Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (σχόλια) ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΛΟΥΚΑ




ΕΡΜΗΝΕΙΑ (σχόλια)

ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ


Ἁγίου Θεοφυλάκτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας*


Κείμενο: Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος· καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχόν, καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος, καὶ ἐτάφη.

Ἐξήγηση: Σὲ ὅσα εἰπώθηκαν πιὸ πρὶν ἀκολουθοῦν καὶ τοῦτα· διότι, ἀφοῦ δίδαξε παραπάνω τὸ πῶς νὰ οἰκονομοῦμε (διαχειριζόμασθε) καλῶς τὸν πλοῦτο, πρεπόντως συνδέει καὶ τούτη τὴν παραβολή, ἡ ὁποία δηλοῖ τὰ ὅμοια μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ πλουσίου. Διότι παραβολὴ εἶναι καὶ τοῦτο, καὶ ὄχι καθὼς ἀνοήτως λογιάζουν (νομίζουν) κάποιοι, ὅτι εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἔγινε· διότι ἀκόμη οὔτε οἱ δίκαιοι ἀπόλαυσαν τὰ ἀγαθά, οὔτε οἱ ἁμαρτωλοὶ τὶς κολάσεις· ἀλλὰ σχημάτισε τὸν λόγο ὁ Κύριος γιὰ νὰ παιδεύσει τοὺς ἀνελεήμονες, τί κολάσεις τοὺς ἀναμένουν· καὶ νὰ διδάξει ἐπίσης τοὺς κακοπαθοῦντες, τί ἀγαθὰ θὰ ἀπολαύσουν, γιὰ τὶς κακοπάθειες ποὺ ὑπέμειναν ἐδῶ. Τὸν μὲν πλούσιο χωρὶς ὄνομα τὸν ἔβαλε στὴν παραβολή, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζεται παρὰ Θεοῦ, καθὼς τὸ λέει καὶ διὰ τοῦ Προφήτου (Δαυΐδ), «οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου»1. Τὸν δὲ πτωχὸ τὸν λέει μὲ τὸ ὄνομα, διότι τὰ ὀνόματα τῶν δικαίων γράφονται στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς2. Καὶ εἶναι λόγος τῶν Ἑβραίων –καθὼς διαλαμβάνει ἡ παράδοση– ὅτι τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἦταν στὴν Ἱερουσαλὴμ κάποιος Λάζαρος πολὺ φτωχὸς καὶ πολὺ ἄρρωστος, γιὰ τὸν ὁποῖο λέγουν ὅτι, ὡς φανερὸν καὶ γνώριμο, τὸν θυμήθηκε ὁ Κύριος στὴν παραβολή. Ὁ μὲν πλούσιος λοιπὸν ἦταν σὲ ὅλα εὐημερημένος, διότι κόκκινα καὶ βυσσινιὰ ἐνδύματα φοροῦσε· κι ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη τρυφὴ ἀπολάμβανε· διότι λέγει εὐφραινόμενος, ὄχι κάποτε εὐφραινόταν καὶ κάποτε δὲν εὐφραινόταν, ἀλλὰ καθ’ ἡμέραν (καθημερινά)· κι ὄχι ἁπλῶς, ἀλλὰ λαμπρῶς, δηλαδὴ ἄσωτα καὶ μὲ πολυτέλεια, δηλαδὴ μὲ πολλῶν λογιῶν φαγοπότια. Ὁ Λάζαρος ὄμως, καὶ πτωχὸς καὶ ἄρρωστος, καὶ μάλιστα κακῶς πληγωμένος· διότι ὑπάρχουν πολλοὶ ἄρρωστοι, ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ πληγωμένοι· ἐδῶ λοιπὸν ἦταν περίσσευση (ἀφθονία) τοῦ κακοῦ. Καὶ ριγμένος στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου. Καὶ τοῦτο ἄλλη βάσανος, τὸ νὰ βλέπει ἄλλους σὲ φαγοπότια, κι αὐτὸς νὰ πεθαίνει τῆς πείνας· διότι ἐπιθυμοῦσε λέει νὰ χορτάσει, ὄχι καλὰ φαγητά, ἀλλὰ ἀπ’ τὰ ψίχουλα αὐτῶν, καὶ ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ χορταίνουν οἱ σκύλοι. Ἀλλὰ μήτε καὶ κανέναν εἶχε νὰ τὸν ὑπηρετίσει· διότι οἱ σκύλοι ἔγλειφαν τὶς πληγές του, ἀφοῦ δὲν ἦταν κανεὶς νὰ τοὺς διώξει. Ἆραγε λοιπὸν σὲ τόσα καὶ τέτοια κακὰ ποὺ ἦταν ὁ Λάζαρος βλασφήμησε; ἢ λοιδόρησε τὰ φαγοπότια τοῦ πλουσίου; ἢ κατέκρινε τὴν ἀπανθρωπιά του; ἢ κατηγόρησε τὴν πρόνοια (τοῦ Θεοῦ); Δὲν συλλογίσθηκε τίποτε ἀπ’ αὐτά, ἀλλὰ μετὰ πολλῆς φιλοσοφίας ὑπέμεινε. Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερό; Ἀπὸ τοῦτο: ὅταν πέθανε, τὸν δέχθηκαν οἱ Ἄγγελοι! Διότι ἂν ἦταν γογγυστὴς καὶ βλάσφημος, δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀξιωθεῖ τόσο μεγάλης τιμῆς, καὶ τῆς παρὰ τῶν Ἀγγέλων δορυφορίας. Πέθανε καὶ ὁ πλούσιος, καὶ ἐτάφη· διότι στ’ ἀλήθεια, αὐτοῦ καὶ ζωντανοῦ, ἡ ψυχή του ἦταν παραχωμένη, περιφέρουσα ὡς τάφο τὴν σάρκα. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν πέθανε, δὲν πηγαίνεται στὸν Παράδεισο ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων, ἀλλὰ κατεβάζεται στὸν ᾅδη. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐννόησε ποτέ του τίποτε ὑψηλὸ ἢ οὐράνιο, τοῦ κατωτάτου τόπου ἦταν ἄξιος. Διότι μὲ τὸ νὰ πεῖ ὅτι ἐτάφη, τοῦ δήλωσε ὁ Κύριος, ὅτι καὶ ἡ ψυχή του στὸν κατώτατο καὶ σκοτεινὸ τόπο τοῦ ᾅδη βάλθηκε.

Κείμενο: Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας, εἶπε· πάτερ Ἀβραὰμ ἐλέησόν με, καὶ πέμψον Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος, καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου· ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ· εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις, μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς, μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.

Ἐξήγηση: Καθὼς τὸν Ἀδάμ, ἐπειδὴ τὸν ἔβγαλε ὁ Θεὸς ἀπ’ τὸν Παράδεισο, τὸν ἔβαλε νὰ κατοικήσει κατέναντι αὐτοῦ, γιὰ ν’ ἀνακαινουργώνεται τὸ πάθημα, βλέποντάς τον πυκνότερα, καὶ νὰ καταλαβαίνει ἀπὸ τί ἀγαθὰ ξέπεσε, ἔτσι καὶ τοῦτον (τὸν πλούσιο), κατάγναντα τοῦ Λαζάρου τὸν καταδίκασε, γιὰ νὰ τὸν βλέπει σὲ τί ἀγαθὰ εἶναι, νὰ κατανοεῖ ἀπὸ ποιὰ ἀγαθὰ ἔπεσε γιὰ τὴν ἀπανθρωπιά του. Καὶ γιατί δὲν βλέπει τὸν Λάζαρο μεταξὺ τῶν ἄλλων δικαίων, ἀλλὰ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ; Ἐπειδὴ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν φιλόξενος· γιὰ νὰ γίνει λοιπὸν ἔλεγχος τῆς μισοξενίας (τοῦ πλουσίου), διὰ τοῦτο μαζὶ μ’ ἐκεῖνον βλέπει τὸν Λάζαρο. Ὁ Ἀβραάμ, καὶ τοὺς διαβάτες ἔσερνε στὴν καλύβα του, ἐνῶ αὐτὸς καὶ κεῖνον ποὺ κείτονταν μέσα στὸ σπίτι του, τὸν παρέβλεπε. Γιατί δὲν λαλεῖ πρὸς τὸν Λάζαρο, ἀλλὰ πρὸς τὸν Ἀβραάμ; Ἴσως ντρεπόταν, διότι νόμιζε ὅτι μνησικακεῖ ὁ Λάζαρος, καὶ ἀπὸ λόγου του ἔκρινε καὶ τὸν Λάζαρο. "Διότι ἐὰν ἐγὼ ποὺ εἶχα τόση εὐημερία, παρέβλεπα αὐτὸν ποὺ ἦταν σὲ τόσα κακὰ στενοχωρούμενος, κι’ οὔτε ἀπ’ τὰ ψίχουλα δὲν τοῦ ἔδιδα· πόσο μᾶλλον αὐτὸς ποὺ καταφρονήθηκε, θὰ μνησικακήσει, καὶ δὲν θὰ στέρξει νὰ μοῦ κάμει τὴν χάρη". Γιὰ τοῦτο λαλεῖ πρὸς τὸν Ἀβραάμ· διότι νόμιζε ὅτι δὲν ἤξερε ὁ Ἀβραὰμ τὰ γενόμενα. Τί τοῦ λέει λοιπὸν ἐκεῖνος; Δὲν εἶπε, ἀπάνθρωπε καὶ ἄσπλαγχνε, δὲν ντρέπεσαι; τώρα θυμᾶσαι φιλανθρωπία; Ἀλλὰ πῶς (τοῦ μίλησε); «τέκνον». Βλέπε συμπαθῆ, καὶ ἁγία ψυχή· διότι λέγει καὶ κάποιος Σοφός: Ψυχὴ ταπεινωμένη μὴ ταράξεις. Καὶ γιὰ τοῦτο καὶ αὐτός, «παιδί μου» λέγει, φανερώνοντας μὲ τοῦτο, ὅτι μέχρις ἐκεῖ εἶναι ἡ ἐξουσία του, νὰ τὸν ὀνομάσει ἔτσι μὲ ἱλαρότητα, ἀλλὰ παρέκει δὲν ἐξουσιάζει. Τοῦτο ποὺ ἔχω τοῦτο σοῦ δίδω, συμπαθῆ φωνὴ δηλαδή· ἀλλὰ τὸ νὰ ἔλθει ἀπ’ ἐδῶ ἐκεῖ, δὲν εἶναι δικό μου, διότι κλείστηκαν τὰ πάντα· καὶ σὺ μὲν ἀπέλαβες τ’ ἀγαθά σου, ἐκεῖνος δὲ τὰ κακά. Καὶ γιὰ ποιὸν λόγο δὲν εἶπε ὅτι, «ἔλαβες», ἀλλὰ «ἀπέλαβες»; Διότι τὸ ἀπέλαβες, ἔχουμε συνήθεια νὰ τὸ λέγουμε πρὸς ἐκείνους ποὺ λαμβάνουν ἐκεῖνα ποὺ τοὺς χρωστοῦν. Τί μαθαίνουμε λοιπὸν ἀπὸ τοῦτο; Ὅτι ἂν καὶ κάποιοι εἶναι μιαροί, ἂν κ’ ἔφτασαν σὲ τέλεια κακία· πολλὲς φορὲς ἔκαμαν καὶ κανένα καλό, ἢ δύο. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦτος ἂν εἶχε καὶ τίποτε ἀγαθὰ καμωμένα, ἀφοῦ μὲ εὐημερία πέρασε στὴν ζωή του, λογίζεται ὅτι τὰ ἀπέλαβε. Ὁμοίως δέ, καὶ ὁ Λάζαρος τὰ κακά. Διότι, ἴσως νὰ ἔκαμε καὶ τοῦτος, ἕνα ἢ δύο κακά· καὶ γιὰ τοὺς πόνους ποὺ ὑπέμεινε ἐδῶ, τὰ ἀπέλαβε. Διὰ τοῦτο αὐτὸς παρηγορεῖται, κ’ ἐσὺ κολάζεσαι. Τὸ δὲ χάσμα φανερώνει τὴν διαχώριση τῶν δικαίων ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ τὴν διαφορά· διότι καθὼς οἱ προαιρέσεις αὐτῶν ἦσαν διαφορετικές, ἔτσι καὶ οἱ μονὲς πολλὴ διαφορὰ ἔχουν, ἐπειδὴ ἀπολάμβανε κάθε ἕνας, κατὰ τὴν προαίρεση ποὺ εἶχε στὴν ζωή του. Καὶ σημείωσε (πρόσεξε καὶ παρατήρησε) ἀπ’ ἐδῶ τὰ τοῦ Ὠριγένους ποὺ ἔλεγε ὅτι, «ἔχει τέλος ἡ κόλαση, καὶ ὅτι θὰ ἔλθει καιρός, ποὺ νὰ ἑνωθοῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ μὲ τοὺς δικαίους καὶ μὲ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι τὰ πάντα καὶ στὰ πάντα θὰ γίνει ὁ Θεός», διότι ἰδοὺ ποὺ ἀκοῦμε τὸν Ἀβραὰμ νὰ λέγει: «ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ ἔλθουν ἀπ’ ἐδῶ σὲ σᾶς, ἢ ἀπ’ αὐτοῦ νὰ διαβοῦν πρὸς ἐμᾶς, νὰ μὴ μποροῦν», καθὼς λοιπὸν ἀπὸ τὴν κατάπαυση τῶν δικαίων εἶναι ἀδύνατον νὰ διαβεῖ κανεὶς στὸν τόπο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἔτσι ἀδύνατον εἶναι καὶ σὲ μᾶς, καθὼς μᾶς διδάσκει ὁ Ἀβραάμ, νὰ μεταβοῦμε ἀπὸ τὸν τόπο τῆς κολάσεως, στὸν τόπο τῶν δικαίων· Καὶ εἶναι ἀξιοπιστότερος ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸν Ὠριγένη. Τί εἶναι ὁ ᾅδης; Κάποιοι λέγουν, ὅτι εἶναι σκοτεινὸς τόπος κάτω ἀπὸ τὴν γῆ· κι ἄλλοι λέγουν, ὅτι ἡ μετάσταση τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τοῦ ἐμφανοῦς στὸ ἀφανὲς καὶ ἀηδές, λέγεται ᾅδης, διότι ἕως ποὺ ἡ ψυχὴ (εἶναι) στὸ σῶμα, φαίνεται ἀπὸ τὶς ἐνέργειες αὐτῆς, ὅταν ὅμως ξεχωρίσει ἀπὸ τὸ σῶμα γίνεται ἀειδής, δηλαδὴ ἀφανής· τοῦτο λοιπὸν εἶπαν ὅτι εἶναι ὁ ᾅδης. Καὶ κόλπος Ἀβραάμ, λέγεται ἡ περιοχὴ τῶν ἀγαθῶν ποὺ μέλλουν ν’ ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι· ἐκεῖνοι ποὺ θὰ γλυτώσουν ἀπ’ τὶς φουρτοῦνες τοῦ κόσμου τούτου, καὶ θὰ καταλήξουν (φτάσουν) στὰ Οὐράνια λιμάνια. Ἐπειδὴ καὶ στὴν θάλασσα τοὺς τόπους ποὔχουν λιμάνια καὶ ἀναπαύσεις, κόλπους ἔχουμε συνήθεια νὰ τοὺς ὀνομάζουμε. Σημείωσε καὶ τοῦτο, ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐκεῖνος ποὺ ἀδικᾶ, θὰ δεῖ ἐκεῖνον ποὺ ἀδίκησε σὲ ποιὰ δόξα εἶναι· καὶ τοῦτος πάλι ἐκεῖνον, σὲ ποιὰ κατάκριση, καθὼς ἐδῶ ὁ πλούσιος τὸν Λάζαρο· καὶ τοῦτος πάλι ἐκεῖνον.


Κείμενο: Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου. Ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου· λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν· ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ· ἀλλ᾽ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν· εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Ἐξήγηση: Ἐπειδὴ ἀπέτυχε στὸ αἴτημα ποὺ ζήτησε γιὰ λόγου του ὁ ἐλεεινὸς πλούσιος, παρακαλεῖ γι’ ἄλλους. Καὶ βλέπε πὼς ἀπὸ τῆς κολάσεως ἔγινε εὔσπλαγχνος, διότι ἐκεῖνος ποὺ καταφρονοῦσε πρωτύτερα τὸν Λάζαρο ποὺ ἦταν στὰ ποδάρια του, τώρα φροντίζει γι’ ἄλλους ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ λόγου του, καὶ παρακαλεῖ νὰ πεμφθεῖ (σταλεῖ) ὁ Λάζαρος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του. Κι ὄχι ἁπλῶς ἕναν ἀπ’ τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ τὸν Λάζαρο· γιὰ νὰ τὸν δοῦν στεφανωμένο καὶ μὲ δόξα καὶ ὑγεία, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν εἶδαν μὲ ἀρρώστια καὶ ἀτιμία. Καὶ κεῖνοι ποὔγιναν μάρτυρες τῆς ἀτιμίας του, αὐτοὶ νὰ δοῦνε καὶ τὴν δόξα του· διότι φανερὸ εἶναι, ὅτι μὲ δόξα ἔμελλε νὰ φανεῖ σ’ ἐκείνους ἐὰν ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀξιόπιστος κήρυκας σ’ αὐτούς. Τί τοῦ λέει λοιπὸν ὁ Ἀβραάμ; Ἔχουν τὸν Μωϋσῆ· δὲν ἔχεις ἐσὺ λέγει, τόση φροντίδα γιὰ τοὺς ἀδελφούς σου, ὅση ἔχει ὁ Θεὸς ποὺ τοὺς ἔκαμε· διότι τοὺς ὅρισε (ἔβαλε) μύριους (ἀναρίθμητους) διδασκάλους. Κι ὁ πλούσιος λέει: ὄχι πάτερ Ἀβραάμ, ἁλλ’ ἐάν κάποιος ἀπ’ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθεῖ, θὰ τὸν πιστεύσουν. Διότι αὐτὸς ἄκουγε τὶς γραφὲς καὶ δὲν πίστεψε, ἀλλὰ νόμιζε ὅτι εἶναι μῦθοι τὰ λεγόμενα· θεωροῦσε ὅτι ἔτσι εἶναι καὶ οἱ ἀδελφοί του, καὶ κρίνοντας ἀπὸ τοῦ λόγου του, ἔλεγε ὅτι δὲν ἀκοῦνε τὶς γραφές, ὅπως ἔκαμε ὁ ἴδιος. Τέτοιοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ λέγουν τώρα: ποιός ξέρει τὰ τοῦ ᾅδη; ποιός ἦλθε ἀπὸ ’κεῖ νὰ μᾶς πεῖ; Ἂς ἀκούσουν τὸν Ἀβραὰμ ποὺ λέει: Ἐὰν τὶς γραφὲς δὲν ἀκοῦνε, οὔτε κι ἂν κάποιος ἀπ’ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθεῖ, θὰ τὸν ἀκούσουν. Καὶ τοῦτο φάνηκε στοὺς Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ δὲν ἄκουγαν τὶς γραφές, οὔτε τοὺς ἀναστημένους νεκροὺς ὅταν εἶδαν πίστεψαν, ἀλλ’ ἐπιχείρησαν νὰ φονεύσουν καὶ τὸν Λάζαρο. Καὶ στὸν καιρὸ τῆς σταυρώσεως, πολλοὶ νεκροὶ ἀναστήθηκαν, ὅμως αὐτοὶ ὀργίζονταν κατὰ τῶν Ἀποστόλων, κ’ ἤθελαν νὰ τοὺς φονεύσουν. Διότι ἐὰν μᾶς ὠφελοῦσε σὲ πίστη, θὰ τὸ ἔκαμε πολὺ συχνὰ ὁ Κύριος. Ἀλλὰ δὲν ὠφελεῖ τίποτ’ ἄλλο τόσο, ὅσο ἡ ἀκριβὴς ἔρευνα τῶν γραφῶν. Νεκροὺς δέ, θὰ σοφιστεῖ καὶ ὁ διάβολος ν’ ἀναστήσει κατὰ φαντασίαν, καὶ μὲ τοῦτο θὰ πλανήσει πολλοὺς τῶν ἀνοήτων, κατασπείροντας σ’ αὐτοὺς περὶ τῶν ἐν ᾅδῃ δόγματα ἄξια τῆς κακίας του. Τῶν γραφῶν ὅμως ἐρευνωμένων ἀκριβῶς, δὲν μπορεῖ νὰ σοφιστεῖ τίποτε τέτοιο, διότι κι αὐτὲς εἶναι λύχνος καὶ φῶς ποὺ φωτίζει, κ’ ἔτσι ὁ κλέπτης φαίνεται καὶ βρίσκεται· αὐτὲς λοιπὸν ἂς πιστεύουμε, καὶ ἂς μὴ ζητοῦμε ἀναστάσεις νεκρῶν.

   Ἡ παραβολὴ αὐτὴ νοεῖται καὶ ἀναγωγικώτερα: Διὰ τοῦ πλουσίου, δηλοῖ τὸν Ἑβραϊκὸ λαό· διότι τοῦτος ἦταν πλούσιος τὸν παλαιὸ καιρό, πλουτισμένος μὲ κάθε γνώση καὶ σοφία, καὶ μὲ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὰ ὁποία ἦσαν «ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολύν», δηλ. περισσότερο ἀπ’ τὸ χρυσάφι κι ἀπὸ πλῆθος πολύτιμων λίθων3· καὶ φοροῦσε «πορφύραν καὶ βύσσον»4, ἔχοντας βασιλεία καὶ ἱερωσύνη, καὶ ἦταν «βασίλειον ἱεράτευμα» τοῦ Θεοῦ5· καὶ ἡ μὲν πορφύρα φανερώνει τὴν βασιλεία· ἡ δὲ βύσσος τὴν ἱερωσύνη· διότι οἱ Λευΐτες φοροῦσαν βυσσινιὰ φορέματα στὶς ἱερουργίες. Κι’ εὐφραίνονταν «καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς»· διότι κάθε μέρα πρόσφεραν θυσίες, πρωῒ κι’ ἑσπέρας τὶς ὁποῖες ὀνόμαζαν τοῦ «ἐνδελεχισμοῦ»6. Λάζαρος δὲ ἦταν ὁ ἐξ ἐθνῶν λαός (οἱ εἰδωλολάτρες), πτωχὸς ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ· καὶ κείτονταν στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου, διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σέβουν (νὰ εἰσέρχονται καὶ νὰ λατρεύουν) ἐθνικοὶ στὸν ναό, διότι λογιζόταν μιασμός7, καθὼς καὶ στὶς Πράξεις κατηγορεῖται ὁ Παῦλος8, ὅτι ἔβαλε ἐθνικοὺς στὸν ναό, καὶ μίανε τὸν τόπο τὸν ἅγιο. Ἀλλὰ καὶ πληγωμένος ἦταν, ἀπὸ τὶς βρωμισμένες ἁμαρτίες· καὶ μὲ τοῦτες τὶς πληγές, ἔτρεφε τοὺς ἀδιάντροπους σκύλους τοὺς δαίμονες, διότι οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι γλυκύτητα σ’ αὐτούς. Κ’ ἐπιθυμοῦσε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπ’ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, διότι ἦταν παντελῶς ἄμοιρος ἀπ’ τὸ ψωμὶ ποὺ στηρίζει τὴν καρδιά, καὶ χρειαζόταν τῆς λεπτότατης καὶ μικρῆς καὶ λογικῆς τροφῆς9· ὅπως καὶ ἡ Χαναναία ποὺ ἦταν ἐθνική, ζητεῖ νὰ τραφεῖ «ἀπὸ τῶν ψιχίων». Τί γίνεται λοιπόν; Πέθανε μὲν ὁ Ἑβραϊκὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ κόκκαλα αὐτῶν, ἔγιναν νεκρὰ σὰν νὰ μὴν εἶχαν καμμιὰ κίνηση πρὸς τὸ ἀγαθό. Πέθανε καὶ ὁ Λάζαρος στὴν ἁμαρτία, ὁ ἐθνικὸς λαός. Καὶ οἱ μὲν Ἑβραῖοι ἐπειδὴ πεθαίνουν στὶς ἁμαρτίες τους, κατακαίγονται στὴν φλόγα τοῦ φθόνου, ζηλεύοντας, καθὼς τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι οἱ ἐθνικοὶ προσδέχθηκαν στὴν πίστη. Καὶ ὁ πρὶν πτωχὸς κι ἄτιμος λαὸς τῶν ἐθνῶν, πρεπόντως βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ πατρὸς τῶν ἐθνῶν, διότι καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐθνικὸς ἦταν, καὶ πίστεψε στὸν Θεό, καὶ μετέστη (μετακινήθηκε) ἀπ’ τὴν εἰδωλολατρεία στὴν θεογνωσία. Οἱ κοινωνοὶ λοιπὸν τῆς μεταθέσεως καὶ τῆς πίστεώς του, πρεπόντως καὶ στοὺς κόλπους του ἀναπαύονται· κληρωσάμενοι τὶς ἀναπαύσεις αὐτές, καὶ τὶς μονές, καὶ τὶς ὑποδοχὲς τῶν ἀγαθῶν του. Κι’ ἐπιθυμεῖ ὁ Ἑβραῖος μιᾶς σταλαγματιᾶς τῶν ἐν τῷ νόμῳ παλαιῶν ραντισμῶν καὶ καθαρσιῶν, γιὰ νὰ καταψυχήσει (δροσίσει) τὴν γλῶσσα του, καὶ νὰ μπορεῖ νὰ παρουσιάζεται καὶ νὰ λέγει τίποτε πρὸς ἐμᾶς ὡς νὰ ἐνεργεῖ ὁ νόμος, ἀλλὰ δὲν τὸ πετυχαίνει, διότι ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου ἐνεργοῦσε. «Θυσίαν καὶ προσφορὰν» λέγει ὁ Προφήτης, «οὐκ ἠθέλησας», καὶ τὰ ἑξῆς10. Καὶ ὁ Δανιὴλ προφήτευσε λέγοντας· «ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα»11, καὶ ἐσφραγισθῆναι προφητείαν, δηλαδὴ θὰ παυθεῖ καὶ συγκλειστεῖ.

   Ἐσὺ δέ, καὶ ἠθικῶς ἐκλάμβανε (κατανόησε) τὴν παραβολή, καὶ καθὼς εἶσαι πλούσιος σὲ κακά, μὴ παραβλέπεις τὸν νοῦ σου ποὺ εἶναι πεινασμένος καὶ κείτεται κάτω, ὁ ὁποῖος δημιουργήθηκε νὰ βλέπει ἄνω· καὶ μὴ τὸν ἀφήσεις νὰ κείτεται στὴν πόρτα σου, ἀλλὰ βάλε τον μέσα, καὶ ἂς μὴ περιπλανιέται ἔξω, μηδὲ νὰ κείτεται, ἀλλὰ ἂς ἐνεργεῖ. Διότι ἔτσι θ’ ἀποκτήσει τὴν κατὰ νοῦ ἐνέργεια, καὶ νὰ μὴ τρυφᾶς (καλοπερνᾶς) μόνο κατὰ σάρκα. Καὶ τ’ ἄλλα δὲ τῆς παραβολῆς, εὔκολα λαμβάνονται (κατανοοῦνται) γιὰ τοῦ ἤθους τὴν ὠφέλεια.



* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΑ ΤΕΣΣΑΡΑ ΙΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ», Λειψία τῆς Σαξονίας (αψξα΄) 1761, σελ. 296-298. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευὴ καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)


1. Ψαλμ. ιε΄ 4.

2. Δανιὴλ ιβ΄.

3. Ψαλμ. ιη΄ 11.

4. Ἔξοδ. κη΄.

5. Ἔξοδ. ιθ΄ 6: «ὑμεῖς δὲ ἔσεσθέ μοι βασίλειον ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον.».

6. Ἀριθμ. κη΄ 6.

7. Λευϊτ. κβ΄ καὶ Ἰεζ. μδ΄ 7-9.

8. Πράξ. κα΄.

9. Ματθ. ιε΄ 21-28.

10. Ψαλμ. λθ΄ 7.

11. Δανιὴλ. θ΄ 26.