Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ




ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

 ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΘ΄

(Β΄ Κορ. ια΄ 31 – ιβ΄ 9)


   «Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι.

   ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων,

   καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

   Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου.

   οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ.

   καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν·

   ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.

   ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου.

   ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ.

   Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.

   ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ·

   καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.»



    Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος στοὺς αἰῶνες, γνωρίζει ὅτι δὲν ψεύδομαι, (καὶ ὅτι αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ εἶναι ἀπολύτως ἀληθινά).

   Στὴν Δαμασκό, ὁ διοικητὴς ὁ διορισμένος ἀπ’ τὸν βασιλιὰ Ἀρέτα, φρουροῦσε τὴν πόλη τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ συλλάβει·

   καὶ ἀπὸ ἕνα παράθυρο, μέσα σ’ ἕνα σχοινένιο καλάθι, μὲ κατέβασαν ἔξω ἀπ’ τὸ τεῖχος καὶ ξέφυγα ἀπὸ τὰ χέρια του.

   Νὰ καυχηθῶ (γιὰ ὅσα ἔπαθα κ’ ἔπραξα γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο), δὲν μὲ συμφέρει ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως. Ἀλλὰ θὰ ἔλθω σὲ ὀπτασίες καὶ ἀποκαλύψεις, ποὺ ἔλαβα ἀπὸ τὸν Κύριο.

   Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ζεῖ ἐν Χριστῷ, ὁ ὁποῖος πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν –εἴτε βρισκόταν στὸ σῶμα του τὴν ὥρα ἐκείνη, δὲν ξέρω· εἴτε ἦταν ἐκτὸς τοῦ σώματος, δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει– εἶχε ἁρπαγεῖ κι’ ἀνεβεῖ ἕως τὸν τρίτο οὐρανό.

   Καὶ ξέρω, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος –εἴτε μέσα στὸ σῶμα του εἴτε ἔξω ἀπ’ τὸ σῶμα του, δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς γνωρίζει–

   ὅτι ἁρπάχθηκε στὸν παράδεισο κι ἄκουσε λόγους, ποὺ ἀνθρώπινη γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ διατυπώσει καὶ ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται στὸν ἄνθρωπο νὰ τοὺς πεῖ καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει.

   Γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν θὰ καυχηθῶ, γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, (ὅπως αὐτὲς φάνηκαν στὶς περιόδους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν κινδύνων).

   Ἐὰν ὅμως θελήσω νὰ καυχηθῶ (γιὰ τοὺς ἀγῶνες μου καὶ γιὰ τὰ ἔργα, ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔκαμα ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου), δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων, διότι θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Διστάζω ὅμως κι ἀποφεύγω νὰ τὸ πράξω, μήπως τυχὸν κανεὶς σχηματίσει γιὰ μένα ἰδέα ἀνώτερη, ἀπ’ ὅ,τι βλέπει σ’ ἐμένα ἢ ἀπ’ ὅ,τι ἀκούει ἀπὸ μένα.

   Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι, λόγῳ τῶν ὑπερβολικῶν ἀποκαλύψεων, (ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ) μοῦ δόθηκε ἀγκάθι στὸ σῶμα, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ μὲ χαστουκίζει, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι.

   Γιὰ τὸ ἀγκάθι αὐτὸ (τὴν θλίψη καὶ δοκιμασία), τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο γιὰ ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ μένα·

   καὶ μοῦ εἶπε: Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου· γιατὶ ἡ δύναμή μου τελειοποιεῖται μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Μὲ πολὺ μεγάλη εὐχαρίστηση λοιπόν, θὰ καυχιέμαι περισσότερο γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, ὥστε νὰ κατοικήσει σὲ μένα ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.