Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Ἡ Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ




Ἡ Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ

Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Κόσμος γενάρχαις πικρὰ συνθρηνησάτω,

βρώσει γλυκείᾳ συμπεσὼν πεπτωκόσι.


   Οἱ θειότατοι καὶ ἅγιοι Πατέρες θέσπισαν νὰ κάνουμε σήμερα, δηλαδὴ πρὸ τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐξορίας τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου, δείχνοντας ἐμπράκτως πόσο καλὸ κι ὠφέλιμο πρᾶγμα στὴν ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἡ νηστεία, καὶ ἀντιθέτως, πόσο κακὸ κι αἰσχρὸ εἶναι ἡ ἀδηφαγία. Παρασιωπῶντας λοιπὸν οἱ Πατέρες ὅλα τὰ ἐπιμέρους ποὺ γίνονται σ’ ὅλο τὸν κόσμο κι’ εἶναι ἄπειρα σχεδόν, προβάλλουν (παρουσιάζουν) σήμερα σ’ ὅλους μας τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ παράδειγμα γιὰ τὸ πόσο κακὸ ἔπαθε, μὲ τὸ νὰ μὴ νήστευσε γιὰ λίγο, καὶ στὴν δική μας φύση μετέδωκε (τὸ κακό), φανερώνοντας σαφῶς, καὶ ὅτι πρῶτο παράγγελμα (ἐντολὴ) τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δόθηκε τὸ τῆς νηστείας καλό, τὸ ὁποῖο μὲ τὸ νὰ μὴ φύλαξε ἐκεῖνος, ἀλλ’ ὑπάκουσε στὴν γαστέρα, -τὸ ἀληθέστερο εἶναι ὅτι ὑπάκουσε στὸν πλάνο ὄφι ἀπ’ τὴν παρακίνηση τῆς Εὔας-, ὄχι μόνο Θεὸς δὲν ἔγινε (ὅπως νόμισε), ἀλλὰ καὶ στὸν θάνατο κατακρίθηκε καὶ σ’ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος μετέδωκε τοῦ κακοῦ.

   Λοιπόν, γιὰ τὴν ἀπόλαυση (παρακοὴ) τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδὰμ ὁ Κύριος νήστευσε σαράντα ἡμέρες καὶ ὑπήκοος ἔγινε. Γιὰ τοῦτο καὶ ἡ παροῦσα ἁγία Τεσσαρακοστὴ παραδόθηκε ἀπ’ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε ἐμεῖς διὰ τῆς νηστείας τὴν ἀφθαρσία, μὲ τὸ νὰ φυλάξουμε ἐμεῖς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο μὲ τὸ νὰ μὴ φύλαξε ἐκεῖνος (ὁ Ἀδὰμ) ἀπώλεσε τὴν ἀφθαρσία. Καὶ κατ’ ἄλλον τρόπο, -καθὼς προείπαμε-, ὁ σκοπὸς τῶν Ἁγίων εἶναι τοῦτος: νὰ συμπεριλάβουν ἐν συντομίᾳ, ὅσα ἔργα ἔγιναν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. Κ’ ἐπειδὴ ὅλων τῶν κακῶν μας αἴτιο στάθηκε ἡ παράβαση καὶ ἡ ἔκπτωση τοῦ Ἀδὰμ ἀπ’ τὸν Παράδεισο, γι’ αὐτὸ κι ἐδῶ ἔθεσαν αὐτὴν πρώτιστη, γιὰ ν’ ἀποφύγουμε τὴν παρακοή, καὶ νὰ μὴ μιμηθοῦμε ἐπ’ οὐδενὶ τὴν ἀκρασία τοῦ Ἀδάμ.

   Στὴν ἕκτη ἡμέρα λοιπὸν πλάσθηκε ὁ Ἀδὰμ ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν εἰκόνα του τίμησε, μὲ τὸ φύσημα ποὺ ἔκαμε σ’ αὐτόν, δίδοντάς του ἐνταυτῷ (συνάμα) καὶ τὴν ἐντολή, ποιοὺς καρποὺς νὰ τρώει καὶ ποιοὺς νὰ μὴ τρώει. Στάθηκε δὲ μέσα στὸν Παράδεισο, κατὰ τὴν γνώμη μερικῶν διδασκάλων, ἕως ἕξι ὥρες· ἔπειτα ἐξώσθηκε ἀπ’ ἐκεῖ, μέ, τὸ νὰ παρέβηκε τὴν ἐντολή. Καὶ ὁ Φίλων ὁ Ἑβραῖος λέει ὅτι ἑκατό χρόνους ἔκαμε στὸν Παράδεισο, ἄλλοι δὲ λέγουν ἑπτὰ ἡμέρες ἢ χρόνους, καὶ τοῦτο τὸ λέγουν γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ ἑπταδικοῦ ἀριθμοῦ, ποὺ ἦταν στοὺς Ἑβραίους ἐξαιρετικὰ τίμιος. Κι ὅτι κατὰ τὴν ἕκτη ὥρα τὰ χέρια ἅπλωσε καὶ τρύγησε τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, τοῦτο φανέρωσε καὶ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος θεραπεύοντας τὸ τόλμημα τοῦ πρωτοπλάστου, τὴν ἕκτη ὥρα καὶ ἡμέρα τὶς παλάμες ἅπλωσε στὸν Σταυρὸ (γιὰ νὰ σταυρωθεῖ).

   Κι ἀνάμεσα φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας πλάσθηκε ὁ Ἀδάμ, μὲ σκοπὸ ν’ ἀποκτήσει ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ δύο, στὸ ὁποῖο θὰ ἔκλινε μὲ τὴν δική του προαίρεση, ἀφοῦ κατασκευάσθηκε αὐτεξούσιος· διότι ἦταν δυνατὸν στὸν Θεὸ καὶ ἀναμάρτητον νὰ τὸν κάμει, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει κατόρθωμα καὶ τῆς δικῆς του προαιρέσεως, γι’ αὐτὸ τοῦ ἔδωσε τὸν νόμο, ποὺ τὸν πρόσταζε ἀπ’ ὅλα τὰ φυτὰ νὰ παίρνει καρποὺς καὶ νὰ τρώει καὶ ἀπὸ ἕνα μόνο νὰ ἀπέχει. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ πείσθηκε στὴν γυναῖκα ἢ νὰ πῶ καλλίτερα στὴν ψυχοφθόρα συμβουλὴ τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, ἀφίνοντας ὅλα τ’ ἄλλα φυτά, στὸ θεόθεν ἐμποδισμένο ἅπλωσε τὸ παράνομο χέρι του.

   Καὶ τί λογῆς φυτὰ ἦσαν ἐκεῖνα τὰ συγχωρημένα καὶ τί λογῆς φυτὸ ἦταν ἐκεῖνο τὸ ἐμποδισμένο, πολλοὶ πολλὰ λέγουν, τὰ ὁποῖα μὲ τὸ νὰ εἶναι ὑψηλὰ νοήματα καὶ θεωρίες μεγάλες, δὲν κατανοοῦνται ἀπ’ τοὺς ἀγράμματους κι ἁπλούστερους. Τὸ δὲ ξύλο, ποὺ ἐμπόδισε ὁ Θεός, «ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν» τὸ ὀνόμασαν ἀπὸ τὴν ἔκβαση (ἀποτέλεσμα), δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἰδίωμα ποὺ ἔχει ἡ ἁμαρτία εὐθὺς ποὺ μπεῖ σὲ πράξη, δηλαδὴ μόλις τελεσθεῖ ἡ ἁμαρτία, ἐγείρεται ξυπνᾶ ἡ συνείδηση, ὁ πικρὸς καὶ ἀδυσώπητος κατήγορος, λέγουσα μέσα στὴν ψυχὴ πρὸς τὸν ἁμαρτήσαντα: κακὰ ἔπραξες, εἶσαι ἄξιος κολάσεως. Καὶ βλέπε ζωνταντὸ τὸ παράδειγμα στοὺς πρωτόπλαστους οἱ ὁποῖοι πρὶν τὴν παρακοὴ ἦσαν γυμνοὶ καὶ ὅμως δὲν ντρεπόντουσαν, ἔπειτα, ὅταν παρέβησαν τὴν ἐντολή, τότε κατάλαβαν ὅτι ἦσαν γυμνοί. Τότε κατάλαβαν πόσο καλὸ εἶναι ἡ ὑπακοή, καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου πόσο κακὸπαρακοή. Γι’ αὐτὸ κι εὐθὺς φρόντισαν νὰ σκεπάσουν τὴν γύμνωσή τους καὶ σὰν ἄκουσαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ φοβήθηκαν καὶ κρύφτηκαν.

   Μερικοὶ εἶπαν ὅτι τὸ ξύλο ἐκεῖνο τῆς παρακοῆς ἦταν συκιά, διότι μὲ τὰ φύλλα ἐκείνης σκεπάσθηκαν, εὐθὺς ποὺ κατάλαβαν τὴν γύμνωσή τους· καὶ γιὰ τοῦτο τάχα καὶ ὁ Χριστός, σὰν αἰτία ποὺ ἔγινε τῆς παραβάσεως, τὴν καταράσθηκε καὶ ξεράθηκε. Ἐπειδὴ ἔχει καὶ κάποια ὁμοιότητα μὲ τὴν ἁμαρτία, πρῶτο μὲν τὸ γλυκὺ τοῦ καρποῦ, ἔπειτα τὸ τραχὺ τῶν φύλλων καὶ τὸ κολλῶδες τοῦ γάλακτος.

   Λοιπόν, ἀφοῦ παρέβηκε ὁ Ἀδὰμ τὴν ἐντολὴ καὶ φόρεσε τὴν θνητὴ σάρκα κ’ ἔλαβε τὴν κατάρα τῆς πολυωδύνου ζωῆς, διώχθηκε ἀπ’ τὸν Παράδεισο καὶ φλογίνη ῥομφαία διορίσθηκε παρὰ τοῦ Θεοῦ νὰ φυλάττει τὴν πύλη τοῦ Παραδείσου· καὶ αὐτὸς κάθισε ἀπ’ ἀντικρὺ τοῦ Παραδείσου, κλαίωντας καὶ ὀδυρόμενος, γιὰ τὰ τόσα ἀγαθὰ ποὺ στερήθηκε, μὲ τὸ νὰ μὴ θέλησε νὰ φυλάξει τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου, καὶ νὰ νηστεύσει μικρὴ νηστεία. Κι ἔτσι ὅλο τὸ σύμπαν γένος, ὑπέκειτο στὴν ἀρὰ καὶ ἀθλιότητα ἐκείνου, ἕως ὅτου καὶ πάλι ὁ πλάστης μας Θεὸς ἐλέησε τὴν φύση μας καὶ στὸ ἀρχαῖο ἀξίωμα τὴν ἀποκατέστησε, ἀφοῦ νίκησε μὲ οὐράνια τέχνη αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀπάτησε, τουτέστι διὰ νηστείας καὶ ταπεινώσεως, κι ἔδειξε σὲ μᾶς μὲ ποιὸν τρόπο νὰ νικοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν ἀντίπαλο.

   Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ θέλοντας νὰ παρουσιάσουν οἱ θεοφόροι Πατέρες δι’ ὅλου τοῦ Τριῳδίου, πρῶτα βάνουν τὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπ’ τὰ ὁποῖα, πρώτη εἶναι ἡ Δημιουργία καὶ ἡ ἔξωση τοῦ Ἀδὰμ ἀπ’ τὸν Παράδεισο, τῆς ὁποίας τὴν ἀνάμνηση κάνουμε σήμερα. Ἔπειτα καὶ τὰ ὑπόλοιπα προβάλλουν, τὰ τῆς Γενέσεως τοῦ Μωϋσέως καὶ τῶν λοιπῶν, τὰ προφητικὰ καὶ περισσότερο τοὺς δαβιτικοὺς λόγους· καὶ τέλος ἐπιφέρουν καὶ κάποια τῶν τῆς χάριτος, δηλαδὴ τῆς Νέας Διαθήκης. Ἀπὸ τὰ ὁποῖα πρῶτος εἶναι ὁ Εὐαγγελισμός, ὁ ὁποῖος κατὰ ἄρρητη Θεοῦ οἰκονομία, σχεδὸν πάντοτε, βρίσκεται μέσα στὴν ἁγία Τεσσαρακοστή. Καὶ προχωρεῖ ἀκόμη τὸ Τριῴδιο, διὰ τοῦ Λαζάρου καὶ τῶν Βαΐων καὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τῶν Ἁγίων καὶ σωτηριωδῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπου τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια ἀναγινώσκονται καὶ λεπτομερῶς ὑμνολογοῦνται τὰ Θεῖα Πάθη. Ὕστερα καὶ διὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῶν λοιπῶν ἑορτῶν, μέχρι τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τέλος διὰ τῶν Ἱερῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖες διηγοῦνται τρανῶς μὲ ποιόν τρόπο ἔγινε τὸ κήρυγμα καὶ ὅτι οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι συνήγαγαν (συνάθροισαν) ὅλους τοὺς  Ἁγίους· διότι οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων βεβαιώνουν τὴν Ἀνάσταση διὰ τῶν θαυμάτων, ποὺ ἔπρατταν οἱ Ἀπόστολοι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ.

   Ἐπειδὴ λοιπόν, μὲ τὸ νὰ μὴ νήστευσε μία φορὰ ὁ Ἀδάμ, πάθαμε τὰ τόσα κακά, διὰ τοῦτο πρὶν τὴν ἁγία Τεσσαρακοστὴ τάχθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἡ ἀνάμνηση αὐτοῦ, γιὰ νὰ συλλογιζόμασθε πόσο κακὸ ἔφερε στὸν κόσμο, μὲ τὸ νὰ μὴ νήστευσε ὁ Ἀδάμ, καὶ νὰ σπουδάσουμε μετὰ χαρᾶς, νὰ δεχθοῦμε ἐμεῖς τὴν νηστεία καὶ καλῶς νὰ τὴν φυλάττουμε, γιὰ νὰ πετύχουμε ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ ἔχασε ἐκεῖνος, δηλαδὴ τὴν θέωση, μὲ πένθος καὶ νηστεία καὶ ταπείνωση, ἕως νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Κύριος, γιατὶ μὲ ἄλλο τρόπο εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ χάσαμε.

   Πρέπει τέλος νά ξέρουμε, ὅτι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τοῦ ὅλου χρόνου εἶναι σὰν ἕνας ἀποδεκατισμός· διότι ἀπὸ τὴν ἀμέλειά μας δὲν προαιρούμεθα, οὔτε πάντοτε νὰ νηστεύουμε, οὔτε νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ κακὲς πράξεις· γιὰ τοῦτο οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι κ’ ὕστερα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες παρέδωκαν σὲ μᾶς αὐτὴν τὴν Ἁγία Τεσσαρακοστὴ σὰν ἕνα θέρος ψυχῶν, γιὰ νὰ ἐξαλείψουμε, μὲ μετάνοια καὶ συντριβή, ὅσα κακὰ

πράξαμε ὅλο τὸν χρόνο, καὶ γι’ αὐτό, ἐπειδὴ μὲ τέτοιο σκοπὸ καὶ τέλος μᾶς τὴν παρέδωκαν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, πρέπει καὶ νὰ τὴν φυλάττουμε ἀκριβέστερα ἀπὸ κάθε ἄλλη νηστεία. Ἐπειδὴ καὶ τὶς ἄλλες τρεῖς νηστεῖες, δηλαδὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Θεοτόκου, καὶ τοῦ Σαρανταημέρου (τῶν Χριστουγέννων), ἡ Ἐκκλησία μᾶς τὶς παραδίδει, καὶ χρέος ἔχουμε νὰ τὶς φυλάττουμε. Ὅμως αὐτὴ εἶναι πολὺ τιμιώτερη καὶ θειότερη, πρῶτον, γιατὶ ὁ Χριστός, ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας μας, ὑπὲρ ἡμῶν νήστευσε αὐτὴν καὶ νικῶντας τὸν πειράζοντα δοξάσθηκε· δεύτερον, καὶ γιὰ τὰ Ἅγια Πάθη, τὰ ὁποῖα στὸ τέλος λαμπρῶς καὶ θεοπρεπῶς ἑορτάζουμε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μωϋσῆς ἀφοῦ νήστευσε σαράντα ἡμερονύκτια ἔλαβε τὸν νόμο· καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας ἄλλες τόσες ἡμέρες νήστευσε, στὸ ὄρος Χωρήβ, καὶ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Θεό, ὅσο εἶναι στὸν ἄνθρωπο δυνατόν· καὶ ὁ Δανιὴλ ὡσαύτως καὶ ἄλλοι πάμπολλοι, ὅσοι φάνηκαν στὸν Θεὸ δοκιμασμένοι, διὰ νηστείας Τὸν εὐαρέστησαν. Γιὰ τούτη λοιπὸν τὴν αἰτία, ὁρίστηκε ἐδῶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ἡ Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ, γιὰ νὰ διδάσκει ὅλους μας νὰ φυλάττουμε τὸν ὅρο τῆς νηστείας, ὅσο δυνάμεθα.


Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου ἡμᾶς καταξίωσον, καὶ ἐλέησον ὡς μόνος φιλάνθρωπος. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 387-392. (Ἐπιμέλεια κειμένου, ἡ φραστικὴ διασκευή, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


 

Κοντάκιον τοῦ Τριῳδίου. Ἦχος πλ. β΄. Αὐτόμελον.

 

Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σὺ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος ἰδοὺ γὰρ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.