Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Ὁ ὅσιος Ρωμανὸς ὁ ποιητὴς τῶν Κοντακίων




Ὁ ὅσιος Ρωμανὸς ὁ ποιητὴς τῶν Κοντακίων

Ἑορτάζει τὴν α΄ () Ὀκτωβρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Καὶ πρὶν μὲν ὕμνει Ρωμανὸς Θεὸν Λόγον·

Ὑμνεῖ δὲ καὶ νῦν, ἀλλὰ σὺν τοῖς Ἀγγέλοις.


   ἅγιος πατὴρ Ρωμανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία, ἔχοντας πατρίδα τὴν πόλη Ἔμεσα, ἡ ὁποία τώρα λέγεται Χόμς. Ἐχρημάτισε δὲ καὶ διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βηρυτοῦ, κι ἀπὸ ἐκεῖ ἀνέβηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τοὺς χρόνους Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει υϟς΄ (496), καὶ διέτριβε (διέμενε) στὸν ναὸ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης Κύρου1 μὲ πᾶσα εὐλάβεια καὶ σεμνότητα.

   Τοῦτος λοιπὸν κάνοντας πολλὲς φορὲς ἀγρυπνία στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Βλαχερνῶν, γύριζε πάλι στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου τὸν ἐν τοῖς Κύρου. Κι’ ἐκεῖ, στὸν ἐν τοῖς Κύρου δηλαδὴ ναὸ διαμένοντας ὁ ὅσιος, ἔλαβε τὸ χάρισμα τοῦ νὰ συντάξει καὶ νὰ μελουργήσει τὰ Κοντάκια ὅλου τοῦ χρόνου. Φάνηκε δηλαδὴ στὸν ὕπνο του ἡ Κυρία Θεοτόκος, καὶ δίδοντάς του ἕνα τόμο χαρτιοῦ, τὸν πρόσταξε νὰ τὸν φάγει. Κι ἀφοῦ ἄνοιξε τὸ στόμα του ὁ ὅσιος, φάνηκε ὅτι τὸν κατάπιε. Κι ὅταν λοιπὸν ξύπνησε, ἀνέβηκε ἐπάνω στὸν ἄμβωνα κι ἄρχισε νὰ ψάλλει τὸ «Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», διότι ἔτυχε τότε νὰ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Κι ἀφοῦ λοιπὸν ἔγραψε καὶ στὶς ὑπόλοιπες ἑορτές, ἀλλὰ καὶ σὲ ἁγίους, κοντάκια περισσότερα ἀπὸ χίλια, κι’ εὐλαβῶς καὶ ὁσίως διήνυσε τὴν ζωή του, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 1ος, σελ. 260, 261. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


1. Ἀξίζει νὰ παρουσιάσουμε ἐδῶ στοὺς φιλομαθεῖς τὸ διήγημα, ποὺ ἀναφέρει ὁ σοφὸς Νικηφόρος ὁ Ξανθόπουλος περὶ τοῦ ναοῦ τούτου τῆς Θεοτόκου, γράφοντας πρὸς τὸν ἐρωτήσαντα περὶ τοῦ Κοντακίου καὶ περὶ τοῦ ποιητοῦ τῶν Κοντακίων. Λέγει λοιπὸν τοῦτος ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἅγιος Ρωμανὸς προηγουμένως μὲν ἦταν παντελῶς ἄμουσος καὶ ἀηδὴς κατὰ τὴν φωνὴ καὶ τὰ ἄσματα, γιὰ τοῦτο καὶ περιπαιζόταν ἀπ’ τοὺς πολλούς, ἂν καὶ ἦταν δόκιμος ἐργάτης τῆς ἀρετῆς. Γι’ αὐτό, πηγαίνοντας στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου τὸν ἐν τοῖς Κύρου, παρακαλοῦσε τὴν Θεοτόκο νὰ χαρίσει σ’ αὐτὸν τὸ χάρισμα τῆς μελῳδίας, διότι ἦταν στὸν ναὸ ἐκεῖνο μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ποὺ τελοῦσε μύρια θαυμάσια, ἡ ὁποία παλαιότερα μὲν κρύφτηκε ἀπὸ ἕνα εὐλαβῆ ἄνθρωπο στὸ ἐκεῖ πλησίον εὑρισκόμενο κυπαρίσσι, κ’ ὕστερα φανερώθηκε ἀπὸ μία λαμπάδα ποὺ φαινόταν μέσα στὸ κυπαρίσσι. Κι ὅταν λοιπὸν ἡ ἱερὰ εἰκόνα φανερώθηκε, οἰκοδομεῖται ἐκεῖ ναὸς τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ κάποιον ἄνδρα ὀνομαζόμενο Κῦρο, ἀπ’ τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὴν ἐπωνυμία, τὸ νὰ λέγεται ναὸς τῆς Θεοτόκου ἐν τοῖς Κύρου. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ θεῖος Ρωμανός, ἔτυχε κατὰ τὴν νύκτα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων νὰ ὑπνώσει (ν’ ἀποκοιμηθεῖ) στὴν ἕκτη ᾠδή, πλησίον στὸν ἄμβωνα. Καὶ βλέπει τὴν Θεοτόκο νὰ βαστάζει ἕνα τυλιγμένο χαρτὶ (τὸ ὁποῖο καὶ κόντος καὶ κοντάκιο ὀνομάζεται) καὶ νὰ τὸ δίδει τοῦτο σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ τὸ φάει. Κ’ ἔτσι, ἀφοῦ ἔφαγε τοῦτο ἐκεῖνος, ἀμέσως ἀξιώθηκε τοῦ ποθουμένου χαρίσματος καὶ τὰ ἄλλα ἔγιναν ὅσα γράφεται στὸ παρὸν Συναξάρι. Κοντάκιο μὲν ὀνόμασε ὁ θεῖος Ρωμανὸς τὸ πρῶτον, διὰ τὸ τύλιγμα τοῦ χαρτιοῦ, ποὺ τοῦ ἔδωκε ἡ Θεοτόκος. Καὶ λέγεται στὴν ἕκτη ᾠδή, γιατὶ κατ’ αὐτὴν ὁ ἅγιος δέχθηκε τὸ χάρισμα. Ἔγραψε δὲ Κοντάκια ὑπὲρ τὰ χίλια. Σὲ κάθε ἅγιο καὶ κάθε ἑορτὴ εἶχε Κοντάκια πολλὰ μὲ ἀκροστιχίδα, λέγουσα ταῦτα «Ρωμανὸς ἐλεεινός». Ἢ «τοῦ ταπεινοῦ Ρωμανοῦ». Κάποια ἦσαν καὶ κατ’ ἀλφάβητον. Πλὴν ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἄφησε τὰ πολλά, κι ἕνα μόνον παρέλαβε σὲ κάθε ἑορτὴ εἰς μνήμην τοῦ θαύματος.