Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Ὁ ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης




Ὁ ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης

Ἑορτάζει τὴν δ΄ () Μαρτίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ὑπηρέτης θὴρ τῷ Γερασίμῳ γέρας,

Θῆρας παθῶν κτείναντι πρὶν λῆξαι βίου.

Τῇ δὲ τετάρτῃ Γεράσιμος βιότοιο ἀπέπτη.


   ὅσιος Γεράσιμος ἦταν κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως τοῦ καλουμένου Πωγωνάτου, ἐν ἔτει χο΄ (670), ὅπως λέγει Σωφρόνιος ὁ Ἱεροσολύμων, ποὺ ἔγραψε τὸν βίο τοῦ ὁσίου τούτου1. Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι ἀφοῦ στερεώθηκε μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ κ’ ἐνδύθηκε τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν πῆγε στὴν βαθύτερη ἔρημο τῆς Θηβαΐδος. Καὶ σὲ τόσο ὕψος ἀρετῶν ἔφτασε καὶ τόση οἰκειότητα ἔλαβε πρὸς τὸν Θεό, ἐπειδὴ φύλαξε τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν καθαρό, ὥστε εἶχε ὑπὸ τήν ἐξουσία του κι αὐτὰ τὰ ἄγρια θηρία. Διότι τὸν ὑπηρετοῦσε ἕνα λιοντάρι, τὸ ὁποῖο ἐκτὸς τῶν ἄλλων εἶχε καὶ τὸ ἑξῆς διακόνημα: τὸ νά βόσκει τὸ γαϊδουράκι ποὺ μετέφερε τὸ νερὸ στὸν ὅσιο. Μιὰ φορὰ λοιπόν, πέρασαν ἀπὸ κεῖ κάποιοι πραγματευτὲς2 καὶ βλέποντας τὸ γαϊδουράκι μόνο του τὸ ἔκλεψαν, τὸ δὲ λιοντάρι κοιμόταν καὶ δὲν αἰσθάνθηκε τίποτε. Ἔτσι τὸ ἑσπέρας γύρισε στὸν Ὅσιο χωρὶς νὰ ἔχει μαζί του τὸ γαϊδουράκι κατὰ τὴν συνήθεια.

   Βλέποντας τὸ λιοντάρι μονάχο του ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔλεγε στὸν γέροντα ὅτι τὸ θηρίο ἔφαγε τὸ γαϊδούρι κι ἔτσι καταδικάσθηκε τὸ ταλαίπωρο λιοντάρι νὰ φορτώνεται στοὺς ὤμους του τὶς στάμνες καὶ νὰ φέρνει τὸ νερὸ ἀπ’ τὸν ποταμὸ ἀντὶ τοῦ ὄνου, γιὰ τόσο χρονικὸ διάστημα ὅσο κρατοῦσαν τὸ ζωντανὸ οἱ πραγματευτές. Ἐπειδὴ ὅμως, οἱ ἴδιοι πραγματευτὲς ἔτυχε νὰ διέλθουν πάλι ἀπ’ τὸν ἴδιο ἐκεῖνο δρόμο ἔχοντας μαζί τους καὶ τὸ ζῶο, διὰ τοῦτο εὐθὺς ἅμα εἶδε τὸ λιοντάρι τὸ γαϊδουράκι τὸ ἀναγνώρισε κι ὅρμησε ξαφνικὰ ἐναντίον τῶν πραγματευτῶν μὲ μεγάλο βρύχημα3, κι αὐτοὶ καταφοβισμένοι ἔφυγαν. Ἔπειτα ἔπιασε μὲ τὰ δόντια του τὸν κημὸ4 τοῦ ζώου καὶ τὸ ἔσυρε, καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ τράβηξε καὶ ὅλες τὶς καμῆλες, οἱ ὁποῖες ἦσαν δεμένες στὸ γαϊδούρι, κ’ ἔτσι τὶς ἔφερε ὅλες στὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου. Κτυπῶντας μὲ τὴν οὐρά του τὴν θύρα τοῦ κελλιοῦ τοῦ γέροντος ἔκανε ὡς ἐπίδειξη ὅτι πρόσφερε αὐτὸ κυνήγι στὸν γέροντα.

   Βλέποντας δὲ ὁ γέροντας τὸ πρᾶγμα χαμογέλασε λίγο καὶ εἶπε πρὸς τὸν μαθητή του: Ἄδικα κατηγορούσαμε τὸ ἀθῶο λιοντάρι ὅτι ἔφαγε τὸν ὄνο· λοιπὸν τώρα πρέπει νὰ τὸν ἐλευθερώσουμε ἀπ’ τὸν κόπο τῆς ὑπηρεσίας καὶ ἂς πάει νὰ βόσκει στοὺς συνηθισμένους του τόπους. Τότε γέρνοντας τὴν κεφαλή του τὸ λιοντάρι, σὰν νὰ εἶχε λογικό, καὶ τρόπον τινα ἐγκαταλείποντας τὸν γέροντα πῆγε στὴν ἐρημιά· καὶ καθ’ ἑκάστη ἑβδομάδα ἐρχόταν μιὰ φορὰ καὶ προσκυνοῦσε τὸν γέροντα. Ἀφοῦ δὲ ὁ γέροντας ἀπέθανε, ἦλθε πάλι τὸ λιοντάρι κατὰ τὴν συνήθειά του καὶ ζητοῦσε νὰ προσκυνήσει τὸν γέροντα καὶ μὴ βρίσκοντας αὐτὸν φαινόταν ὅτι λυπεῖται καὶ ἀγανακτεῖ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου μὲ πολλὰ σχήματα τοῦ ἔδωσε νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι πέθανε ὁ γέροντας, διὰ τοῦτο ἐκεῖνο θρηνοῦσε μὲ λεπτὸ βρύχημα τὸν θάνατο τοῦ γέροντος καὶ φαινόταν ὅτι ζητοῦσε τὸν τάφο του. Κι ἀφοῦ ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔφερε τὸ λιοντάρι στὸν τάφο τοῦ γέροντος, τότε ἐκεῖνο ἔπεσε πάνω σ’ αὐτὸν καὶ βρυχήζοντας δυνατά, ἀπ’ τὸν ὑπερβολικὸ πόνο τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν γέροντα, ἐξέπνευσε!

   Μὲ τέτοιον τρόπο δοξάζει ὁ Θεὸς αὐτοὺς ποὺ τὸν δοξάζουν καὶ κάμει νὰ ὑποτάσσονται τὰ θηρία σ’ ἐκείνους, ὅσοι φυλάττουν καθαρὸ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 26-29. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Στὸ Ὡρολόγιο χρονολογεῖται ὁ ἅγιος ὅτι ἦταν ἐπὶ τοῦ βασιλέως Μαρκιανοῦ, τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει υν΄ (450).

2. Πραγματευτές: οἱ ἀσχολούμενοι μὲ τὸ ἐμπόριο.

3. Βρυχηθμός: ἡ κραυγή, τὸ μούγκρισμα τοῦ λιονταριοῦ.

4. Κημός: τὸ φίμωτρο, ἐπίσης σάκκος κρεμασμένος ἀπὸ τὸν αὐχένα τοῦ ζώου γιὰ νὰ τρώει ἐξ αὐτοῦ.