Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς

 




Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς

Ἑορτάζει τὴν ιη΄ (18η) Ὀκτωβρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Εἰς Ἐμμαοὺς βλέπειν σε κἂν πρὶν εἰργόμην,

(Λουκᾶς λέγει), τρανῶς σε νῦν, Χριστέ, βλέπω.

Ὀγδοάτη δεκάτῃ πέρατος βίου ἔμμορε1 Λουκᾶς.


    θεῖος Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν μεγάλη Ἀντιόχεια, ἦταν ἰατρὸς καὶ ἄριστος γνώστης τῆς ζωγραφικῆς τέχνης. Ἦταν, ἐπίσης, στὸ ἔπακρον γυμνασμένος (σπουδαγμένος) σ’ ὅλη τὴν κοσμικὴ σοφία, καθὼς καὶ πεπαιδευμένος τὴν Ἑβραϊκὴ καὶ τὴν Συριακὴ διάλεκτο. Τοῦτος λοιπόν, ἐνῶ διέτριβε(ζοῦσε) στὴν Θήβα τῆς Βοιωτίας καὶ ἀσκοῦσε τὴν ἰατρική, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Τίτου Κλαυδίου τὸ ἔτος 42 μ.Χ., συνάντησε τὸν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο, καὶ ἀφοῦ πίστεψε στὸν Χριστό, ἀπέβαλε τὴν πατρικὴ πλάνη (τῆς εἰδωλολατρίας). Κι ἀπὸ τότε ἄφησε τὴν γιατρειὰ τῶν σωμάτων καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν γιατρειὰ τῶν ψυχῶν.

   Κατὰ δὲ τὴν ὑπαγόρευση τοῦ ἀποστόλου Παύλου συνέγραψε τὸ δικό του ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἀπέστειλε πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀχαΐας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος πίστεψε στὸν Χριστό. Ἔπειτα συνέγραψε καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ τὶς ἀπέστειλε στὸν ἴδιο Θεόφιλο. Καὶ ἀφοῦ χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο, περπάτησε σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιστρέφοντας καὶ πάλι στὴν Θήβα τῆς Βοιωτίας, ὅπως λέγουν, ἐκεῖ ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ, σὲ ἡλικία ὀγδόντα χρονῶν γέροντας.

   Καὶ μετὰ θάνατον, θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ δοξάσει τὸν θεράποντα καὶ ὑπηρέτη του τοῦτον Λουκᾶ, ἔβρεξε πάνω στὸν τάφο του κολλύρια, ὡς σημεῖο τῆς ἰατρικῆς τέχνης του. Γι’ αὐτό, ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία, ἔγινε ὁ τάφος τοῦ θείου ἀποστόλου γνωστότερος σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

   Ὁ δὲ Κωνστάντιος ὁ γυιὸς τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου μετέφερε ἀπὸ τὴν Θήβα στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ λείψανο τοῦ ἀποστόλου τούτου διὰ μέσου τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου τοῦ μεγάλου δούκα τῆς Αἰγύπτου καὶ μάρτυρα, καὶ ἀποθησαύρισε αὐτὸ στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, μαζὶ μὲ τὰ τίμια λείψανα τῶν ἁγίων Ἀνδρέου καὶ Τιμοθέου τῶν ἀποστόλων2.

   Λέγουν δέ, ὅτι ὁ ἅγιος Λουκᾶς πρῶτος ζωγράφισε τρεῖς εἰκόνες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, νὰ κρατᾶ στὶς ἀγκάλες τὸν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό, -ἀπὸ κερὶ καὶ μαστίχα καὶ χρώματα-, τὶς ὁποῖες πρόσφερε σ’ Ἐκείνη ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη ἐπὶ τῆς γῆς, γιὰ νὰ μάθει ἂν ἴσως ἦσαν ἀρεστὲς σ’ Αὐτήν. Καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου ἀποδέχθηκε αὐτές, καὶ εἶπε: «Ἡ χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος εἴη δι’ ἐμοῦ μετ’ αὐτῶν». Ἐπίσης, ζωγράφισε καὶ τὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀποστόλων τῶν Κορυφαίων, καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο διαδόθηκε στὸν κόσμο τοῦτο τὸ καλὸ καὶ εὐσεβὲς καὶ πάντιμο ἔργο· τὸ νὰ ζωγραφίζονται δηλαδὴ οἱ τῶν ἁγίων εἰκόνες.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 1ος, σελ. 370-373. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

1. Δηλαδή, ἔτυχε.

2.Ἡ κατάθεση τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ἁγίου Λουκᾶ ἑορτάζεται τὴν 20η Ἰουνίου.