Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ




ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

(κεφ. η΄ 27-39)


   «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾽ ἐν τοῖς μνήμασιν.

   ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.

   παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.

   ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν.

   καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.

   ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.

   ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.

   ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.

   ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾽ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.

   ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.

   καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.

   ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾽ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων·

   ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾽ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς.»

 


   Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, καθὼς ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὴν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, τὸν συνάντησε ἕνας ἄνθρωπος τῆς πόλεως ἐκείνης, ποὺ εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ δὲν φοροῦσε ἔνδυμα καὶ δὲν ἔμενε σὲ σπίτι, ἀλλὰ μέσα στὰ μνήματα.

   Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦ κραύγασε δυνατά, ἔπεσε στὰ πόδια Του καὶ μὲ φωνὴ μεγάλη εἶπε: Ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σ’ ἐσένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ βασανίσεις.

   (Καὶ τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ δαιμονιζόμενος) διότι ὁ Χριστὸς διέταξε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα νὰ βγεῖ καὶ νὰ φύγει ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε ἁρπάξει καὶ κυριεύσει. Καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες καὶ μὲ ἰσχυρὰ δεσμὰ στὰ πόδια, γιὰ νὰ τὸν φυλάγουν, ἀλλ’ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ ὁ δαίμονας τὸν ὁδηγοῦσε βίαια σ’ ἐρημικοὺς τόπους.

   Καὶ τὸν ρώτησε ὁ Ἰησοῦς, λέγοντας: Ποιὸ εἶναι τ’ ὄνομά σου; Κι’ ἐκεῖνος ἀπάντησε: Λεγεών· διότι πολλὰ δαιμόνια εἶχαν μπεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο αὐτόν.

   Καὶ τὸν παρακαλοῦσαν τὰ δαιμόνια, νὰ μὴ διατάξει νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσσο.

   Ἦταν ἐκεῖ μιὰ ἀγέλη μὲ πολλοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν στὸ βουνό· καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς δώσει τὴν ἄδεια νὰ μποῦν σ’ ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ τοὺς τὸ ἐπέτρεψε ὁ Κύριος (διότι, γιὰ λόγους δικαιοσύνης ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἰδιοκτῆτες τους, ἐπειδὴ τοὺς ἔτρεφαν, μολονότι αὐτὸ ἀπαγορευόταν ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο).

   Κι ἀφοῦ βγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο, μπῆκαν στοὺς χοίρους κι ὅρμησε ἀσυγκράτητο ὅλο τὸ κοπάδι πρὸς τὸν γκρεμό, ρίχτηκε στὴν λίμνη καὶ πνίγηκε.

   Ὅταν οἱ βοσκοὶ εἶδαν τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔφυγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν στὴν πόλη καὶ σ’ ὅσους συναντοῦσαν στοὺς ἀγρούς.

   Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλη οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ δοῦν αὐτὸ ποὺ ἔγινε. Ἦλθαν στὸν Ἰησοῦ καὶ βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο, ἀπ’ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, ντυμένος, ἤρεμος καὶ φρόνιμος, καὶ φοβήθηκαν.

   Διηγήθηκαν δὲ σ’ αὐτοὺς ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὸ γεγονός, πῶς σώθηκε ὁ πρώην δαιμονισμένος.

   Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγει ἀπ’ αὐτούς, γιατὶ εἶχαν κυριευθεῖ ἀπὸ μεγάλο φόβο· κι ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὸ πλοῖο κ’ ἐπέστρεψε.

   Ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαιμόνια, τὸν παρακαλοῦσε νὰ μένει μαζί του· κι ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἔστειλε εἰρηνικὰ στὸν τόπο του, λέγοντας:

   Γύρισε στὸ σπίτι σου καὶ νὰ διηγεῖσαι ὅσα ἔκαμε γιὰ σένα ὁ Θεός. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε καὶ διαλαλοῦσε σ’ ὅλη τὴν πόλη, ὅσα ἔκαμε σ’ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς.