Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (σχόλια) ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ




ΕΡΜΗΝΕΙΑ (σχόλια)

ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΛΕΓΕΩΝΟΣ


Ἁγίου Θεοφυλάκτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας*


Κείμενο: Καὶ κατέπλευσαν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντιπέρα τῆς Γαλιλαίας. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀνακράξας, προσέπεσεν αὐτῷ, καὶ φωνῇ μεγάλη εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι, καὶ πέδαις φυλασσόμενος· καὶ διαρρήσων τὰ δεσμά, ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ Δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων· τί σοι ἐστι ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών. Ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν. Καὶ παρεκάλουν αὐτόν, ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτόν, ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, εἰσῆλθεν εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην, καὶ ἀπεπνίγη.

Ἐξήγηση: Βλέπε τὸ δαιμόνιο πὼς ἀπὸ δύο πάθη τῆς κακίας κρατιέται, ἀπὸ αὐθάδεια καὶ φόβο. Διότι τὸ νὰ λέγει, «τί ἐμοὶ καὶ σοί»· αὐθάδους καὶ ἀδιάντροπου δούλου λογίζεται. Καὶ τὸ νὰ λέγει, «δέομαί σου»· φοβουμένου λογίζεται. Κατοικοῦσε στὰ μνήματα, θέλοντας νὰ βάλει στοὺς ἀνθρώπους πονηρὴ πρόληψη, ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν πεθαμένων γίνονται δαίμονες. Καὶ ζητοῦν οἱ δαίμονες νὰ μὴ τοὺς βάλει στὴν ἄβυσσο, ἀλλὰ νὰ τοὺς συγχωρήσει (δηλ. νὰ τοὺς ἐπιτρέψει) νὰ βρίσκονται ἀκόμη στὴν γῆ. Ὁ δὲ Κύριος τοὺς ἐπιτρέπει νὰ εἶναι στὴν γῆ, γιὰ νὰ πολεμοῦν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ τοὺς κάνουν δοκιμώτερους καὶ ἱκανώτερους· διότι ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν ἀντίπαλοι, δὲν θὰ ὑπῆρχαν οὔτε καὶ τὰ στεφάνια. Μάθε δὲ καὶ ἀναγωγικῶς· ὅτι ὅποιος ἔχει δαίμονες τοῦ λόγου του, δηλαδὴ δαιμονικὲς πράξεις, δὲν ἐνδύεται φορέματα, δηλαδὴ δὲν ἔχει τὴν ἐκ τοῦ Βαπτίσματος στολή· καὶ σὲ σπίτι δὲν κατοικεῖ, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία (διότι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ εἰσέρχεται στὴν Ἐκκλησία)· ἀλλὰ (κατοικεῖ) στὰ μνήματα, δηλαδὴ στὰ δοχεῖα τῶν νεκρῶν ἔργων, στὰ πορνοστάσια καὶ στὰ τελώνια· διότι αὐτὰ εἶναι τὰ μνήματα τῆς κακίας.

Κείμενο: Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον, ἔφυγον· καὶ ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν, καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός· καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ ἰδόντες, πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν, ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δέ, ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον, ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων· ὑπόστρεψον εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησε σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε, καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων, ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

Ἐξήγηση: Τὸ ὅτι ἔφυγαν οἱ βόσκοντες (καὶ ἀνήγγειλαν τὸ γεγονός), ἔγινε ἀφορμὴ σωτηρίας στοὺς Γαδαρηνούς, ὅμως ἐκεῖνοι δὲν τὸ κατάλαβαν, διότι ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ θαυμάσουν τὴν δύναμη τοῦ Σωτῆρος καὶ νὰ πιστεύσουν σὲ αὐτόν, αὐτοὶ «ἠρώτησαν» λέγει, ἀντὶ τοῦ «ἐπαρακάλεσαν» τὸν Ἰησοῦ, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ σύνορά τους, διότι φοβήθηκαν, μήπως πάθουν καὶ καμμία ἄλλη ζημιά, ὅπως ἔχασαν καὶ τοὺς χοίρους. Ἐκεῖνος ποὺ γιατρεύτηκε, ὁλοφάνερη δείχνει τὴν ἀπόδειξη τῆς γιατρειᾶς· διότι τόσο πολὺ καὶ σὲ τέτοιο βαθμό γιατρεύτηκε στὸν νοῦ καὶ στὰ λογικά του, ὥστε νὰ γνωρίσει καὶ τὸν Ἰησοῦ, καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ εἶναι μαζί του. Διότι ὅπως φαίνεται φοβόταν, μήπως ὅταν ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ τὸν Ἰησοῦ τὸν πειράξουν πάλι οἱ δαίμονες. Κι ὁ Κύριος δείχνοντάς του, ὅτι ἂν δὲν εἶναι καὶ μαζί του, δύναται σκεπτόμενος μὲ τὴν χάρη Του, νὰ φυλαχθεῖ ἀπείραχτος ἀπὸ πᾶσα δαιμονικὴ πείραξη, τοῦ λέει: Γύρισε στὸ σπίτι σου, καὶ νὰ διηγεῖσαι ὅσα σοῦ ἔκαμε ὁ Θεός. Δὲν εἶπε, «ὅσα σοῦ ἔκαμα»· γιὰ νὰ μᾶς δώσει τύπο (πρότυπο, ὑπόδειγμα) ταπεινοφροσύνης, καὶ γιὰ ν’ ἀναφέρουμε (ἀποδίδουμε) πάντοτε πρὸς τὸν Θεὸ ὅλα τὰ κατορθώματα. Ἐκεῖνος δέ, ἦταν τόσο καλόγνωμος ἄνθρωπος, ὥστε νὰ διηγεῖται ὅσα ἔκαμε σ’ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς. Διότι ὁ μὲν Κύριος τὸν πρόσταξε νὰ διηγεῖται ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Θεός· ἐκεῖνος ὅμως διηγεῖται ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς. Πρέπει λοιπὸν καὶ μεῖς, ὅταν κάνουμε σὲ κάποιον τίποτε καλό, νὰ μὴ θέλουμε νὰ μᾶς ἐπαινοῦν γιὰ τοῦτο. Ὅμως ἐκεῖνος ποὺ θὰ δεχθεῖ τὸ ἀγαθό, πρέπει νὰ τὸ διηγεῖται, ἔστω κι ἂν ἐμεῖς δὲν θέλουμε.


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΑ ΤΕΣΣΑΡΑ ΙΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ», Λειψία τῆς Σαξονίας (αψξα΄) 1761, σελ. 238, 239. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευὴ καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)