιο στὸ μοναστῆρι ποὺ βρίσκεται στὴν εἴσοδο τῆς Μαύρης θάλασσας. Ἐκεῖ λοιπὸν μιὰ φορά, ὅταν ἦταν καύσωνας μεγάλος στὸν καιρὸ τοῦ θέρους καὶ διψοῦσαν ὑπερβολικά, τότε οἱ μακάριοι γιὰ γύμνασμα τῆς δίψας καὶ ἐγκρατείας τους ἄνοιξαν τὴν χάλκινη κάνουλα τῆς βρύσης κι ἀφῆκαν νὰ χύνεται τὸ νερό, χωρὶς αὐτοὶ νὰ πιοῦνε καθόλου. Τοῦτοι οἱ ἅγιοι ἦσαν παρόντες καὶ στὴν ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ ἑβδόμη Σύνοδο καὶ τὴν κόσμησαν μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια τους.

   Κ’ ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ τῶν ἀνωτέρω δύο πατέρων μεγαλύνθηκε κι ἄστραψε ὡς ἀστέρας φαεινότατος, χάριν τούτου κρίθηκαν ἀπὸ τὸν μέγα Ταράσιο ὅτι ἦσαν ἄξιοι ἀρχιερωσύνης κ’ εὐθὺς ὁ μὲν Μιχαὴλ προχειρίσθηκε ἐπίσκοπος στὰ Σύναδα2 (ἡ ὁποία ἦταν πόλη ἔνδοξη τῆς μεγάλης Φρυγίας, ἀκουστὴ γιὰ τὰ θαυμαστὰ μάρμαρά της, ποὺ εἶχε εἴκοσι ἐπισκόπους καὶ τώρα εἶναι γκρεμισμένη), ὁ δὲ ἱερὸς Θεοφύλακτος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος στὴν Νικομήδεια. Κι ὅσα κατόρθωσε ἐκεῖ ὁ μακάριος Θεοφύλακτος, τὰ ἴδια τὰ ἔργα τὸ μαρτυροῦν, διότι ἐκκλησίες ἔκτισε καὶ νοσοκομεῖα, προστάτευε τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, ἐλεημονοῦσε τόσο ὑπερβολικὰ, ὥστε γέμιζε μία φιάλη μὲ ζεστὸ νερὸ καὶ μ’ αὐτὸ ἔπλενε καὶ καθάριζε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, ὁ συμπαθέστατος, τοὺς τυφλοὺς καὶ χωλοὺς καὶ τοὺς ἄλλους ἀσθενεῖς ποὺ εἶχαν πληγωμένα τὰ μέλη τους.

   Ἀφοῦ ὁ μέγας Ταράσιος πατριάρχευσε δεκαεννέα χρόνια ἀπῆλθε πρὸς Κύριον καὶ ἀφοῦ ἔγινε Πατριάρχης ὁ πάνσοφος Νικηφόρος, τότε ἀκολούθησε μεγάλη ταραχὴ καὶ συμφορὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι βασίλεψε ὁ Λέων ὁ Ἀρμένιος, ἐν ἔτει ωιγ΄ (813), ὁ ὁποῖος λύσσαξε κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἔτσι ὁ ἅγιος Νικηφόρος ἔστειλε κ’ ἔφερε τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ ἐλλογίμους Ἀρχιερεῖς, ἤτοι τὸν Κυζίκου Αἰμιλιανό, τὸν Σάρδεων Εὐθύμιο, τὸν Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, τὸν Ἀμορίου Εὐδόξιο, τὸν Συνάδων Μιχαὴλ καὶ ἄλλους πολλούς, μαζὶ καὶ τὸν μακάριο τοῦτον Θεοφύλακτο. Κι ἀφοῦ τοὺς παρέλαβε ὅλους πῆγε στὸν δυσσεβῆ καὶ ἀποστάτη βασιλιᾶ. Ἐκεῖ λοιπόν, παρουσίασαν πολλὲς μαρτυρίες ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφές, οἱ ὁποῖες βεβαιώνουν ὅτι πρέπει νὰ προσκυνοῦνται οἱ ἁγίες εἰκόνες, δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ καταπείσουν τὸν ἄφρονα, ἀλλ’ ἔμεινε ἀδιόρθωτος. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι Ἀρχιερεῖς σιώπησαν, ὁ δὲ μακάριος τοῦτος Θεοφύλακτος εἶπε πρὸς τὸν βασιλιᾶ: Ξέρω ὅτι καταφρονεῖς τὴν μακροθυμία καὶ ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ, γνώριζε ὅμως ὅτι θὰ ἔλθει σ’ ἐσένα αἰφνιδίως μέγας ὄλεθρος κι ἀφανισμὸς καὶ ἡ καταστροφή σου θὰ γίνει παρόμοια μὲ τὸν ἀνεμοστρόβιλο, ὥστε νὰ μὴ βρεῖς κάποιον νὰ σὲ λυτρώσει ἀπ’ τὸν κίνδυνο. Τοῦτα τὰ λόγια σὰν ἄκουσε ὁ θηριώνυμος βασιλιᾶς γέμισε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρευθὺς προστάζει νὰ ἐξορισθοῦν οἱ ἀνωτέρω ἀρχιερεῖς. Ἔτσι λοιπόν, ὁ μὲν ἅγιος Νικηφόρος ἐξορίσθηκε στὴν νῆσο Θάσο, ὁ δὲ ἀοίδιμος Μιχαὴλ Συνάδων ἐξορίσθηκε στὴν Εὐδοκιάδα (ἡ ὁποία λέγουν κάποιοι ὅτι εἶναι τὸ νῦν λεγόμενο Τοκάτ3, πόλη ἐξαίρετη τῆς Καππαδοκίας, ποὺ ἔχει περίφημο ἐμπόριο πρὸς τὸν ποταμὸ Σάρο4). Ὁμοίως καὶ ἄλλος ἀρχιερεὺς ἐξορίσθηκε σ’ ἄλλο μέρος. Ὁ δὲ μακάριος τοῦτος Θεοφύλακτος ἐξορίσθηκε στὸν Στρόβηλο, τὸ ὁποῖο ἦταν φρούριο παραθαλάσσιο βρισκόμενο στὴν τοποθεσία τῶν Κυβερραιωτῶν. Ἐκεῖ λοιπὸν διέτριψε (διέμεινε) ὁ ἀοίδιμος τριάντα χρόνια καὶ ὑπομένοντας γενναίως τὴν κακοπάθεια τῆς ἑξορίας ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Κι ἀφοῦ φονεύθηκε ὁ Λέων ὁ Ἀρμένιος κατὰ τὴν νύκτα τῶν Χριστουγέννων ψάλλοντας τὸν εἱρμὸ «Τῷ Παντάνακτος ἐξεφαύλισαν πόθῳ» καὶ ἀφοῦ ἡ ὀρθοδοξία ἔλαμψε ἐπὶ Θεοδώρας

τῆς εὐσεβεστάτης βασίλισσας ἐν ἔτει ωμβ΄ (842), τότε ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης Μεθόδιος ἔφερε ἀπ’ τὴν ἐξορία τὸ τίμιο λείψανο τοῦ μακαρίου τούτου Θεοφυλάκτου καὶ ἀπέθεσε αὐτὸ στὴν Νικομήδεια στὸν ναὸ ποὺ ἔκτισε.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 51-53. (Ἐπιμέλεια κειμένου, ἡ φραστικὴ διασκευή, καὶ οἱ ὑποσημειώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Ἀσηκρῆτις: στὰ λατινικὰ a secretis δηλ. ἐξ ἀπορρήτων.

2. Τὰ Σύναδα γράφονται μὲ δύο νν καὶ ὀνομάζονταν πρότερον Συνναία, διότι κατοικήθηκαν ἀπὸ μία σύναξη λαῶν τῶν κατὰ τὴν Ἀσία εὑρισκομένων Μακεδόνων, σύμφωνα μὲ τὸν Γεωγράφο Μελέτιο.

3. ΤοκάτηΤοκὰτΕὐδοκιάδα, στὰ τουρκικὰ Tokat.

4. Σάρος ποταμός, στὰ τουρκικὰ Seyhan (Σεϊχάν).